Η Ελένη Βαρβιτσιώτη καταφτάνει στο Me του Κολωνακίου με το ποδήλατο φορώντας κατακόκκινο φουστανάκι (τέλειο κοντράστ με τα γαλανά, αστραποβόλα μάτια της) από την Πλάκα όπου κατοικεί. Η Βικτώρια Δενδρινού λίγο αργότερα, με άλλο στιλ, ιδιαίτερο και κομψό επίσης, από το πατρικό της στο Χαλάνδρι. Μοιάζουν εντελώς διαφορετικές αλλά συγκλίνουν σε ένα πρόδηλο χαρακτηριστικό: το πάθος τους για την επικαιρότητα. «Εγώ προσπαθώ να κάνω αποτοξίνωση» παρατηρεί η Ελένη η οποία βρίσκεται σε επαγγελματικό sabbatical εν αναμονή του νέου της βήματος. «Τον τελευταίο καιρό τα νέα μοιάζουν πολύ εγκληματικά», συμπληρώνει η Βικτώρια, που βρίσκεται στο ευρωπαϊκό γραφείο του Bloomberg στις Βρυξέλλες αλλά δουλεύει εξ αποστάσεως.
Το ηλιόλουστο μεσημέρι της συγκεκριμένης συνομιλίας, αποπνέουν joie de vivre μακριά από τις ζοφερές ή βαρύγδουπες ειδήσεις. Έτσι μονομιάς, χωρίς small talk και αμηχανία, η συζήτηση τρέχει στον Μεγάλο περίπατο που μόλις έχει διασχίσει η Ελένη με το ποδήλατό της («ας του δώσουμε λίγο χρόνο, είμαστε τρομερά ανυπόμονοι δηλαδή») αλλά και στις τύψεις των μαμάδων όταν αφήνουν τα παιδιά τους μόνα για λόγους επαγγελματικούς ή για καθαρό pleasure (η κουβέντα θα καταλήξει στις εργαζόμενες γυναίκες).
Υποψήφιο για έγκριτο βραβείο
«Όποιοι δεν θυμούνται το παρελθόν μοιάζουν καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν» έκρινε ο Σανταγιάνα αλλά το βραχυπρόθεσμο μνημονικό παραμένει χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής. Η τελευταία μπλόφα, εξαιρετικά αναλυτικό και συναρπαστικό χρονολόγιο των επτά πρώτων μηνών του 2015, βρίθει πραγματολογικών δεδομένων καλύπτοντας όλες τις αντικρουόμενες πλευρές (Αθήνα, Βρυξέλλες, Ουάσινγκτον, Βερολίνο, Λονδίνο, Παρίσι) έτσι ώστε να αποτελεί καίριο αντίδοτο στην αμνησία όπως πρόσφατα σημείωσαν οι FT: Ειδικά στην Ελλάδα όπου ο Καραμανλής αφού οδήγησε τη χώρα στην κρίση και ο Τσίπρας στο χείλος του γκρεμού, διατηρούν την επιρροή τους.
Η τελευταία μπλόφα στην αγγλική της μετάφραση The Last Bluff βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο αφού συμμετείχε στη βραχεία λίστα υποψηφίων για το έγκριτο βραβείο Hellenic Book Prize της Ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου -με επιτροπή η οποία συναπαρτίζεται από έγκριτους (βρετανούς, κυρίως) ανθρώπους των γραμμάτων.
To Βραβείο τίμησε ποιητική συλλογή βασισμένη στην Οδύσσεια. Παραδοσιακά εξάλλου εστιάζει σε πιο ακαδημαϊκές μελέτες. Αντιθέτως, Η τελευταία μπλόφα εντάσσεται στο είδος του δημοσιογραφικού ντοκουμέντου (narrative non fiction, αφηγηματικό δοκίμιο, τυπικά) αφού εν πολλοίς βασίζεται σε έρευνα και ρεπορτάζ, πρωτογενές και ανέκδοτο υλικό.
Από τον Ιούνιο του 2019 έως τον Φεβρουάριο (λίγο πριν από τον εγκλεισμό) οι πωλήσεις έφτασαν τα πενήντα χιλιάδες αντίτυπα. Ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου, οι δύο συγγραφείς και δημοσιογράφοι βρίσκονται σε γόνιμο σημείο καμπής στη σταδιοδρομία τους.
Βουτιά στα βαθιά
Καμία βέβαια δεν γνώριζε ότι η ζωή της θα έπαιρνε τέτοια τροπή όταν ξεκινούσαν στις Βρυξέλλες πριν από επτά χρόνια. Η μάχιμη δημοσιογραφία την οποία βρέθηκαν να υπηρετούν από τις πρώτες γραμμές, δεν αποτελούσε αυτονόητη καριέρα για καμία από τις δύο.
Η Ελένη βέβαια είχε εξαρχής επιθυμία να αφηγείται ιστορίες ανθρώπων που καλύπτονται από το πέπλο της λήθης. Σε ταξίδι της με το πανεπιστήμιο της Βοστώνης βρέθηκε στο χωριό της χαμηλότερης κάστας στην Ινδία που ονομάζονται αγγλιστί untouchables διότι κανείς δεν τους αγγίζει. Κοιμήθηκε στο πάτωμα στις καλύβες από λάσπη και στάχυα που διατηρούν για σπίτι. Τη νύχτα συγκεντρώθηκαν όλοι στον κοινό χώρο που βυθιζόταν στο μαύρο σκοτάδι ελλείψει ηλεκτρικού ρεύματος. Ο δάσκαλος του χωριού άναψε ένα κερί και αμέσως το φως της φλόγας του διαχύθηκε παντού. «Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Λέει, είδατε πόσο φως μπορεί να σκορπίσει ένα κερί; Και τότε μου καρφώθηκε στο μυαλό ότι θέλω να πω ιστορίες ανθρώπων που δεν έχουν φωνή. Όπως το κερί: πόση διαφορά μπορεί να κάνει μία φωνή όταν ακουστεί. Δεν μου βγήκε ακριβώς έτσι (στις Βρυξέλλες) αλλά αυτή ήταν η αρχική ιδέα», παρατηρεί η ίδια. Τελικά αποφοίτησε με πτυχίο δημοσιογραφίας της τηλεόρασης.
Η Βικτώρια λείπει δέκα τρία χρόνια από την Ελλάδα. Μετά το σχολείο πήγε κατευθείαν για σπουδές οικονομικών και πολιτικής στην Οξφόρδη ενώ κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού της στο UCL διάβασε μία διαφήμιση για βραχύχρονη εκπαιδευτική πρόσληψη (fellowship) στον κορυφαίο Economist. Τη δέχτηκαν. Από εκεί σύντομα προσλήφθηκε από τον Roiters (στο κομμάτι των αναλύσεων) και τελικά στη Wall Street Journal στις Βρυξέλλες για να καλύπτει ευρωπαϊκά οικονομικά θέματα, τον Ιανουάριο του 2014 όπου γνώρισε την Ελένη (μεταπήδησε στον Bloomberg το 2017).
Η Ελένη διακτινίστηκε στις Βρυξέλλες μετά από πρόταση της εφημερίδας Η Καθημερινή (έως τότε εργαζόταν στους Φακέλλους του Αλέξη Παπαχελά). Δεν είχε εξειδίκευση πάνω στα ευρωπαϊκά και οικονομικά θέματα αλλά «το 2014 επικρατούσε η αισιοδοξία ότι τα πράγματα ίσως πάνε καλύτερα Και από το καλοκαίρι του 2014 αρχίζει η καταιγίδα, η τέλεια καταιγίδα από τον Ιανουάριο του 2015 όταν βγαίνει ο Σύριζα και αρχίζει όλη αυτή η νέα αναδιαπραγμάτευση. Οπότε το τι έλεγαν οι Βρυξέλλες είχε τελικά τεράστια σημασία ακριβώς επειδή η τότε κυβέρνηση δεν τα έλεγε ακριβώς όπως ήταν. Ειδικά τους μήνες του δημοψηφίσματος η δουλειά μου ήταν τεράστιος όγκος και αρχικά δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη» διευκρινίζει η ίδια. Αναδείχθηκε βέβαια αμελλητί σε εξαιρετική ανταποκρίτρια, οι Έλληνες κρέμονταν από τα χείλη της όταν αναμετέδιδε τις ειδήσεις και μέσα από τις ειδήσεις του Σκάι (ζωντανό θρίλερ, ειδικά με τον παραστατικό της λόγο…).
Φρενήρεις ρυθμοί
«Είναι σαν να είσαι ανταποκριτής πολέμου. ‘Ηταν η μοίρα της χώρας σου, η μοίρα της Ευρώπης, και εσύ είσαι στα χαρακώματα. Μπορεί να μην πέφτουν σφαίρες πάνω από το κεφάλι σου αλλά οι αποφάσεις ήταν τόσο κρίσιμες και ήταν τόσο σημαντικό να μην πεις κάτι το οποίο δεν ήταν σωστό… Επίσης ήταν πάρα πολλά τα καθημερινά γεγονότα και έπρεπε να φιλτράρεις μεγάλο όγκο πληροφοριών με πολύ ευαίσθητο περιεχόμενο. Και πλέον οι ειδήσεις είναι τόσο άμεσες. Γράφεις κάτι στο τουίτερ και φεύγει αμέσως σε τόσους χιλιάδες ανθρώπους -χαμός!» Ας σημειωθεί ότι ως ονομασία στα κοινωνικά δίκτυα διατηρεί το elbarbie, το μέιλ της από την πρώτη λυκείου.
Όπως παρατηρεί και η Βικτώρια: «Εγώ σκέφτομαι τις αντοχές μας. Τώρα δεν κοιμάμαι ένα οχτάωρο και ζορίζομαι και για έξι μήνες κοιμόμασταν κατά μέσο όρο τρεισήμισι ώρες και μετά με το βιβλίο ακόμη χειρότερα… Με το κινητό συνέχεια, δεν ησυχάζεις, η τηλεόραση δεν κλείνει ποτέ, τα σάιτ χρειάζονται συνεχή ενημέρωση και στην αμερικάνικη WSJ έμεναν ξύπνιοι όλο το βράδυ. Οι διαφορές ώρας δεν έχουν σημασία με το online, εκεί θα πήγαινε πρώτα. H Ελένη με την Καθημερινή έστελνε στις πέντε το πρωί και πάντα κάποιος περίμενε»
Βέβαια το ότι βρέθηκαν στο μεγαλύτερο δημοσιογραφικό hub του κόσμου μετά τη Ουάσινγκτον (όπου όλα τα Μέσα στέλνουν τους καλύτερους δημοσιογράφους τους) αποτέλεσε για εκείνες ανεπανάληπτη εμπειρία. Η συνεργασία τους παρέμεινε πάντα αγαστή, απρόσκοπτη, παραγωγική. «Εγώ έπρεπε να τα περιγράφω καρέ καρέ αλλά η Βικτώρια έπρεπε να εξηγήσει, να αναλύσει περισσότερο τι συνέβαινε στην Ελλάδα οπότε συνδυαζόμασταν» παρατηρεί η Ελένη με τον γλαφυρό της τρόπο.
Το βιβλίο γραφόταν επί τρία χρόνια με διαφορετικές εντάσεις αφού ταυτόχρονα εργάζονταν. Τον τελευταίο χρόνο πριν από την έκδοση του βιβλίου τους τον Ιούνιο του 2019 «δεν πήραμε διακοπές ένα σαββατοκύριακο, ένα καλοκαίρι, Πάσχα ή Χριστούγεννα. Και από τον Ιανουάριο του 2019 ήταν το απόλυτο δράμα: ούτε ένα βράδυ δεν σταματήσαμε. Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά πήγαινε η μία στο σπίτι της άλλης και δουλεύαμε ως τη μία, δύο, τρεις το πρωί».
