Ήταν μία ζεστή αυγουστιάτικη μέρα του 1938. Κανείς δεν περίμενε ότι ο κόσμος της μόδας θα άλλαζε για πάντα.
Η ιστορία θέλει την άγνωστη ως τότε σχεδιάστρια Κλαιρ Μακαρντέλ να φοράει ένα απλό μάλλινο φόρεμα για να πάει στη δουλειά της, την prêt-à-porter βιοτεχνία Townley Fashions . Το φόρεμα εκείνο, το οποίο είχε σχεδιάσει και ράψει η ίδια, ήταν απλό, πολύ σκέτο για τη μόδα της εποχής. Δεν είχε βάτες, ούτε ήταν μεσάτο.
Όταν την είδε ένας buyer από την Best & Co., ο οποίος ενδιαφερόταν για τη φθινοπωρινή κολεξιόν του Townley, τη ρώτησε γιατί δεν του είχε δείξει καθόλου αυτό που φορούσε. Δεν έδωσε, τελικά, καμία σημασία στα ρούχα της εταιρείας, της ζήτησε να αλλάξει αλλάξει και να του πουλήσει αυτό το τόσο απλό, αλλά καθόλου αδιάφορο σχέδιο. «Γεννήθηκε» έτσι το Monastic Dress, το οποίο μέσα στην πρώτη κιόλας μέρα κυκλοφορίας του πούλησε εκατό κομμάτια.
Ο εργοδότης της Κλαιρ δεν είχε ενθουσιαστεί καθόλου με το φόρεμα εκείνο, όταν του το παρουσίασε για πρώτη φορά. Της είπε πως την έκανε να μοιάζει με κρεμάστρα. Δεν είχε δει αυτό που πρόσεξε ο εκπρόσωπος της Best & Co: Με τη σωστή ζώνη, γινόταν το ωραιότερο, το πιο σοφιστικέ και κομψό ρούχο. Η ζώνη, μάλιστα, θα μπορούσε να φορεθεί στο «δυνατό» σημείο της κάθε γυναίκας, με αποτέλεσμα να κολακεύει, τελικά, κάθε σιλουέτα.
Η Κλαιρ Μακαρντέλ σιχαινόταν τις τάσεις της μόδας. Ήταν μία 33χρονη καριερίστα που ήθελε να αισθάνεται άνετα με οτιδήποτε φορούσε. Τα στενά ρούχα της εποχής που «έκοβαν την ανάσα» των γυναικών, δεν της ταίριαζαν. Έτσι λοιπόν, συχνά μεταποιούσε ανδρικά ρούχα και τα προσάρμοζε στο στιλ της. Ως φοιτήτρια, άλλωστε, πέρασε χρόνο στο πλευρό της κορυφαίας σχεδιάστριας Μαντελέν Βιονέ και είχε μάθει πώς θα κάνει το απλούστερο σχέδιο να λάμψει.
Το ότι ο εργοδότης της δεν ενέκρινε τις στιλιστικές της απόψεις, δεν ήταν τυχαίο. Αυτό που της ζητούσε, ήταν να αντιγράψει όλα όσα επέβαλε η παριζιάνικη μόδα. Το δικό της όραμα του φαινόταν άτονο, βαρετό. Κι εκείνη, ταξίδευε στη Γαλλία αναζητώντας έμπνευση. Για να μην είναι βαριές οι αποσκευές της, έπαιρνε μαζί της μόνο πέντε βασικά κομμάτια, τα οποία συνδύαζε διαφορετικά και δημιουργούσε κάτι καινούριο, κάθε φορά. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, πως είχε την πρώτη capsule γκαρνταρόμπα της ιστορίας.
Οι μέρες που περνούσε στο Παρίσι ήταν γεμάτες μόδα και τέχνη. Επισκεπτόταν τα μουσεία και τις γκαλερί, ενώ ενσωμάτωνε νοτιοαφρικάνικα και ασιατικά στοιχεία στις δημιουργίες της. Το έθνικ στοιχείο έγινε σήμα κατατεθέν της. Παράλληλα, στις δημιουργίες της αποτύπωνε και τις ανησυχίες που βίωνε ως ελεύθερη, εργαζόμενη γυναίκα. Για παράδειγμα, έραβε κόπιτσες σε κάθε ρούχο, σε αντίθεση με πολλούς συγχρόνους της που θεωρούσαν δεδομένο ότι οι σύζυγοι των γυναικών θα τις βοηθούσαν με τα άβολα φερμουάρ.
Τα 40s τη βρήκαν να κυριαρχεί στην αμερικανική μόδα. Τα ίσια παπούτσια, τα φαρδιά φορέματα, τα απλά πλεκτά ήταν παντού – πολλές, μάλιστα, τολμούσαν να κυκλοφορήσουν χωρίς στηθόδεσμο! Εκείνη την εποχή, η Κλαιρ σχεδίαζε ολόκληρες σειρές ρούχων και αξεσουάρ, χαράζοντας την πορεία που ακολουθούν οι κορυφαίοι οίκοι μόδας της εποχής μας.
Το 1952, κυκλοφόρησε το βιβλίο της What Shall I Wear (Τι να φορέσω), το οποίο επανεκδόθηκε το 2012 με υπότιτλο Τα Τι, Πού, Πώς και Πόσο της Μόδας. Έδωσε συμβουλές στη μέση καταναλωτή για τα υφάσματα, τις τιμές, τη συχνότητα των αγορών της.
«Η ιδέα είναι να εκπαιδευτείς σωστά, ώστε να μη θέλεις πια κάτι που δεν σου ταιριάζει. Ποτέ δε θα νιώσεις άνετα φορώντας το», τόνισε.
«Τα βασικά δεν είναι τα δολάρια και τα σεντς. Είναι το πώς ψωνίζεις, πού διαθέτεις τα χρήματά σου και αν τα ρούχα που τελικά παίρνεις ανταποκρίνονται στον τρόπο ζωής σου. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στη Μόδα – αυτό που κάνει τα πάντα μοναδικά, όμως, είναι ο τρόπος που τα φοράς και τα κάνεις “δικά σου”».
Διαβάστε επίσης:
Coco Chanel: H γυναίκα που άλλαξε τον κόσμο της μόδας
Victoria Beckham: Η αδιάφορη Posh Spice που κατέκτησε τη μόδα
Vivienne Westwood: Η ανατρεπτική σχεδιάστρια που «πάντρεψε» την υψηλή ραπτική με το punk
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση