Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Μαθαίνω Διατροφή πρόκειται να δράσει ως καταπέλτης στο πρόβλημα της παχυσαρκίας, τη μάστιγα της σύγχρονης εποχής.
Με εταίρους τις Όλγα Κουνάρη, Χαριτίνη Κωλέτση, Αλίκη Λαμπροπούλου, Μαλού Λαρσινού, Μαρία Μανιάτη, Κάλλη Πολέμη –δραστήριοι, κοινωνικά ευαίσθητοι πολίτες και επίτιμο μέλος την Αλεξάνδρα Οικονόμου.
Η Όλγα Κουνάρη και η Κάλλη Πολέμη, υπεύθυνες για τον επιστημονικό σχεδιασμό των προγραμμάτων από την πλευρά της διατροφής και της ψυχολογίας αντιστοίχως, περιέγραψαν τις κύριες παραμέτρους της δράσης τους γύρω από αυτό το τόσο σύνθετο, ανθρωποκεντρικό θέμα.
Ίσως το κεφάλαιο παχυσαρκία να μην ανάβει κόκκινα λαμπάκια (όπως η αναπάντεχη παιδική αρρώστια που αφορά μικρότερο αριθμό ανθρώπων αλλά εύκολα συγκεντρώνει την ευαισθητοποίηση του κόσμου), να μην φαντάζει αρκετά αβανταδόρικη. Αποτελεί ωστόσο την πιο ευρεία, υφέρπουσα απειλή στην ελληνική κοινωνία.
Πεθαίνουν άνθρωποι (περισσότεροι από όσοι με όπλα). Τα νούμερα αποτυπώνουν ζοφερή εικόνα για το λίκνο της μεσογειακής διατροφής: το 50% του πληθυσμού στην περιφέρεια (στην Κρήτη και στη βόρεια Ελλάδα) πάσχει από παχυσαρκία. Τα τελευταία δέκα χρόνια, με ένα 40% στα παιδιά και 70% στους ενήλικες επιτρέπει τον χαρακτηρισμό «επιδημία».
Πώς ξεκινάει η Μαθαίνω διατροφή: «Πώς φτάσαμε ως εδώ;»
«Ενώ στις ΗΠΑ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα νούμερα αυτά έχουν σταθεροποιηθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν κάνει πίσω, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν προγράμματα πρόσληψης και η παχυσαρκία έχει αφεθεί ανεξέλεγκτη να εξελίσσεται», εξηγεί η Όλγα Κουνάρη (κλινική διαιτολόγος – διατροφολόγος από την Αμερικανική ακαδημία διατροφής και διαιτολογίας με εξειδίκευση στη διαχείριση βάρους για παιδιά, εφήβους και ενήλικες).
«Διερευνήσαμε ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους φτάσαμε ως εδώ. Ήρθαμε σε επαφή με γονείς, εκπαιδευτικούς, διευθυντές φορέων, γιατρούς, τη Σχολή δημόσιας υγείας ώστε να καταλάβουμε εις βάθος πώς φτάσαμε ως εδώ και να προτείνουμε λύσεις εφικτές και ρεαλιστικές» εξηγεί η Όλγα Κουνάρη. «Διότι αν δεν φτάσεις στον άνθρωπο από τον οποίο θα ζητήσεις την αλλαγή, μπορεί αυτό που έχει προτείνεις να στέκει στα χαρτιά ωστόσο στην πράξη χωλαίνει» καταλήγει έχοντας εμπειρία και από την πανεπιστημιακή κλινική του NYU όπου εργάστηκε.
Οι έρευνές τους τελικά συμφώνησαν με τα ευρήματα του Ινστιτούτου Μακίνζι (Mackinsey Global Institute) από την παγκόσμια ανασκόπηση του 2017 καταγράφοντας ως πιο αποτελεσματική λύση την παρέμβαση σε εκπαιδευτικούς φορείς και καμπάνιες ευαισθητοποίησης.
Με αυτή τη λογική ιδρύεται η Μαθαίνω Διατροφή το 2015: Επικεντρώνεται στην εκπαίδευση του πληθυσμού, στη μύησή του στις κατάλληλες διατροφικές συνήθειες. Αγκαλιάζοντας όλες τις βαθμίδες και τους επίσημους φορείς (δηλαδή το σχολείο) που επηρεάζουν τον τελικό αποδέκτη, τον ίδιο τον άνθρωπο. Ξεκινώντας από το παιδί στην προσχολική ηλικία (διότι από εκεί ξεκινούν όλα) μέχρι την εφηβεία, φτάνοντας ως τον ενήλικα.
Ας σημειωθεί ότι εκ συστάσεώς της η Μαθαίνω Διατροφή στηρίχθηκε μόνο σε χορηγίες ιδιωτών και ποτέ στη βιομηχανία τροφίμων όπως παρόμοιοι οργανισμοί (με τη σύγκρουση συμφερόντων να προκαλεί αμφιβολίες για τα αγνά τους κίνητρα).
Το έργο τους δεν πρόκειται να λειτουργήσει πυροσβεστικά, με αστραπιαία αποτελέσματα που σβήνουν μόλις τα φώτα στραφούν αλλού. Λειτουργεί συν τω χρόνω με βαθμιαία αλλαγή στην εκπαίδευση, στην διαπαιδαγώγηση και το parenting (μέσα στην καρδιά της οικογένειας, δηλαδή) με την ελπίδα ότι παρεισδύοντας στην κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας, θα ανατρέψουν την ανησυχητική πορεία με οριστικό τρόπο.
«Και τα παιδιά μας όπως εμείς θυμόμαστε τους καθηγητές να καπνίζουν ίσως γελάνε με αυτά που παλεύαμε εμείς να αφαιρέσουμε από τις καντίνες», επισημαίνει η Κάλλη Πολέμη (Σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια, νομικός, Fulbright Scholar). «Η εκπαίδευση σε αυτή τη χώρα δεν έχει την αξία που της αρμόζει. Εμείς παρεμβαίνουμε με γνώμονα την επόμενη γενιά και με αίσθηση καθήκοντος, για να είναι πιο υγιής».
Αμφότερες έχουν ολοκληρώσει λαμπρές σπουδές στο NYU της Αμερικής, μεταξύ άλλων.
Παρέμβαση σε κάθε ηλικία
Μέσω του δικτύου Little Spoons (μικρά κουτάλια), έχουν συνάψει συνεργασίες με δημόσια και ιδιωτικά σχολεία σε όλη την επικράτεια.
Παρεμβαίνουν σε όλες τις σχολικές βαθμίδες με παιχνίδια και δράσεις. Πραγματοποιούνται μέσα στα τμήματα από εκπαιδευμένες παιδαγωγούς (παρουσία της Όλγας και της Κάλλης) καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου με διαβάθμιση πολυπλοκότητας ανάλογα με την ηλικία των παιδιών και ειδικά όταν αλλάζουν βαθμίδα (στην τρίτη και μετά στην πέμπτη δημοτικού).
Τα πρώτα χρόνια (δύο ως έξι), το παιχνίδι που εφαρμόζουν στην τάξη στοχεύει κυρίως στην εξοικείωση με τις φυσικές γεύσεις. «Μερικές φορές στο τέλος, μας λένε “‘Εχετε ένα καρότο; Πείνασα”». Στην έκτη το παιχνίδι τους προτρέπει να γίνουν έξυπνοι καταναλωτές για να μην τους κοροϊδεύει η βιομηχανία τροφίμων, πράγμα που τα συναρπάζει.
Παρομοίως με τα παιχνίδια στο σχολείο, τα σεμινάρια εκπαιδευτικών ή οι ομάδες ενηλίκων (απευθύνονται στο ευάλωτο κοινωνικό σύνολο) που ευρέως πραγματοποιεί η Μαθαίνω Διατροφή, δεν νουθετούν, δεν σηκώνουν το φρύδι, δεν λειτουργούν ως κατήχηση. Για τις ομάδες πραγματοποιούνται ειδικές προσκλήσεις (calls) με συγκεκριμένα κριτήρια και υπάρχει πάντα λίστα αναμονής. Για τους εκπαιδευτικούς δημιουργήθηκε και η πλατφόρμα e-learning σε περίπτωση που δεν έχουν χρόνο να ακολουθήσουν τα σεμινάρια στο σχολείο. Σύμφωνα με τη Δημόσια Σχολή υγείας του Χάρβαρντ, η παρέμβαση στο σχολείο έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, καθώς το προσωπικό και η «πελατεία» ανανεώνεται αέναα.
Το μοντέλο τους ακολουθεί τη φιλοσοφία της αμερικανίδας διατροφολόγου και ψυχοθεραπεύτριας Έλεν Σάτερ «ότι τα παιδιά πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν αν πεινάνε ή αν χόρτασαν», την οποία ακολουθούν η Αμερικανική παιδιατρική ακαδημία, η Αμερικανική Ακαδημία διατροφής και διαιτολογίας και εν ολίγοις αποτελεί επί του παρόντος την κρατούσα άποψη της επιστήμης.
Παιχνίδια εξουσίας
Η διαβάθμιση έχει τεράστια σημασία. Γιατί τα παιδιά επιλέγουν σταθερά το τζανκ από την πιο ήπια, φυσική γεύση; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, το ζήτημα παραμένει εξαιρετικά πολυπαραγοντικό. Η προσέγγιση στο Μαθαίνω Διατροφή διατηρεί ολιστικό χαρακτήρα.
«Διότι σίγουρα μας απασχολούν οι συνήθειες και το ακραιφνώς διατροφικό κομμάτι όμως υπάρχει και ένα τεράστιο ψυχολογικό υπόβαθρο σε όλα αυτά», εξηγεί η Κάλλη Πολέμη. Παίζει κρίσιμο ρόλο η διαπαιδαγώγηση, το parenting.
Στις μικρές ηλικίες το πρόβλημα εκφράζεται με την ανησυχία ότι τα παιδιά τρώνε πολύ ή λίγο φαγητό. Η διατροφή αποτελεί μοχλό ελέγχου με έμμεσο τρόπο, τιμωρίες που παίζουν με το βασικό ένστικτο του ανθρώπου: αν εγώ δεν θέλω να φάω, ποιος θα μου το πει;.
Το σκηνικό γυρίζει ανάποδα προς το τέλος του δημοτικού: εκεί ανοίγει η όρεξη, τα παιδιά τρώνε πολύ και αν δεν έχουν μάθει να τρώνε φυσικές τροφές αυξάνεται το βάρος τους και αρχίζει το αντίστροφο μπούλινγκ: μην φας άλλο, πώς είσαι έτσι, κουνήσου από τη θέση του, κάνε κάτι για τον εαυτό σου.
«Εκεί λοιπόν παρατηρούμε διατροφικές διαταραχές όλο και νωρίτερα», παρατηρεί η ίδια. «Και δεν αφορούν μόνο κορίτσια αλλά και το 13% των αγοριών πλέον. Πολλές περιπτώσεις υφέρπουν ως υποκλινικές, εμφανίζονται ας πούμε ως υπερβολική εμμονή στην άσκηση σε τέτοιο βαθμό που θεωρείται ανθυγιεινή ενώ το ίδιο αγόρι τρώει σχετικά φυσιολογικά –περιορισμένα, όμως, με προσήλωση στη δίαιτα και πολύ άγχος. Εκεί ερχόμαστε εμείς και προσπαθούμε όλα αυτά να τα προλάβουμε από την παιδική ηλικία».
Η διατροφική εκπαίδευση πραγματοποιείται με τρόπο που επιτρέπει την κριτική σκέψη και την αυτορρύθμιση που χάνεται «καθώς ως παιδιά πιεζόμαστε να φάμε ή να μην φάμε. Διότι με τον ίδιο τρόπο που παρατηρούμε ότι χειριστικά ένας γονέας χρησιμοποιεί το διάβασμα, τα χρήματα, το τάμπλετ, παρομοίως χρησιμοποιεί και το φαγητό. Και αντί ένα παιδί να αφήνεται ελεύθερο να σκεφτεί πεινάω ή χόρτασα και να εμπιστεύεται το σώμα του ώστε να μπορεί να ρυθμιστεί ως ενήλικας και να πει τώρα εγώ γιατί τρώω, πεινάω, δεν μπορεί να το πει διότι έχει μάθει κάποιον άλλον να ρυθμίζει αν πεινάει ή αν χόρτασε. Στη μία περίπτωση λέει φάε να ψηλώσεις και στην άλλη μην φας θα παχύνεις, για να το θέσουμε πολύ απλά και εκλαϊκευμένα», καταλήγει η ίδια. Και έτσι εδραιώνεται στην ενήλικη ζωή το ανεξέλεγκτο, συναισθηματικό φαγητό.
Πρόγραμμα, με εμπιστοσύνη
Εν προκειμένω υπάρχει κίνδυνος να αντιτείνει κανείς αν ένα παχύσαρκο παιδί επιτρέπεται να τρώει όσο θέλει;
«Από αυτά όμως που υπάρχουν στο τραπέζι», διευκρινίζει η Κάλλη. Ενώ η Όλγα θα προσθέσει: «για μένα το πρόγραμμα είναι το πιο σημαντικό από όλα, διότι μέσα από τον προγραμματισμό και την εμπιστοσύνη που διατηρώ για σένα, και εσύ στον εαυτό σου, μπορείς να ξαναδείς τα μηνύματα της αυτορύθμισης».
Ως ψυχοθεραπεύτρια, η Κάλλη θεωρεί τη συμπεριφορά του ενηλίκου καταλυτική στην ευρύτερη θεραπεία του περιβάλλοντος της ανθυγιεινής διατροφής. «Είναι αποκλειστικά υπεύθυνος να ορίσει με ποιο πρόγραμμα θα φάμε και να το κρατήσει, γιατί αν έχω πρόγραμμα δεν θα πεινάω όταν φτάσω στο τραπέζι. Δεν τσιμπολογάω, δεν τρώω οποτεδήποτε. Άρα ο ενήλικας κανονίζει το πότε το τι και το που. Τρώμε σε ένα τραπέζι, κοιτιόμαστε, μιλάμε, δεν τρώμε όρθιοι, δεν τρώμε στο αυτοκίνητο, ζούμε την εμπειρία δεσίματος μέσω του φαγητού. Αν επιλέξω μεσογειακή ή οποιαδήποτε υγιεινή διατροφή, δεν έχω ανησυχία ως ενήλικας γιατί το παιδί συν τω χρόνω και απούσης της πιέσεως και των προσβολών ανάλογα με την περίπτωση, το παιδί είναι επιστημονικά βέβαιο ότι θα εξασφαλίσει υγιή σχέση με το φαγητό για όλη του τη ζωή».
Πληροφορίες:
Η Μαθαίνω Διατροφή ανοίγεται σε νέα μέλη με μία εναρκτήρια εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στην γκαλερί Δύο Χωριά στο Ψυχικό την Τρίτη 7 Απριλίου 2020.
Περισσότερες λεπτομέρειες στο https://mathainodiatrofi.org/
photo credits: Δώρα Δημητρίου