Εργαζόταν στον Τιτανικό ως νοσηλεύτρια. Ήταν εκεί, όταν το πλοίο χτύπησε το περίφημο παγόβουνο, και βοήθησε όσους επιβάτες μπορούσε να μπουν στις σωσίβιες λέμβους. Μόνο όταν βεβαιώθηκε πως όλοι τους ήταν ασφαλείς, έφυγε απ’το πλευρό τους. Επέστρεψε στην καμπίνα της και περίμενε υπομονετικά να έρθει η δική της ώρα να σωθεί. Τελικά, τη φώναξαν στο κατάστρωμα. Αυτό που αντίκρισε, μπορεί να περιγραφεί με τρεις λέξεις: Το απόλυτο χάος. Ετοιμαζόταν να μπει κι η ίδια σε μία βάρκα, τη στιγμή που κάποιος της έδωσε ένα άγνωστο μωρό. Την επόμενη μέρα, που οι επιζώντες βρέθηκαν όλοι μαζί στο διασωστικό RMS Carpathia, μία γυναίκα την κοίταξε, προχώρησε προς το μέρος της, πήρε το παιδί από την αγκαλιά της κι έφυγε, χωρίς να αρθρώσει λέξη.
Δεν ήταν το πρώτο ταξίδι της Violet Jessop. Στα 17 της χρόνια, είχε κάνει αίτηση για την ίδια θέση στη Royal Mail Lines, όμως της είπαν πως ήταν πολύ μικρή και όμορφη για να πετύχει. Εκείνη επέμεινε και τους έπεισε να τη δεχθούν με έναν όρο: Να φαίνεται λιγότερο ελκυστική. Έτσι, σταμάτησε να βάφεται κι επέλεγε φαρδιά ρούχα που δεν την κολάκευαν.
Παρά την προσπάθειά της, ένας καπετάνιος την πρόσεξε. Προσπάθησε να την προσεγγίσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα – η νεαρή κοπέλα ήταν ανένδοτη. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν άργησε να απολυθεί.
Στη συνέχεια, προσελήφθη στη White Star Lines και, μέσα στα επόμενα χρόνια, βγήκε ζωντανή από όχι ένα, ούτε δύο, αλλά τρία ναυάγια. Χαρακτηρίστηκε ως η «αβύθιστη» γυναίκα της Αμερικής, κάτι που επισκίασε κάθε επαγγελματικό της επίτευγμα.
Οι γονείς της ήταν Ιρλανδοί μετανάστες κι η ίδια μεγάλωσε στην Αργεντινή. Η ζωή της δεν ήταν εύκολη. Έχασε τρία από τα οχτώ αδέλφια της και έπαθε φυματίωση, όταν ήταν μικρή. Μεγάλωσε και ξεκίνησε την καριέρα της στα πλοία, όπου οι συνθήκες εργασίας ήταν σχεδόν απάνθρωπες. Εργαζόταν για δεκαεπτά ώρες την ημέρα, ενώ ο μισθός της δεν ξεπερνούσε τις 2 λίρες το μήνα. Παρόλα αυτά, δεν έχασε στιγμή την αισιοδοξία της κι αντιμετώπιζα τη δουλειά σαν το καλύτερο μέσο μεταφοράς από το σπίτι της, σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Το 1911, έγινε μέλος του πληρώματος στο υπερπολυτελές επιβατικό, RMS Olympic. Συγκρούστηκε μ’ένα βρετανικό, πολεμικό σκάφος, με αποτέλεσμα να γεμίσει τρύπες στη μία του πλευρά, όμως κατάφερε να επιστρέψει στο λιμάνι χωρίς καμία ανθρώπινη απώλεια. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν αρκετό για να πτοήσει τη Violet. Λιγότερο επό ένα χρόνο μετά, επιβιβάστηκε στον Τιτανικό, το αβύθιστο πλεούμενο που υποσχόταν να διασχίσει τον Ατλαντικό.
View this post on Instagram
Γνωρίστηκε με το γιατρό του πλοίου, στον οποίο βρήκε την πατρική τρυφερότητα που τόσο της έλειπε. Την πρόσεχε σαν κόρη του και δεν άφηνε κανέναν να την παρενοχλήσει. «Με κράτησε μακριά από κάποιον αρκετά επίμονο άνδρα, που βρισκόταν σε υψηλότερα ιστάμενη θέση από τη δική μου, λάτρευε τις νυχτερινές βόλτες στους διαδρόμους και καταπατούσε τα συναισθήματα και την αξιοπρέπεια των άλλων», έγραψε στα απομνημονεύματά της.
View this post on Instagram
Όλοι γνωρίζουμε το τέλος της ιστορίας. Λίγες ημέρες μετά την έναρξη του παρθενικού του ταξιδιού, χτύπησε ένα παγόβουνο και δεν άργησε να βυθιστεί. H Jessop, ως βαθιά θρησκευόμενη χριστιανή, δε σταμάτησε στιγμή να προσεύχεται. «Ήξερα πως, αν ήθελα να συνεχίσω τη ζωή μου στη θάλασσα,, θα έπρεπε να επιστρέψω. Αλλιώς, θα έχανα την ψυχραιμία μου», τόνισε.
Τέσσερα χρόνια μετά, έδωσε το παρών σε μία ακόμη καταστροφή. Έχοντας εκπαιδευτεί στον Ερυθρό Σταυρό, εργάστηκε στο πλωτό νοσοκομείο που στεγαζόταν στο HMS Britannic. Ήταν μία μέρα σαν όλες τις άλλες μέχρι που, για ανεξήγητο λόγο, έγινε έκρηξη που κόστισε τη ζωή σε τριάντα ανθρώπους και οδήγησε το πλοίο στα βάθη του ωκεανού. Η Violet τα κατάφερε για μία ακόμη φορά. Πρόλαβε να φορέσει σωσίβιο, έφτασε κοντά στο θάνατο καθώς παγιδεύτηκε στην προπέλα, αλλά ξέφυγε. Το μόνο που έπαθε, ήταν ένα χτύπημα στο κεφάλι.
Συνέχισε να πορεύεται με θετική ενέργεια στη ζωή της, εργάστηκε σε μεγάλα κρουαζιερόπλοια και, τελικά, έφυγε από τη ζωή το 1971, στα 83 της χρόνια.