«Project Fix». Όνειρα και εφιάλτες σε ένα βιβλίο
Πολλά χρόνια πίσω, στο «πράσινο» λεωφορείο του Πειραιά που ανεβαίνει την Συγγρού, ένα παιδί ανάμεσα στους άλλους επιβάτες κοιτάζει έκθαμβο μια εικόνα που σχίζει τη νύχτα. Ένα ολόφωτο κτήριο, που μοιάζει να ταξιδεύει κι αυτό μαζί τους, αποτυπώνεται στο μυαλό του. Και, μέσα από τις τεράστιες τζαμαρίες του, φευγαλέες φιγούρες κινούνται μεθοδικά σ΄ ένα άγνωστο και παράξενο για τα παιδικά μάτια σκηνικό.
Η Καλλιόπη Κοντόζογλου δεν ήξερε ακόμη τότε ότι θα ερχόταν στο μέλλον η στιγμή, που αυτό το κτήριο θα διεκδικούσε ένα σημαντικό μέρος από την ζωή της. Δώδεκα χρόνια για την ακρίβεια. Όσα χρειάστηκαν για να μετατραπεί αυτή η παιδική εικόνα σε όνειρο και εφιάλτη μαζί.
Γιατί και τα δύο συνυπήρξαν στο διάστημα που διήρκεσε ο αγώνας για τον μετασχηματισμό του κτηρίου Φιξ από ένα ερείπιο, κατεδαφισμένο κατά το ήμισυ -όπως το «παρέλαβε» η ίδια- σε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. «Επένδυσα πολύ χρόνο από τη ζωή μου σ’ αυτό, είναι το πιο μεγάλο έργο που έχω κάνει στην Ελλάδα», λέει σήμερα η ίδια.
Αρχιτέκτονας με σημαντικό και βραβευμένο έργο στη Βρετανία, με γραφείο στην Αθήνα από το 1989 και με συνεχή διδασκαλία σε ξένα πανεπιστήμια, η Καλλιόπη Κοντόζογλου εστιάζει κυρίως το ενδιαφέρον της στη σχέση μοντέρνας τέχνης και αρχιτεκτονικής.
Ό,τι ακριβώς απαιτούσε το Φιξ για να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο. Με την επιπλέον πρόκληση της επέμβασης σε ένα έργο του σπουδαίου αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, στο οποίο η διατήρηση της δικής του οπτικής θα έπρεπε να συνδυαστεί με τις σύγχρονες παρεμβάσεις, αισθητικές και τεχνικές, για την νέα του χρήση.
«Ουσιαστικά, όμως, αυτό είχε προαναγγελθεί από τον Ζενέτο πριν από αρκετές δεκαετίες, όταν έλεγε ότι με τη μεταφορά των εργοστασιακών λειτουργιών έξω από την Aθήνα, το κτήριο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση πολιτιστικών χρήσεων», όπως επισημαίνει η ίδια.
Έχοντας κάνει βαθιά έρευνα στα αρχεία κάθε είδους, όχι μόνον τα αρχιτεκτονικά, αλλά και ιστορικά και κοινωνικά, έχοντας συγκεντρώσει μαρτυρίες ανθρώπων, αλλά κυρίως τις προσωπικές της καταγραφές και μελέτες, η Καλλιόπη Κοντόζογλου μία μόνο επιλογή είχε, μετά από την ολοκλήρωση του έργου της. Την δημοσιοποίησή τους.
Έτσι, το «Project Fix. Αναβιώνοντας το Μέλλον», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός, είναι η ιστορία του Φιξ – Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, όπως θα ήθελε να την διαβάσει οποιοσδήποτε παρακολούθησε από κοντά -ή και από μακριά- την περιπέτεια του κτηρίου, μαζί και των ανθρώπων, που δούλεψαν γι’ αυτό.
Σφαιρική, λεπτομερής, αποκαλυπτική πληροφόρηση για τον αναγνώστη, λύτρωση για εκείνην: «Αυτό το βιβλίο ήταν καθαρτήριο για μένα. Γιατί πολλά στοιχεία που αγγίζει συνήθως λείπουν από την αρχιτεκτονική λογοτεχνία, όπως τα ανέκδοτα, τα προβλήματα και οι πίκρες, τα εμπόδια και οι συμβιβασμοί, που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί κάτι», όπως λέει.
«Ελπίζω έτσι, ότι θα είναι χρήσιμο για τους νέους αρχιτέκτονες, καθώς αποτελεί μια αληθινή αφήγηση για το τι είναι ένα πρότζεκτ. Δεν κρύβει κάτω από γυαλιστερές φωτογραφίες τον ιδρώτα, τον πόνο της πλάτης και τα δάκρυα που συνοδεύουν την άσκηση της αρχιτεκτονικής»…
Μεταξύ άλλων και για την ιστορία, ας αναφερθεί ότι, στο διάστημα αυτών των δώδεκα χρόνων που καλύπτονται από το βιβλίο, άλλαξαν επτά κυβερνήσεις, με πολύ περισσότερους υπουργούς Πολιτισμού, μαζί και διοικητικά συμβούλια του ΕΜΣΤ. Ενώ οι τεράστιες καθυστερήσεις και παλινωδίες συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το μουσείο να ανοίξει -όπως κι αν έγινε αυτό- μόλις τον Φεβρουάριο του 2020, για να ξανακλείσει σχεδόν αμέσως, λόγω των μέτρων για τον κορονοϊό.
Το κρυμμένο μυστικό
Ο διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός από τον οποίο αναδείχθηκε η ομάδα που εκπροσωπούσε το αρχιτεκτονικό μελετητικό σχήμα 3SK – Τ. Ronalds – Ι. Μουζάκης με την Καλλιόπη Κοντόζογλου ως υπεύθυνη αρχιτέκτονα έγινε το 2001, αλλά η ιστορία αρχίζει φυσικά από πολύ πριν. Από την εγκατάσταση, το 1893, της ζυθοποιίας Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού, δίπλα στον Ιλισό ποταμό, στα περίχωρα τότε της πόλης.
Έκτοτε, η εξέλιξη της εταιρείας ήταν, όπως είναι γνωστό, μεγάλη, αφού η ονομασία Φιξ έγινε στην Ελλάδα συνώνυμη με την μπύρα, αλλά και το κτήριο μεγάλωσε με πολλές επεκτάσεις. Ως το 1957, που ανατέθηκε στον Τάκη Ζενέτο (1926- 1977) η τελευταία προσθήκη και η ανακαίνιση ολόκληρου του εργοστασίου. Παραδόθηκε το 1961, αποκαλύπτοντας στην κοινή θέα τον ισόγειο χώρο παραγωγής κατά μήκος της Συγγρού, μέσω μιας τεράστιας τζαμαρίας.
«Όταν παραλάβαμε το υλικό της προκήρυξης του διαγωνισμού, ανακαλύψαμε το κρυμμένο μυστικό του Φιξ. Γιατί το κτήριο δεν ήταν ενιαίο, αλλά μια συρραφή από πολλά διαφορετικά, καλυμμένα όλα με την ίδια όψη», λέει η αρχιτέκτονας.
«Ειδικά η πλευρά της Καλλιρόης δεν ήταν δικό του δημιούργημα, εκείνος απλώς την επέκτεινε καθ’ ύψος και κατά μήκος. Άλλωστε, ακόμη και τότε δεν υπήρχε ο σημερινός δρόμος και έτσι το κτήριο έβλεπε προς τον ποταμό Ιλισό. Εκεί έφθαναν τα φορτηγά με την όπισθεν για να φορτώσουν τα βαρέλια με την μπύρα και γι’ αυτό το δάπεδο του ισογείου ήταν υπερυψωμένο σε σχέση με το δρόμο, ώστε να διευκολύνεται η καρότσα του αυτοκινήτου».
Η επέμβαση του Ζενέτου, δηλαδή, είχε δώσει μια ενοποιημένη μορφή σε όλες αυτές τις κατά καιρούς προσθήκες και ταυτόχρονα, όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής, κ. Ηλίας Ζέγγελης, «ενίσχυσε τη γραμμικότητα του κύριου άξονα της Αθήνας, που είναι η λεωφόρος Συγγρού προς τη θάλασσα. Και το αποτέλεσμα ήταν μια αβίαστη αρχιτεκτονική, που δεν ήταν ούτε γυαλιστερή, ούτε επιδεικτική, ούτε η συνήθης «μετατροπή», όπου το παλαιό και το νέο διατηρούνται ξεχωριστά: ήταν μια ήρεμη και τολμηρή αρχιτεκτονική, χωρίς μιμητές».
