Ήταν ψηλή, όμορφη και εκφραζόταν πάντα με σαφήνεια. Ζούσε, κυρίως, στη Νέα Υόρκη, όπου εγκαταστάθηκε μετά το διαζύγιό της από τον κοινωνιολόγο Φίλιπ Ριφ το 1959, τη χρονιά που η καριέρα της άρχισε να εκτοξεύεται. Ήταν μία από τις ελάχιστες λόγιες και συγγραφείς που ξεχώριζαν και κατάφερνε, με το μαγικό της τρόπο, να δίνει νέα πνοή στη ζωή της πόλης.
Ο λόγος για τη Σούζαν Σόνταγκ.
Έπληττε φρικτά στο Παρίσι και την Οξφόρδη. Θεωρούσε πως ακόμη κι οι ΗΠΑ ήταν βαρετές. «Δε μου αρέσει αρκετά η Αμερική για να ζήσω οπουδήποτε εκτός του Μανχάταν. Κι αυτό που μου αρέσει στο Μανχάταν, είναι που είναι γεμάτο ξένους. Η Αμερική στην οποία ζω εγώ, είναι η Αμερική των πόλεων. Όλα τα υπόλοιπα, είναι παροδικές στάσεις», είχε πει.
Της άρεσε οι ευρωπαϊκός κινηματογράφος, λάτρευε τη φωτογραφία και θαύμαζε τους Ευρωπαίους συγγραφείς και φιλοσόφους. Πολλοί επηρέασαν το έργο της, ενώ δεν ακολουθούσε μία συγκεκριμένη σχολή, κάτι που προκαλούσε τεράστιο ενδιαφέρον από τη μία πλευρά, εξίσου μεγάλη σύγχυση από την άλλη. Δεν ήταν σταθερός άνθρωπος, άλλαζε διαρκώς γνώμη και, σύμφωνα με τη Guardian, ήταν απίθανο να διαφωνήσει κανείς μαζί της.
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1933. Όταν ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή, το 1938, έφυγε με τη μητέρα και την αδελφή της αναζητώντας καταφύγιο στο Μαϊάμι. Έπειτα, πήγαν στο Τάκσον, αργότερα στην Αριζόνα και, το 1945, εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες. Εκεί, η μητέρα της παντρεύτηκε τον καπετάνιο Νέιθαν Σόνταγκ που, παρότι δεν υιοθέτησε ποτέ επίσημα τη Σούζαν, της έδωσε το όνομά του.
Δεν ήταν καλή στις ανούσιες συζητήσεις, θεωρούσε αδιάφορο τον ανούσιο διάλογο. Στο σχολείο, ξεχώριζε για την αυτοπεποίθηση και το στιλ της. Φοίτησε για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο Berkeley και, στα 16 της, το 1949, πήρε μεταγραφή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Απέκτησε εξαιρετικές σχέσεις με τους καθηγητές της, ανάμεσά τους ο «πατέρας» των νεοσυντηρητικών και πολιτικός φιλόσοφος Λέο Στράους και ο κριτικός Κένεθ Μπερκ. Αργότερα, όταν πήγε στο Χάρβαρντ, ο Πολ Τίλιτς έγινε μέντοράς της.
Κανείς τους δεν την είχε εντυπωσιάσει όσο ο νεαρός καθηγητής Φίλιπ Ριφ, όμως. Εκείνη, ήταν μόλις 17 όταν μπήκε στο αμφιθέατρο που δίδασκε. Εκείνος, την πρόσεξε επειδή έφτασε στο μάθημα αργοπορημένη. Ζήτησε να μάθει το όνομά της μετά το πέρας της διδακτικής ώρας. Δέκα μέρες αργότερα, παντρεύτηκαν. Και τέσσερα χρόνια μετά, γεννήθηκε ο γιος τους, Ντέιβιντ.
Το 1951, όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, μετακόμισε με τον Ριφ στη Βοστόνη. Ο γάμος τους ήταν έντονος, όμως δεν ήρθαν ποτέ πραγματικά κοντά. Η Σόνταγκ έκανε το μεταπτυχιακό της στο Χάρβαρντ και, το 1957 κέρδισε υποτροφία για έναν χρόνο στο κολλέγιο St. Anne’s στην Οξφόρδη. Πήγε, όμως ο σεξισμός που αντιμετώπισε της προκαλούσε αποστροφή. Μέχρι τα Χριστούγεννα, είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι.
Εκεί, έκανε μεγάλη προσπάθεια να δραστηριοποιηθεί στο χώρο του κινηματογράφου, της φιλοσοφίας και της συγγραφής. Το 1958, όταν πια επέστρεψε στις ΗΠΑ και συνάντησε τον Ριφ στο αεροδρόμιο, πριν καν μπουν στο αυτοκίνητο για το σπίτι του ανακοίνωσε πως ήθελε διαζύγιο. Απαίτησε την επιμέλεια του γιου τους, ο οποίος ζούσε με τους γονείς του συζύγου της, ενώ αρνήθηκε την προσφορά του για διατροφή. Μετακόμισε με τον μικρό σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, ξεκίνησε να εργάζεται ως συντάκτρια στην Commentary και έγραφε – έγραφε δίχως σταματημό. Το πρώτο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1963. Με τίτλο O Ευεργέτης, εκδόθηκε από τον Ρόμπερτ Ζιρού. Ο Ρότζερ Στράους, κύριος μέτοχος του εκδοτικού οίκου Φαράρ, Στράους & Ζιρού, την πήρε υπό την προστασία του και τύπωνε τα έργα της. Την καλούσε σε σημαντικά πάρτι, ενώ εκείνη εμφανιζόταν στις μεγαλύτερες λογοτεχνικές εφημερίδες.
Το 1965, σε εκδήλωση της Partisan Review, πρόσεξε πως «η λευκή φυλή είναι ο καρκίνος της ανθρώπινης ιστορίας». Το 1968, αγανακτισμένη με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, επισκέφθηκε το Χανόι και έγραψε για την εμπειρία της, κατακρίνοντας την πατρίδα της για τις αγριότητες.
Η δεκαετία του ’70 τη βρήκε να γράφει για τη φωτογραφία. Άρχισε, τότε, να προβληματίζεται για την ερμηνεία των εικόνων. Όσο περισσότερο έψαχνε, τόσο αμφέβαλλε για το αν, τελικά, εκείνες πραγματικά αποτύπωναν ένα κομμάτι της αλήθειας. Έτσι, κυκλοφόρησε το Περί Φωτογραφίας, στο οποίο δεν υπήρξε το παραμικρό ίχνος εικονογράφησης.
Αργότερα, έγραψε το αρκετά μικρότερο σε μέγεθος Regarding The Pain of Others, για το οποίο εμπνεύστηκε από την ίδια τη ζωή της ως δημόσιο πρόσωπο που έδινε ομιλίες σε μεγάλο κοινό. Δεν συμπεριέλαβε κανένα προκλητικό επιχείρημα, όπως είχε κάνει στο Περί Φωτογραφίας.
Όταν πια έμαθε ότι έπασχε από μεταστατικό καρκίνο του μαστού, για τον οποίο υπεβλήθη σε πειραματική θεραπεία στο Παρίσι, έγραψε τα Illness As Metaphor (1978) και AIDS And Its Metaphors (1989).
Η καριέρα της ως μυθιστοριογράφος ολοκληρώθηκε με τα Volcano Lover και In America. To τελευταίο, μάλιστα, βραβεύθηκε με το National Book Award.
Η Σούζαν Σόνταγκ, έφυγε από τη ζωή το 2004. Ο καρκίνος την είχε νικήσει. Επανήλθε, όμως, στο προσκήνιο το 2019. Μία βιογραφία της με τίτλο Sontag: Her Life, ανέφερε ότι εκείνη έγραψε το βιβλίο – ανάλυση του Φρόυντ, το οποίο έκανε διάσημο τον πρώην σύζυγό της.
Ήταν τότε 20 ετών. Δεν πήρε ποτέ τα εύσημα που της άξιζαν, παρότι εκείνος, στην πρώτη έκδοση, είχε γράψει τις «ιδιαίτερες ευχαριστίες του προς τη Σούζαν Ριφ» – ναι, της είχε δώσει το επώνυμό του. Μέχρι το 1961, βέβαια, το όνομά της είχε πάψει να αναγράφεται.
Ήταν μία εξαιρετική συγγραφέας και σκηνοθέτιδα και ακτιβίστρια, που πήγε τον κόσμο των Τεχνών και των Γραμμάτων ένα βήμα μπροστά. Κι όμως, ένας άνδρας καρπώθηκε τη δική της επιτυχία.
Διαβάστε επίσης:
Jamie Margolin: Η συγγραφέας και ακτιβίστρια που έκανε σκοπό ζωής τη σωτηρία του πλανήτη
Virginia Woolf: Η συγγραφέας που λάτρεψε τη μόδα
Maya Angelou: Η ζωή και το έργο ενός όμορφου ανθρώπου
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση