Η μεγαλη έκθεση στην Εθνική πινακοθήκη στο Λονδίνο για το γυναικείο Προραφαηλητικό κίνημα (Pre-Raphaelite Sisters) έριξε την αυλαία του τέλους τον Ιανουάριο όμως σύστησε στη σύγχρονη κοινωνία την Ελισάβετ Σίνταλ, που μεσουράνησε απέναντι στην ανδροκρατούμενο κύκλο ζωγραφικής του 17ου αιώνα.
Η μυστήρια ιστορία έχει εξάλλου καταγραφεί και στη βιογραφία από την ειδικό της εποχής Λουσίντα Χόκσλεϊ (Lizzie Siddal: The Tragedy of a Pre-Raphaelite Supermodel ή Λίζι Σίνταλ, Η τραγωδία του Προραφαηλιτικού σούπερ μοντέλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Andre Deutsch).
Τη διεθνή ημέρα της γυναίκας, έχει ίσως σημασία να ανατρέχει κανείς σε εξαιρετικά παραδείγματα του παρελθόντος που έσβησαν διότι προσπάθησαν να λάμψουν προτού ωριμάσει η κοινωνία τους.
Οι δώδεκα γυναίκες εργάζονταν κάτω από τη φτερούγα και την επιρροή της Προραφαηλητικής αδελφότητας που ίδρυσαν επτά άνδρες το 1848 ενώ φοιτούσαν στην περίφημη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών.
Με κορυφαίους εκπροσώπους τους Ουίλιαμ Χόλμαν Χαντ και Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, το εικονικό αυτό καλλιτεχνικό κίνημα παρέδωσε en masse εξαιρετικά δείγματα γραφής στη ζωγραφική και ταυτόχρονα στην ποίηση και εν γένει τα γράμματα.
Και μία φορά το 1849 ένα μέλος της αδελφότητας ονόματι Ουόλτερ Χάουελ Ντεβερέλ εισέβαλε ορμητικά στο εργαστήριό τους και αναφώνησε: «Δεν μπορείτε να φανταστείτε την ομορφιά του πλάσματος που μόλις αντίκρισα».
Ουδείς τον μνημονεύει σήμερα αφού εξέπνευσε σε ηλικία 27 ετών. Όμως ανακάλυψε αυτό «το πανύψηλο κορίτσι που έμοιαζε με βασίλισσα» όπως την περιέγραψε: η «Λίζι» σημάδεψε την πορεία της αδελφότητάς τους.
Εκείνη εργαζόταν τότε σε ένα κατάστημα με καπέλα στην πλατεία Λέστερ έναντι πινακίου φακής: οι 24 λίρες ετησίως της αμοιβής της δεν αρκούσαν ούτε για να φάει. Έτσι όταν η μητέρα του Ντεβερέλ έφτασε με μία μεγαλοπρεπή άμαξα στο σπίτι της για να ζητήσει από τη μητέρα Σίνταλ να επιτρέψει στη Λίζι να ποζάρει ως μοντέλο εκείνη δεν μπορούσε παρά να την παραχωρήσει. Το επάγγελμα αυτό θεωρείτο τότε σχεδόν εφάμιλλο της πορνείας.
Η Λίζι ξέφευγε από τα δεδομένα πρότυπα ομορφιάς της εποχής καθότι κοκκινομάλλα, ψηλή και αδύνατη. Η βικτωριανή κοινωνία εξυμνούσε τις γυναίκες με τα ξανθά μαλλιά και τις γεμάτες καμπύλες. Οι Προραφαηλίτες όμως με τη ραφιναρισμένη, εστέτ ματιά τους, την ξεχώρισαν αμελλητί ως μούσα τους.
Ως Οφηλία στον γνωστό πίνακα του Τζον Έβερετ Μίλαι (1852) το πρόσωπό της απέκτησε φήμη.
Ο Ντεβερέλ τη ζωγράφισε ως Βαιόλα (Viola) στην Δωδέκατη νύχτα (Twelfth Night), ο Ουίλιαμ Χόλμαν Χαντ ως Σίλβια στο έργο Ο Βαλεντίνος απελευθερώνει τη Σίλβια από τον Πρωτέα (Valentine Rescuing Sylvia from Proteus, 1850-1851) μεταξύ πολλών άλλων έργων.
Για τον Ροσέτι πόζαρε πρώτη φορά το 1850 ως Ροσοβεστίτα (Rossovestita). Ο κορυφαίος αισθητικός της τέχνης και μαικήνας της αδελφότητας Τζον Ράσκιν έχει σημειώσει ότι τη ζωγράφισε χιλιάδες φορές.
Ο θυελλώδης ερωτικός δεσμός ανάμεσα στη Λίζι και τον Ροσέτι κράτησε δώδεκα χρόνια, μέχρι τον πρόωρο θάνατό της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια αρνιόταν να την παντρευτεί και αδυνατούσε να βάλει τέλος στις απιστίες του.
Εκείνη εθίστηκε στο λάβδανο, ένα ναρκωτικό που σε μικρές ποσότητες προτεινόταν για παθήσεις στα πνευμόνια αλλά σε δύναμη προσιδίαζε το όπιο.
Το 1854 ξεκίνησε και η Λίζι να ζωγραφίζει. Όταν ο Ράσκιν γνώρισε τα πρώτα δείγματα του έργου της μίλησε για «ιδιοφυία». Αποφάσισε να της προσφέρει 150 λίρες το χρόνο για να συντηρεί το ταλέντο της παρότι η κριτική της εποχής την θεωρούσε αμελητέα.
Το 1857 συμμετείχε ως μοναδική γυναίκα στην έκθεση της Προραφαηλιτικής αδελφότητας στο Λονδίνο και ο πίνακάς της Clerk Saunders (1857) πουλήθηκε στον αμερικανό συλλέκτη με τεράστια επιρροή Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον.
Η Λίζι αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αχάριστο εραστή της (όπως και τα λεφτά του Ράσκιν που την κρατούσαν δέσμια) και απέδρασε στη γενέτειρα του πατέρα της, στο Σέφιλντ όπου αφοσιώθηκε στην τέχνη. Το 1860 ο Ροσέτι πήγε με δαχτυλίδι και τη ζήτησε σε γάμο.
Ο γάμος όμως δεν τον έδεσε πραγματικά μαζί της και ο εθισμός είχε επιβαρύνει ιδιαιτέρως την υγεία της: η κόρη της γεννήθηκε νεκρή. Ποτέ δεν συνήλθε από το φοβερό γεγονός. Ο Ροσέτι ένα πρωί τη βρήκε νεκρή στο κρεβάτι της με ένα άδειο μπουκάλι λάβδανου στο πλευρό της. Το 1862 είχε μόλις κλείσει 32 χρόνια ζωής.
Η τραγική της ιστορία δεν τελειώνει με το θάνατό της. Σήμερα η φήμη της αναλογεί σε γοτθικό θρύλο. Λέγεται ότι ο Ροσέτι έθαψε τα ποιήματά του μαζί με τη Λίζι. Επτά χρόνια αργότερα (όταν και ο ίδιος φημολογείται ότι βρισκόταν στα όρια της παράνοιας) το μετάνιωσε και έστειλε τον φίλο του Κάρολο Αυγούστο Χάουγελ να ανοίξει το φέρετρό της και να του τα επιστρέψει.
Στο ζοφερό νεκροταφείο δεν υπήρχε φως, έτσι ο Χάουγελ άναψε φωτιά. Σύμφωνα με τον θρύλο, η ομορφιά της είχε διατηρηθεί αναλλοίωτη και τα μαλλιά της είχαν φουντώσει με ένα φλογερό κόκκινο χρώμα.
Τα ποιήματα εκδόθηκαν και χάρισαν αιώνια φήμη στον Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι αλλά η ιστορία της προέλευσής τους παραμένει έως σήμερα καλυμμένη με πέπλο μυστηρίου.