Η κατεδάφιση
Παρ’ όλα αυτά, το 1994 και αφού το εργοστάσιο είχε κλείσει από το 1982, ένα μεγάλο μέρος του κτηρίου κατεδαφίζεται (σε μήκος 100 μέτρων!) από την Αττικό Μετρό, στην οποία έχει περιέλθει, με σκοπό τη δημιουργία νέου σταθμού.
Οι διαδικασίες γίνονται γρήγορα, οι διαμαρτυρίες δεν έχουν αποτέλεσμα και, μόλις τον επόμενο χρόνο μετά την κατεδάφιση, κηρύσσεται διατηρητέο το υπόλοιπο του κτηρίου, μόνο ως προς τις δύο όψεις που είχε σχεδιάσει ο Ζενέτος: προς τη Συγγρού και τη Φραντζή.
Εμβληματική η ομιλία του αρχαιολόγου κ. Ισίδωρου Κακούρη το 1995, προϊσταμένου τότε του Τμήματος Βυζαντινών Μουσείων του ΥΠΠΟ, προκειμένου να τεκμηριώσει στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων την εισήγησή του για την κήρυξη του Φιξ: «Πρόκληση ερεθιστική όσο και ασεβής. Ο Ζενέτος την αποδέχθηκε με ευφυΐα, ίσως και έπαρση. Το εκτός αθηναϊκού μέτρου οικοδόμημα πήρε τη μορφή ενός μεγάλου καραβιού, που εισχώρησε στον Ιλισό και ήρθε να αράξει απαλά στην είσοδο της πόλης. Η μεγαλοπρέπεια και η βαρύτητα των κάθετων στοιχείων της ελληνικής αρχιτεκτονικής αντικαταστάθηκε με τη σβελτάδα των οριζόντιων συνεχών ανοιγμάτων. Η προσφυγή στον οριζόντιο άξονα, αντί των καθέτων, υπήρξε ευφυής λύση. Πρωτότυπες και ίσως ανεπανάληπτες λύσεις, όχι μόνον αρχιτεκτονικές, αλλά και κατασκευαστικές, για την επίτευξη του φανταστικού αποτελέσματος».
-Γιατί έχει τόση σημασία η τοπογραφία του κτηρίου, κυρία Κοντόζολου;
– Η έννοια του τόπου είναι εξίσου σημαντική, είτε δημιουργεί κανείς στην Ελλάδα, είτε στο διάστημα. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τη μεταφυσική, αλλά με απλά, καθημερινά πράγματα, που πηγάζουν από την ύπαρξη του ανθρώπου. Γιατί ο τόπος είναι το βασικό κομμάτι της κουλτούρας ενός λαού. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τόπος, η λεωφόρος Συγγρού, χαραγμένη από το 1876-78 από τον καθηγητή Τοπογραφίας του Πολυτεχνείου, Ιωάννη Γενίσαρλη -κατασκευάσθηκε με δωρεά της κόρης του Συγγρού- βρισκόταν τότε στα όρια της πόλης, αλλά σήμερα πλέον ασφυκτικά στο κέντρο της. Τώρα, λοιπόν, το κτήριο με την νέα του όψη αποκαλύπτει ξανά την ξεχασμένη τοπογραφία των Αθηνών.
-Ποια είναι επομένως η αρχιτεκτονική λύση που δώσατε γι΄ αυτό το κτήριο με τις ιδιαιτερότητές του;
– Το ΕΜΣΤ έρχεται να κατοικήσει ένα μνημειώδες κτήριο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Ο διαγωνισμός, όμως, ζητούσε να διατηρήσουμε τις δύο όψεις, οι οποίες είχαν κριθεί διατηρητέες. Για τις άλλες δύο, κυρίως αυτήν της Καλλιρρόης, όπου έχουμε την είσοδο, θελήσαμε να δημιουργήσουμε μία καινούργια όψη, ώστε να φανεί ότι το κτήριο αλλάζει χρήση. Και θέλαμε ακόμη να θυμίσουμε τον Ιλισό, αυτόν τον χαμένο ποταμό της Αθήνας, ο οποίος έχει ξεχαστεί και οι νέες γενιές δεν ξέρουν καν ότι υπάρχει κάτω από την άσφαλτο.
Μιλώντας, λοιπόν, για μία τοπογραφία που δεν υπάρχει πια, δημιουργήσαμε μία υποθετική «τομή» του Ιλισού με το νερό και την κοίτη του. Η πλευρά αυτή του μουσείου ντύθηκε με πλάκες μαρμάρου, ενώ στο κάτω μέρος της, στο επίπεδο του ισογείου, υπάρχει ένας τοίχος από μπετόν που «δακρύζει», όπως το λέω. Δηλαδή μια επιφάνεια λείου, εμφανούς, προκατασκευασμένου μπετόν με κατακόρυφα αυλάκια στον ρυθμό ενός barcode, που λέει ΕΜΣΤ. Μέσα σ΄αυτά κυλά το νερό, που συγκεντρώνεται σε ένα συλλεκτήριο κανάλι.
-Η κόκκινη είσοδος πώς προέκυψε;
-Ήθελα να τονίσω την είσοδο και η ιδέα μου ήταν να μοιάζει με γυναικεία χείλη, βαμμένα με κραγιόν. Κόκκινη θα ήταν, σύμφωνα με την μελέτη και η δεύτερη είσοδος προς την πλευρά του μετρό, που προορίζεται για ΑμεΑ, γκρουπ και άλλους επισκέπτες. Δεν ξέρω, όμως, γιατί δεν έγινε. Το κτίριο, πάντως, έχει άλλες τρεις εισόδους: για τα έργα τέχνης, για το προσωπικό και μία για το εστιατόριο στον 4ο όροφο, όταν δεν λειτουργεί το μουσείο.
Μία «πλατεία»
«Το κτήριο του Φιξ σήμερα πλέει σε μια θάλασσα αυτοκινήτων», λέει η κυρία Κοντόζογλου. Μια και το μουσείο στερείται, λοιπόν, δημόσιου χώρου εξωτερικά, προσφέρθηκε ένας νέος δημόσιος χώρος, εσωτερικά. Αμέσως από την είσοδο, έτσι, ο επισκέπτης μπαίνει στο φουαγιέ, έναν μεγάλο διαμπερή χώρο, που ενώνει οπτικά την Καλλιρόης με την Συγγρού. Είναι η λεγόμενη «πλατεία».
«Το μουσείο είναι ένα κουτί, μια κιβωτός, που διαφυλάττει τη συλλογική μας μνήμη», όπως λέει η αρχιτέκτονας. «Αποτελείται από τις εκθέσεις και τα εργαστήρια, αρχεία και γραφεία, που χωρίζονται μεταξύ τους από τους χώρους κυκλοφορίας του κοινού, ενώ οι μη εκθεσιακοί, δημόσιοι χώροι μοιράζονται στο ισόγειο και στο δώμα. Οι όψεις του Ζενέτου στην Συγγρού και στην Φραντζή αντιμετωπίζονται ως κατακόρυφα αρχαιολογικά ευρήματα. Και, καθώς ανεβαίνει κανείς από επίπεδο σε επίπεδο, έχει τη δυνατότητα είτε να μπει στις αίθουσες των εκθέσεων της μόνιμης συλλογής, είτε να περιηγηθεί στους διαδρόμους της «σκαλωσιάς» που εφάπτεται της όψης. Ο χώρος είναι λουσμένος από φυσικό φως, που μπαίνει μέσα από τις τζαμαρίες, αλλά και από τη γυάλινη οροφή του, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα βατό δώμα. Ουσιαστικά, το μουσείο ξαναδίνει στην πόλη αυτό που πήρε: έναν επικών διαστάσεων χώρο, με ύψος σχεδόν 30 μέτρα».
-Έγιναν όλα όπως είχαν σχεδιαστεί;
-Όχι. Η αρχική ιδέα για την όψη της Καλλιρόης ήταν να είναι όλη από μπετόν, ένας τεράστιος όγκος δηλαδή, που να αιωρείται πάνω από έναν καταρράκτη. Δεν θεωρήθηκε ασφαλές, όμως, και δεν έγινε. Βλέπετε, το κτίριο έπρεπε να σχεδιαστεί για να αντέξει 100 χρόνια! Εν τέλει, όμως, θεωρώ ότι αυτό το ανάγλυφο που προέκυψε θα παλιώσει με το χρόνο, θα έχει διάφορες επικαθήσεις από σκόνη και χώμα, ακόμη και κουτσουλιές από τα πουλιά και μπορεί, σταδιακά, μετά από πολλά χρόνια, να μοιάζει με μια πραγματική πλαγιά. Όπως θα ήταν οι όχθες του Ιλισού.
Στο εσωτερικό, πάντως, «καταστράφηκαν» μεγάλες αίθουσες, που ήταν μοναδικές, όπως στο υπόγειο για παράδειγμα. Αλλά και τα κουφώματα που τοποθετήθηκαν είναι σαφώς υποδεέστερα αισθητικά -ποιοτικά δεν ξέρω- από αυτά που είχαν προδιαγραφεί, με λαβές που προορίζονται για γραφεία κι όχι για μουσεία…
-Υποθετικά μιλώντας, αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι σήμερα, τι θα ήταν αυτό;
-Θα όριζα ως υποχρεωτικό κομμάτι της εργολαβίας τη δημιουργία του κήπου της γλυπτοθήκης στην ταράτσα του κτηρίου, που τώρα είναι άδεια. Για την ταράτσα είχε σχεδιαστεί ένας κήπος με θάμνους, αυτούς που κλαδεύονται σε σχήματα, και ανάμεσά τους θα τοποθετούνταν υπαίθρια γλυπτά.
Με την λογική ότι αυτός ο χώρος θα ήταν δημόσιος, θα μπορούσε δηλαδή να τον επισκεφθεί κανείς ανεξάρτητα από την λειτουργία του μουσείου, υπάρχει άλλωστε και ανεξάρτητο ασανσέρ, για να απολαύσει τη θέα της πόλης.
Τα κτήρια που αντέχουν
Όπως αναφέρει ο Ηλίας Ζέγγελης στο βιβλίο, η «σχεδιασμένη από τον Τάκη Ζενέτο, μια ηγετική προσωπικότητα και τον πιο διεθνή από τους Έλληνες μοντερνιστές αρχιτέκτονες ζυθοποιία Φιξ, ήταν το κτίριο που εδραίωσε το μοντέρνο κίνημα στη σκέψη των Ελλήνων αρχιτεκτόνων».
Φθάνοντας στον 21ο αιώνα, όμως, το κτήριο είχε πλήρως απαξιωθεί, θέτοντας αμφιβολίες για τη διατήρησή του. «Ο μοντερνισμός έχει παραγάγει ορισμένα από τα μεγαλύτερα μονολιθικά κτήρια της εποχής μας. Και σήμερα εμείς, ως αρχιτέκτονες, καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε την κληρονομιά τους, ξαναδίνοντάς τους ζωή», απαντά όμως η κυρία Κοντόζογλου. Δηλώνοντας κατηγορηματικά: «Προσωπικά, είμαι υπέρ της επανάχρησης των κτηρίων, γιατί είναι ένα στοκ επενδεδυμένης αξίας από την κοινωνία, το οποίο δεν πρέπει να το καταστρέφουμε, αλλά να το χρησιμοποιούμε όσο αντέχει. Και τα κτήρια συνήθως αντέχουν για πολύ καιρό. Δυστυχώς, βέβαια, κοστίζει περισσότερο συνήθως η αποκατάσταση από την εξ αρχής οικοδόμηση».
-Αν το έβλεπε το αποτέλεσμα σήμερα ο Ζενέτος, πιστεύετε ότι θα του άρεσε;
-Είναι δύσκολο να το πει κανείς… Και, ξέρετε, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Στο βιβλίο, όμως, έχω την μαρτυρία ενός φίλου, του Δημήτρη Ιωαννίδη, νεαρού αρχιτέκτονα το 1977, που τον είχε συναντήσει στο γραφείο του στην οδό Πινδάρου το βράδυ της 27ης Ιουνίου. Ήταν μερικές ώρες πριν από την μοιραία απόφασή του να πηδήξει από μπαλκόνι στο κενό.
Ο Ζενέτος είχε ένα περίεργο ωράριο, γιατί ξυπνούσε αργά προς το μεσημέρι για να πάει στο γραφείο όπου εργαζόταν, συνήθως ως πολύ αργά τη νύχτα. Κάτι που δυσκόλευε τη δουλειά του, γιατί ο αρχιτέκτονας πρέπει να βρίσκεται από νωρίς στο εργοτάξιο.
Η συνάντησή τους εκείνο το βράδυ ήταν μία από τις πολλές, καθώς συνεργάζονταν για ένα κτήριο στην Κηφισίας. Ο Ιωαννίδης θυμάται ότι έμοιαζε πολύ πιεσμένος και ανέφερε διάφορα οικονομικά προβλήματα. Δυο τρία χρόνια πριν είχε τελειώσει το κυκλικό σχολείο στον Αγ. Δημήτριο, αλλά, όπως έλεγε, ούτε η έρευνα που είχε κάνει, ούτε το κόστος των αρχιτεκτονικών βιβλίων που είχε αγοράσει πληρώθηκαν ποτέ.
«Τα χρήματα της αμοιβής μου ίσα ίσα έφτασαν για να καλύψουν τα έξοδα του γραφείου μου και των συνεργατών μου», του είχε πει. Ο Ιωαννίδης είχε μείνει μαζί του ως τα μεσάνυχτα, γιατί ο Ζενέτος ήθελε παρέα. Έμαθε τα νέα το επόμενο πρωί από την Αστυνομία.
– Έχοντας περάσει από πολλά στάδια εξέλιξης και διαφοροποίησης ως προς τον προορισμό του, ένα σύγχρονο μουσείο σε τι οφείλει να απαντά;
-Πράγματι, το μουσείο είναι ένα σχετικά πρόσφατο δημιούργημα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, αρχίζοντας από τον 18ο – 19ο αιώνα με τον Διαφωτισμό και επιδεχόμενο κοσμολογικές αλλαγές στον 20ό αιώνα, ώσπου να φθάσει σήμερα εντελώς μεταμορφωμένο, να είναι πόλος έλξης και γεννήτρια δραστηριοτήτων των κατοίκων μιας πόλης. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν πόλεις που έγιναν γνωστές από τη στιγμή που απέκτησαν ένα μουσείο. Και το Μπιλμπάο είναι το κλασικό παράδειγμα, με το μουσείο Γκούγκενχαϊμ από τον Φρανκ Γκέρι.
Σήμερα, λοιπόν, ένα μουσείο δεν μπορεί απλώς να είναι «φύλακας» της τέχνης, αλλά θα πρέπει κατ’ αρχάς να είναι, όπως όλα τα δημόσια κτήρια, ένας χώρος ανοιχτός στον κόσμο. Να πηγαίνουν οι άνθρωποι, όχι μόνον για να δουν εκθέσεις, αλλά και για να συναντήσουν φίλους, να πιούν καφέ, να γίνει ένα στέκι δηλαδή.
Και, ταυτόχρονα, να λειτουργεί ως φάρος σε μια περιοχή, να είναι ένα τοπόσημο. Γιατί οι πόλεις διψούν για χώρους δημόσιους, υπαίθριους ή στεγασμένους, και αυτό φαίνεται καθημερινά. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή πρόκειται για μουσείο σύγχρονης τέχνης, έχει έναν επιπλέον ρόλο. Την ανάδειξή της στη χώρα και στο εξωτερικό.
Τα εμπόδια και η επιμονή της Άννας Καφέτση
Πρακτικοί λόγοι, όπως ότι, κατά την έναρξη των εργασιών στο κτήριο, εντοπίσθηκε αμίαντος, που χρειάστηκε χρόνος για να αφαιρεθεί ασφαλώς, εργολαβικοί, αφού η πρώτη εταιρία η οποία είχε επιλεγεί από μειοδοτικό διαγωνισμό κηρύχθηκε έκπτωτη λόγω τεράστιων καθυστερήσεων στο έργο -έτσι χρειάστηκε να γίνει νέος διαγωνισμός- ακόμη και πολιτικοί, καθώς όλες οι κυβερνητικές αλλαγές είχαν επιπτώσεις και στο ΕΜΣΤ, είχαν οδηγήσει στην πολυετή αναμονή ολοκλήρωσης του μουσείου.
-Πότε κινδύνεψε να χαθεί το κτήριο; Αισθανθήκατε καμιά φορά ότι δεν θα γίνει;
-Πολλές φορές. Η πρώτη ήταν νομίζω το 2004, όταν, με την αλλαγή κυβέρνησης, δεν διοριζόταν Διοικητικό Συμβούλιο στο ΕΜΣΤ και δεν προχωρούσε απολύτως τίποτε. Όλοι έλεγαν τότε ότι το έργο θα ακυρωθεί. Η δεύτερη φορά ήταν όταν κέρδισε το διαγωνισμό η πρώτη εταιρεία, η ΒΙΟΤΕΡ, που καθυστέρησε τρομερά το έργο. Παρ’ όλα αυτά, είχα πάντα πίστη ότι τελικά θα γίνει, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι είχα σπαταλήσει τόσα χρόνια της ζωής μου άδικα.
-Όλα αυτά τα χρόνια, βέβαια, σταθερή παρουσία στο ΕΜΣΤ ήταν η ιδρυτική διευθύντριά του, Άννα Καφέτση. Ποιος ήταν ο ρόλος της;
-Πολύ μεγάλος. Αν η πόλη σήμερα απέκτησε ένα δημόσιο κτίριο, το οφείλει στην τότε διευθύντρια του ΕΜΣΤ, Άννα Καφέτση. Εμείς, οι αρχιτέκτονες, γνωρίζουμε πολύ καλά πόση υπομονή και επιμονή χρειάζεται κάθε πρότζεκτ για να πραγματοποιηθεί και πόσο εστιασμένο πρέπει να είναι το βλέμμα στην κεντρική ιδέα, ώστε να μη χαθεί μέσα στον ωκεανό των προβλημάτων που ανακύπτουν.
Η Καφέτση, λοιπόν, ήταν πάντα το αντίβαρο σε όλους όσοι δεν ήθελαν το μουσείο. Και να σημειωθεί ότι η αμφισβήτηση δεν προερχόταν μόνον από τους αδαείς, αλλά συχνά και από το ίδιο το Δ.Σ. του ΕΜΣΤ ή το υπουργείο Πολιτισμού. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο που οφείλεται στην Καφέτση.
Είναι ο προσανατολισμός του νέου μουσείου προς τα έξω, προς τον διεθνή εικαστικό χώρο και όσον αφορά στη συλλογή του, αλλά και όσον αφορά στο πνεύμα των εκθέσεών του. Εν αντιθέσει προς τις φωνές εκείνων που επέμεναν να ομφαλοσκοπούν, θέλοντας να δημιουργηθεί ένας χώρος μόνον για τους ‘Ελληνες καλλιτέχνες.
Η Άννα Καφέτση, λοιπόν, όλα αυτά τα ξεπέρασε με το πάθος και το πείσμα της κι ίσως αυτός ήταν ο λόγος που τελικά την απομάκρυναν από τη θέση της.
Η ταυτότητα της Αθήνας
-Από εκεί ψηλά, στην κορυφή του ΕΜΣΤ, βλέπει κανείς όλους τους λόφους της Αθήνας, την Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό, του Φιλοπάππου και όλα αυτά μέσα και πάνω από μία θάλασσα από μπετόν. Ζούμε στην Αθήνα, την αγαπάμε, αλλά τελικά αυτή είναι η εικόνα που θέλουμε για την πόλη μας;
-Η Αθήνα σαν πόλη έχει χαρακτηριστικά που είναι καταπληκτικά. Κατ’ αρχάς, είναι πολύ ανθρώπινη. Ακόμη και το πράσινο που λέμε διαρκώς ότι λείπει, δεν είναι αλήθεια, αν σκεφτούμε πόσοι μικροί, κρυμμένοι κήποι υπάρχουν μέσα στην πόλη. Επίσης έχει γειτονιές, κάτι που δεν υπάρχει σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, έχει περιοχές με ανάμεικτες χρήσεις, που κατοικούνται όλο το 24ωρο κι αυτό τις καθιστά ασφαλείς, δεν νεκρώνονται τελείως για ώρες.
-Τι απαντάτε σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι η Αθήνα ως πόλη δεν έχει ταυτότητα;
-Εγώ δεν το δέχομαι αυτό. Η πόλη αυτή είναι προικισμένη από τη φύση της. Το γεγονός ότι από το κέντρο χρειάζονται είκοσι λεπτά για να βρεθείς σε παραλία, άλλα είκοσι για να πας σ’ ένα βουνό για να κάνεις περίπατο, είναι κάτι που δεν το έχει καμία άλλη πόλη, ούτε το Παρίσι ούτε το Λονδίνο. Είναι η φυσική τοπογραφία της Αθήνας που το επιτρέπει αυτό. Είναι μια πόλη 4 εκατομμυρίων, που, αν θέλεις, μπορείς να την διασχίσεις από άκρη σε άκρη περπατώντας. Εγώ βάζω τους φοιτητές μου, που έρχονται από την Αυστραλία, να δημιουργούν «τομές» στο λεκανοπέδιο, περπατώντας από το πρωί ως το βράδυ, με διαδρομές από το μοναστήρι της Καισαριανής ως το Αιγάλεω ή από την Κηφισιά ως το Φάληρο. Αυτές οι διαδρομές είναι πραγματικές εμπειρίες, όχι για τα ωραία κτήρια, που μπορεί να συναντήσει κανείς, αλλά για τις διαφορετικές χρήσεις που συνυπάρχουν στο ίδιο μέρος, για τους ανθρώπους και τη ζωή τους στις γειτονιές.
– Παρ’ όλα αυτά, η αθηναϊκή πολυκατοικία, που πλέον έχει γενικευθεί σε όλη την Ελλάδα, έχει στοχοποιηθεί για την αισθητική της, που διαμορφώνει βέβαια την αισθητική όλης της πόλης.
-Η πολυκατοικία, παρ’ ότι έχει κατασκευαστεί από διαφορετικούς εργολάβους, στην πραγματικότητα είναι η ίδια. Κι αυτό είναι καλό τελικά. Φανταστείτε μια μία πόλη όπου κάθε πολυκατοικία θα ήταν μία πριμαντόνα! Θα τρελαινόμασταν. Η πόλη χρειάζεται και αυτόν τον όγκο των ανώνυμων κτηρίων, δεν μπορεί όλα να φωνάζουν «κοιτάξτε με». Επιπλέον, χάρις στον όρο που έχει τεθεί από τους αρχαιολόγους, να μην είναι τα κτήρια ψηλότερα από την Ακρόπολη, επέζησαν τα ίχνη από τους λόφους και διαγράφεται έτσι, ακόμη και σήμερα, το τοπίο στο λεκανοπέδιο.
-Πολλές αντιρρήσεις έχουν εκφραστεί και για τους ουρανοξύστες.
– Τα ψηλά κτίρια δεν είναι από μόνα τους «κακά». Καταντούν να είναι μισητά, όταν ο τρόπος που πατούν στο έδαφος καταστρέφει οποιαδήποτε σχέση τους με το δημόσιο χώρο της πόλης. Όμως, όσον αφορά στο Ελληνικό, πιστεύω ότι εκεί πρέπει να γίνουν ψηλά κτήρια, ουρανοξύστες. Έξω από τον ασφυκτικό κλοιό της λεκάνης, η πόλη έχει σήμερα την ευκαιρία να γεννήσει την μελλοντική Αθήνα. Ποια θα είναι αυτή; Αυτήν την συζήτηση πρέπει να κάνουμε. Είναι μία μοναδική ευκαιρία να οραματιστούμε το μέλλον μας και να τολμήσουμε.