Από τις ωραιότερες στιγμές: «Το συναίσθημα ότι βρήκαμε κάτι καινούργιο, κάτι που δεν έχει δει κανείς άλλος, ήταν συγκλονιστικό».
Με θετικό γυναικείο πρότυπο
Ο κορονοϊός ανέκοψε προσώρας την ορμή τους. Η Βικτώρια αναλογίζεται την επιστροφή της στις Βρυξέλλες και σκέφτεται μήπως η διαμονή της εκεί διέγραψε ήδη έναν κύκλο. Υπογραμμίζει τη σημασία της ευελιξίας στην εργασία τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες αφού τα καθήκοντά της στον Bloomberg καλύπτονται πλήρως και από την Αθήνα ενώ όλα τα briefings πραγματοποιούνται μέσω zoom.
Αμφότερες εφόρμησαν στον επαγγελματικό στίβο με δυνατά πρότυπα. Μητέρα της Βικτώριας, η περίφημη οικονομολόγος, καθηγήτρια στο οικονομικό πανεπιστήμιο (και υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος – 2008-2014) Ελένη Λουρή Δενδρινού. Ο πατέρας της ορθοπεδικός χειρουργός «παθιασμένος με τη δουλειά του. Δεν θυμάμαι διακοπές που να μην έπρεπε να φύγει είτε αυτός είτε όλοι μαζί για κάποιο περιστατικό, αλλά δεν με πείραζε γιατί ήταν πολύ καλός, τον αγαπούσαν όλοι και μου άρεσε αυτό».
Η Ελένη πάλι, γαλουχήθηκε στη γνωστή πολιτική οικογένεια, το μοναδικό κορίτσι και μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά. Είχε μητέρα την ιδιαίτερα ξεχωριστή Σοφία Βαρβιτσιώτη (το γένος Λαναρά), θαυμαστή στην ελληνική κοινωνία. «Οι φίλες της μπορεί να αναρωτιόνταν πώς με αφήνει να κάνω ορισμένα πράγματα, αλλά η ίδια ποτέ δεν με σταμάτησε». Γύρω από το οικογενειακό τραπέζι επέμενε στη σχολαστική ανάλυση όλων των πολιτικών θεμάτων, ακόμη και όταν ο σύζυγός της επιθυμούσε μικρό διάλειμμα. «Μας έβαζε όλους σε αυτό το πνεύμα, ήταν παθιασμένη. Προφανώς αποκτάς πολιτική συνείδηση χωρίς να το καταλάβεις, ένα συνεχές φροντιστήριο». Διόλου τυχαίο ότι αυτό προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο στις γλαφυρές, πολιτικές περιγραφές της.
Άγνωστο όμως το αν θα ακολουθήσει και η ίδια πολιτική καριέρα. Προς το παρόν, η συζήτηση στρέφεται στο πόσο εμποτισμένη με σεξιστικές προκαταλήψεις παραμένει η ελληνική κοινωνία: «Στις Βρυξέλλες ουδείς διανοείται να συζητήσει για τα τακούνια της Νοτοπούλου. Ας πούμε όλη η συζήτηση γύρω από τη Σακελλαροπούλου και το γεγονός ότι μία γυναίκα έγινε πρόεδρος. Έγινε πρόεδρος όχι επειδή είναι γυναίκα αλλά επειδή είναι άξια. Επίσης αυτό το “νέες κοπέλες έγραψαν βιβλίο” ακούγεται μόνο στην Ελλάδα, δεν υπάρχει στις Βρυξέλλες. Μιλάμε για δύο συγγραφείς» καταλήγει η Ελένη.
Διαβάστε επίσης:
Αλεξία Μπρη: Υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι αντίληψης της ομορφιάς όσο και άνθρωποι στη γη
Κατερίνα Τοπούζογλου: Η γοργόνα της #allforblue που έβγαλε από τη θάλασσα 204 τόνους απορριμμάτων
Έφη Αχτσιόγλου: O σεξισμός είναι πολύ πιο ωμός εκεί που η θέση δεν είναι από μόνη της «προνομιούχα»
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση