POWER

Γυναίκες δημοσιογράφοι: Θύματα άγριων διώξεων, αυστηρών ποινών και ισόβιων φυλακίσεων

γυναίκες
Credit: Osman Orsal/Reuters

Οι επαγγελματικές και οικονομικές ανισότητες, σε βάρος των γυναικών, είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, με τα περισσότερα επαγγέλματα να χαρακτηρίζονται ανδροκρατούμενα. Χαμηλότεροι μισθοί, λιγότερες ευκαιρίες ανέλιξης και διακρίσεις είναι λίγα μόνο από τα φαινόμενα, που συχνά αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στον επαγγελματικό χώρο.

Τι συμβαίνει, όμως, όταν γυναίκες βρίσκονται στο στόχαστρο καθεστώτων και οργανώσεων, λόγω της δουλειάς τους, με αποτέλεσμα να απειλείται μέχρι και η ίδια τους η ζωή; Καθώς όλο και περισσότερες γυναίκες ασχολούνται με τη δημοσιογραφία, όλο και περισσότερο αυξάνονται τα θύματα αδίστακτων διώξεων από αυταρχικά – και μη – καθεστώτα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας της οργάνωσης Reporters Without Borders, από τους 334 δημοσιογράφους, που βρέθηκαν στη  φυλακή στα τέλη Μαρτίου του 2019, 30 – ή 8% – ήταν γυναίκες. Πριν από πέντε χρόνια, μόνο το 3% των φυλακισμένων δημοσιογράφων ήταν γυναίκες.

Οι γυναίκες αυτές κρατούνται σε φυλακές, σε εννέα χώρες. Στο Ιράν και την Κίνα, κρατούνται 7 φυλακισμένες γυναίκες (σε κάθε χώρα) και βρίσκονται στην κορυφή αυτής της λίστας. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Τουρκία, με 4 φυλακισμένες γυναίκες, ενώ ακολουθούν η Σαουδική, το Βιετνάμ, η Αίγυπτος, το Μπαχρέιν, η Συρία και η Νικαράγουα.

Οι κατηγορίες ποτέ δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα

Παρότι αυτές οι γυναίκες οδηγήθηκαν στη φυλακή λόγω των άρθρων ή των αναρτήσεων τους σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, οι κατηγορίες που τελικά τους απαγγέλθηκαν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Σκοπός αυτής της πρακτικής είναι η επιβολή μακροχρόνιων ποινών φυλάκισης. Πολύ συχνά, τις κατηγορούν για «τρομοκρατική προπαγάνδα» ή «ένταξη σε τρομοκρατική ομάδα».

Στο Ιράν, η δημοσιογράφος και υπερασπιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Narges Mohammadi και η συντάκτρια του Hengameh Shahidi καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης 10 και 12 ετών αντίστοιχα για κατηγορίες «συνωμοσίας κατά της εθνικής ασφάλειας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας» και «προσβολή» του επικεφαλής του δικαστικού συστήματος. Η Roya Saberi Negad Nobakht, η οποία έχει βρετανική και ιρανική υπηκοότητα, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 20 ετών το 2014 για τις αναρτήσεις της στο Facebook. Η ποινή αυτή αργότερα μειώθηκε στα πέντε χρόνια.

Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, όπου η επιβολή όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποινών, λειτουργεί ως μέσο καταστολής και «πρόληψης». Η Gulmira Imin, μέλος της μουσουλμανικής κοινότητας των Ουιγούρων και συντάκτρια της ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Salkin, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το 2010, με τις κατηγορίες του «αυτονομισμού» και της «αποκάλυψης κρατικών μυστικών».

H πολύ γνωστή δημοσιογράφος της Τουρκίας, Nazlı Ilıcak, καταδικάστηκε στα 74 της έτη, στην ίδια ποινή, για συμμετοχή σε τηλεοπτική εκπομπή, αντίθετη προς την κυβέρνηση την παραμονή της απόπειρας πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Μαζί με δυο άνδρες συναδέλφους της δέχθηκαν την πιο αυστηρή ποινή, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα και πιθανότητα να μειωθούν τα χρόνια, που πρέπει να εκτίσουν.

«Είκοσι επτά γυναίκες δημοσιογράφοι σήμερα στερούνται της ελευθερίας τους λόγω όσων έγραψαν ή επειδή μίλησαν με θάρρος», δήλωσε ο γενικός γραμματέας της RSF, Christophe Deloire. «Συχνά είναι θύματα δυσανάλογων και παράνομων ποινών. Υποβάλλονται στις πιο φρικτές συνθήκες φυλακής, όπως οι άντρες συνάδελφοί τους, και μερικές φορές βασανίζονται».

Η Lucía Pineda Ubau, διευθύντρια ειδήσεων του τηλεοπτικού καναλιού 100% Noticias της Νικαράγουας, πέρασε 41 ημέρες στη φυλακή υψίστης ασφάλειας El Chipote. Οι συνθήκες εκεί ήταν «απάνθρωπες», σύμφωνα με τον José Inácio Faria, Πορτογάλο ευρωβουλευτή που επισκέφτηκε εκεί την δημοσιογράφο.

Η Tran Thi Nga, μια blogger από το Βιετνάμ, που υπερασπίστηκε τους μετανάστες εργάτες, κρατήθηκε, χωρίς τη δυνατότητα επικοινωνίας, για περισσότερο από έξι μήνες μετά τη σύλληψή της, έως ότου καταδικαστεί τελικά σε εννέα χρόνια φυλάκισης με την κατηγορία της «αντικυβερνητικής προπαγάνδας» στις 25 Ιουλίου του 2017. Επειδή «αρνήθηκε να παραδεχτεί την ενοχή της» δεν την άφηναν να τηλεφωνήσει και να δεχθεί επισκέψεις για σχεδόν ένα χρόνο.

Πολύ συχνά, οι συλληφθείσες ξυλοκοπούνται, απειλούνται και κρατούνται σε απάνθρωπες συνθήκες, μέχρι να δεχθούν τις κατηγορίες ή να υπογράψουν τις ομολογίες που ήθελαν οι ανακριτές τους. Αντίστοιχα, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις γυναικών, όπου έχουν συλληφθεί και δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους ή δικηγόρους, ενώ για αρκετές από αυτές υπάρχουν αμφιβολίες για το αν βρίσκονται ακόμα εν ζωή.

Λόγω αυτής της σκληρής πραγματικότητας, που τελικά απορρέει από τη νοοτροπία ενός κράτους που κυριαρχείται από άντρες, η αλληλεγγύη είναι υψηλή μεταξύ των γυναικών δημοσιογράφων, που συχνά εργάζονται σε ανεξάρτητους οργανισμούς μέσων ενημέρωσης. Πολλές φορές έχει χρειαστεί να λειτουργήσουν ως ασπίδα για την προστασία των συναδέλφων τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας συμπεριφοράς αποτελεί το έργο της Τουρκικής Ένωσης Γυναικών Δημοσιογράφων, όπου οι γυναίκες δημοσιογράφοι παρακολουθούν τις δικαστικές ακροάσεις των φυλακισμένων συναδέλφων τους και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της οργάνωσης δράσεων αλληλεγγύης, καθ ‘όλη τη διάρκεια της νομικής διαδικασίας.

Παρά την καταπίεση του συστήματος και τη νοοτροπία της ανδρικής υπεροχής, οι γυναίκες δημοσιογράφοι συνεχίζουν να χαράσσουν την πορεία τους. Εργάζονται υπό σκληρές συνθήκες για να φέρουν αληθινές και αντικειμενικές ειδήσεις στο ευρύτερο κοινό.