RETRO

Ωδή στις γυναίκες της Επανάστασης

Οι ηρωίδες που ξεχώρισαν με το θάρρος τους, σε μία εποχή που ο λόγος τους δε μετρούσε, που το φύλο τους τις κρατούσε πίσω

Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου, πηγή: wikipedia.org
Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου, πηγή: wikipedia.org

Ο πόλεμος θεωρούταν ανέκαθεν ανδρική υπόθεση. Ειδικά στο παρελθόν, με τις γυναίκες να ασχολούνται μόνο με τις δουλειές του σπιτιού χωρίς να έχουν λόγο για όσα συνέβαιναν στον κόσμο, δεν ήταν πολλές εκείνες που συμμετείχαν έμπρακτα.

Στην Επανάσταση  του 1821, λίγες αλλά σημαντικές Ελληνίδες έδωσαν τεράστιο αγώνα. Τα ονόματά τους, όπως και το έργο τους, έχουν μείνει στην ιστορία. Εκείνες αποτέλεσαν παράδειγμα δυναμισμού, σε μία εποχή που ο λόγος τους δε μετρούσε, που το φύλο τους τις κρατούσε πίσω.

Παρακάτω, βρίσκονται οι γυναίκες που, χωρίς αυτές, η χώρα μας ίσως να μην ήταν η ίδια.

Μαντώ Μαυρογένους

πηγή: wikipedia.org

Γεννημένη στην Τεργέστη το 1976, για τη συνολική της προσφορά στον αγώνα τιμήθηκε με το βαθμό της αντιστρατήγου.

Όταν η Επανάσταση ξεκίνησε, εκείνη  πήγε στη Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους. Ανέλαβε τα έξοδα για τον εξοπλισμό πλοίων και καταδίωξε 200 Αλγερινούς στις Κυκλάδες, ενώ πολέμησε στην Κάρυστο, τη Φθιώτιδα και τη Λιβαδειά. Έχοντας τέλεια γνώση της  γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική επιστολή-έκκληση προς τις γυναίκες του Παρισίου και τους ζήτησε συμπαράσταση.

«Οι Έλληνες, γεννημένοι να είναι ελεύθεροι, θα οφείλουν την ανεξαρτησία τους μόνο στον εαυτό τους. Επομένως, δεν ζητώ από την παρέμβασή σας να αναγκάσετε τους συμπατριώτες σας να μας βοηθήσουν. Αλλά μόνο για να αλλάξουν την ιδέα της αποστολής βοήθειας στους εχθρούς μας. Ο πόλεμος εξαπλώνει τον τρομερό θάνατο», τους είχε γράψει.

Η Μαντώ Μαυρογένους διέθεσε ολόκληρη την περιουσία της στη μάχη για την Απελευθέρωση και, το 1823, μετακόμισε στο Ναύπλιο παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της. Ήθελε να βρίσκεται στον πυρήνα των εξελίξεων.

Εκεί γνώρισε και το Δημήτριο Υψηλάντη, με τον οποίο δεν άργησε να αρραβωνιαστεί. Στον αρραβώνα αυτόν αντιτάχθηκαν πολλοί, με τον Ιωάννη Κωλέττη να καταφέρνει, τελικά, να τον διαλύσει. Η Μαντώ, έπειτα, έζησε μόνη, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας, καθώς δεν έλαβε καμία τιμητική σύνταξη. Κι όμως, δεν παρακάλεσε ποτέ και για τίποτα. Με την αξία της, έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και το θάρρος της.

Μόνο μετά το τέλος του πολέμου αναγνωρίσθηκε η αξία της από τον Καποδίστρια, ο οποίος της παραχώρησε ένα σπίτι στο Ναύπλιο. Έφυγε από τη ζωή το 1848, σε ηλικία 52 ετών.

«Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι’ από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.

Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία», είχε γράψει ο Γάλλος Rybaud που την είχε γνωρίσει από κοντά, συγκρίνοντάς τη με την άλλη σημαντική ηρωίδα μας.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

πηγή: wikipedia.org

Η Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά.

Παντρεύτηκε δύο φορές: Την πρώτη στα 17, με το Δημήτριο Γιάννουζα, και τη δεύτερη στα 30 της, με τον πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Σκοτώθηκαν αμφότεροι από Αλγερινούς πειρατές, αφήνοντάς της τεράστια περιουσία την οποία διέθεσε εξ ολοκλήρου στην αγορά πλοίων και εξοπλισμού για την Επανάσταση.

Έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της και απέκτησε έξι παιδιά – τρία από κάθε σύζυγο.

Σχημάτισε δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει μόνη της το στρατό αυτό, με αποτέλεσμα οι οικονομίες της να εξαντληθούν μέσα σε δύο χρόνια.

Δε χάθηκε στη μάχη ούτε υπέφερε από κάποια βαριά αρρώστια. Σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 22 Μαΐου 1825. Ο λόγος; Ένας από τους γιους της, ερωτεύτηκε την κόρη μίας πλούσιας οικογένειας, εκείνης των Κουτσαίων. Εκείνοι δεν ήθελαν το γάμο μεταξύ των παιδιών, επειδή δεν είχαν την ίδια οικονομική κατάσταση. Οι νέοι, όμως, κλέφτηκαν. Η Μπουμπουλίνα τους επισκέφθηκε, κατέφθασαν και οι γονείς της κοπέλας και λογομάχησαν. Εξαγριωμένος, ο Ιωάννης Κούτσης πυροβόλησε την ηρωίδα μας.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, απέκτησε μετά θάνατον τον τίτλο της Ναυάρχου από τους Ρώσους – έναν τίτλο μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά για γυναίκα.

Μαριγώ Ζαραφοπούλα

Γεννήθηκε στα Ταύταλα της Κωνσταντινούπολης και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις αρχές του 1821. Έγινε μία από τις ικανότερες κατασκόπους του Αγώνα και ήταν υπεύθυνη για την απόδραση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτισθεί.

Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της στη Φιλική Εταιρεία, γνώρισε διώξεις και κατέφυγε στην Πελοπόννησο. Εκεί, ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον Υψηλάντη της ανέθεσαν να κατασκοπεύσει στην Τριπολιτσά και το Νάυπλιο.

Πριν ακόμη Επανάσταση ολοκληρωθεί, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη, και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά. Η ίδια, έφυγε από τη ζωή το 1865, άπορη και αβοήθητη, έχοντας μόλις αιτηθεί σύνταξη από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων.

Για την προσφορά της στον Αγώνα, λίγα είναι γνωστά. Σημαντικοί οπλαρχηγοί, όμως, ανάμεσά τους ο Νικηταράς και ο Κολοκοτρώνης, την έχουν πιστοποιήσει.

Σεβαστή Ξάνθου

Η Σεβαστή Ξάνθου μαζί με την μητέρα της Μαριόρα και τις δύο αδελφές της Ευφροσύνη και Ελένη, ζούσαν στο Αρναούτκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Σε ηλικία 17 ετών και μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η Σεβαστή παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Μαζί τους, απέκτησε τρία παιδιά: Το Νικόλαο, τον Περικλή και την Ασπασία.

Όταν, το 1821, ξέσπασε η Επανάσταση, μεταφέρθηκαν οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1822, με δική της πρωτοβουλία  εγκατελειψαν το Ισμαήλ και εγκαταστάθηκαν στο Κισνόβι. Κατά την διάρκεια της απουσίας τού Εμμανουήλ Ξάνθου, αρχικά λόγω της ανάληψης της ευθύνης για την οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης και αργότερα λόγω του εγκλεισμού του σε μοναστήρι στο Μαρτζινένι, τη φροντίδα της οικογένειάς του ανέλαβαν ο σύγγαμβρός του, Μιχαήλ Μιχάλογλου, και ο Μιχαήλ Φωκιανός ο οποίος θα ασχολήθηκε με τη διαχείριση των οικονομικών τής οικογένειας.

Η Σεβαστή Ξάνθου βίωσε για αρκετά χρόνια την απουσία του συζύγού της, αλλά αντεπεξήλθε μεγαλώνοντας την οικογένειά της, ήρθε σε επαφή με αρκετούς αγωνιστές, μέλη της Φιλικής Εταιρείας και εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής ζητώντας βοήθεια και πληροφορίες για τον σύζυγό της.

Ασήμω Γκούραινα

Στην εποχή της ήταν γνωστή ως Γκούραινα ή Νταλιάνα, επειδή ήταν υψηλόσωμη και ωραία (νταλιάνι, το μακρύ καριοφίλι και κατ’ επέκταση νταλιάνα, η ψηλή και όμορφη γυναίκα).

Ήταν κόρη του κοτσαμπάση του Λιδωρικίου Αναγνώστη Λιδωρίκη και αδελφή του αγωνιστή και πολιτικού Αναστάση Λιδωρίκη. Στις 23 Φεβρουαρίου 1823 παντρεύτηκε το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννη Γκούρα, που είχε διακριθεί ιδιαίτερα στη μάχη της Γραβιάς και τώρα ήταν φρούραρχος Αθηνών.

Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη

Η Γαρυφαλλιά ήταν ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Κι όμως, τόσο διαφορετικό. Έγινε το «Κορίτσι της Ελλάδας» της Αν Χολ, η «Ελληνίδα Δούλη» του Χάιραμ Πάουερς, ο άνθρωπος που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για σονέτο της Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ. Αμερικανικές εφημερίδες έγραψαν για το θάνατό της. Κι όλα ξεκίνησαν από τα Ψαρά.

Η οικογένειά της ήταν εύπορη.  ζωή της ήταν όπως κάθε συνομίληκής της ώσπου, στις 20 Ιουνίου 1824, στα 7 της μόλις χρόνια, γνώρισε τη φρίκη. Δεν κατάφερε να ξεφύγει από τους Οθωμανούς, όπως χιλιάδες κάτοικοι του νησιού της. Οι Τούρκοι σκότωσαν τους γονείς της, την άρπαξαν βίαια από εκείνους και, σύμφωνα με μία εκδοχή, τη χώρισαν από την αδελφή και τη γιαγιά της. Οι μικρές οδηγήθηκαν σε διαφορετικά σκλαβοπάζαρα και η Γαρυφαλλιά Μοχάλβη ή Μιχάλβεη πουλήθηκε και κατέληξε στη Σμύρνη.

Έζησε εκεί μέχρι τα 10 της χρόνια. Τότε, το 1827, τη βρήκε ένας έμπορος ή ο πρόξενος των ΗΠΑ. Μία περιγραφή τη θέλει να πέφτει στα πόδια του για να γλιτώσει και εκείνος εξαγόρασε την ελευθερία της, ή την ελευθέρωσε χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα. Την έστειλε με πλοίο στη Βοστώνη, ζητώντας από τον πατέρα του να τη φροντίσει. Το κορίτσι ταξίδεψε τελικά στη Βοστώνη ως Garafilia Mohalbi και φέρετο καταγόμενη από την Ipsara, δηλαδή τα Ψαρά.

Στις ΗΠΑ η Γαρυφαλλιά εντάχθηκε στην οκογένεια του Αμερικανού που είχε και άλλες κόρες και άρχισε να προσαρμόζεται στη νέα ζωή της. Περιγράφεται ως εξαιρετικά φιλότιμο και ευγενικό παιδί, που όταν μάλιστα αρρώστησε η μοναδική της έγνοια ήταν να μη γίνει βάρος σε εκείνους που τη φρόντιζαν. Κοιμόταν κάθε βράδι με τη Βίβλο αγκαλιά και δεν είχε καμία απαίτηση.

Η περιπέτειά της συγκίνησε την ζωγράφο Αν Χολ που φιλοτέχνησε το πορτραίτο της μικρής σε μινιατούρα και θεωρείται ένα από τα αξιολογοτερα σκίτσα της εποχής. Το πορτρέτο έγινε και εξώφυλλο βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1831. Οι περιπέτειες των Ελλήνων είχαν γενικά συγκινήσει το αμερικανικό κοινό και περίπου 13 χρόνια αργότερα ο γλύπτης Hiram Power εμπνεύστηκε από την ιστορία της Γαριφαλιάς (ή πιθανόν όμως και άλλης παθούσας) ένα εντυπωσιακό για την εποχή του γλυπτό, όπου παρίστανε ουσιαστικά αλυσοδεμένη την Αφροδίτη της Μήλου. Η Γαρυφαλλιά αρρώστησε το χειμώνα του 1830 σε ηλικία 13 ετών από άγνωστη νόσο. Η οκογένεια που την υιοθέτησε την είχε βρει εξαρχής φιλάσθενη, πιθανόν όχι λόγω της κράσης της, αλλά εξαιτίας της βασανιστικής περιφοράς της στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας. Πρόλαβε να ζήσει με τους Αμερικανούς που την υιοθέτησαν μόνον 3 χρόνια και έσβησε στις 17 Μαρτίου του 1830.

Ο πρόωρος θάνατός της αλλά και οι μεγάλες αλλαγές στη σύντομη ζωή της συγκίνησαν πολλούς και γράφτηκαν μεταξύ άλλων και ποιήματα, ενώ γενικά ο θάνατός της έγινε είδηση στις εφημερίδες της εποχής. Οι Αμερικανοί είχαν ακόμα και τη λεπτότητα να εξηγούν πως προφερόταν σωστότερα το επώνυμο του κοριτσιού.

Δόμνα Βισβίζη

Η Δόμνα Βισβίζη γεννήθηκε στον Αίνο της Θράκης. Μαζί με το σύζυγό της, Χατζή Αντώνη Βισβίζη, συμμετείχε ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση. Τον ακολούθησε στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του Αγώνα στο Άγιο Όρος, στη Λέσβο και στη Σάμο. Με το θάνατό του, η Δμόμνα ανέλαβε η ίδια τη διοίκηση του πλοίου και συνέχισε τη δράση της στην περιοχή της Εύβοιας. Εξόπλισε και συντήρησε το πλοίο με το όνομα «Καλομοίρα» με δικά της χρήματα, για μία τριετία. Όταν ο Αγώνας πια ολοκληρώθηκε, της παραχωρήθηκε μία μικρή σύνταξη κι έζησε για το υπόλοιπο της ζωής της στον Πειραιά. Με έγγραφό του, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος επιβεβαίωσε πως τόσο ο ίδιος, όσο κι οι άνδρςς του της χρωστούσαν τη ζωή τους. Κι αυτό γιατί τους έσωσε «δια της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός του θα διελύετο».

Μόσχω Τζαβέλα

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές Σουλιώτισσες, η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα, ξεχώρισε για την ομορφιά, το ψυχικό σθένος, τη δύναμη χαρακτήρα και τη φιλοπατρία της. Έμεινε στην ιστορία ως η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα, κι αγωνίστηκε το 1972 ενάντια στον Αλή Πασά. Ήταν η αρχηγός 400 Σουλιωτισσών, έχοντας στο πλευρό της την κόρη της, Σόφω. Την κρίσιμη στιγμή, δε δίστασε να ριχτεί στη μάχη, πλευροκοπώντας το τούρκικο ασκέρι και χαρίζοντας τη νίκη. 

Μετά την καταστροφή του Σουλίου, πήγε στην Πάργα κι από εκεί στα Επτάνησα. Έφυγε από τη ζωή το 1903, χωρίς να προλάβει να δει την Ελλάδα ελεύθερη.

Δέσπω Φώτου Τζαβέλα 

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία» έγραψε πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους, και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.

Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός και πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γιοι, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Ξαφνικά έρχεται η είδηση ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: «Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί».

Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ πάντα τους έχω ξεγραμμένους.

Ο Βλαχογιάννης λέει ακόμα, πως η Δέσπω η Τζαβέλαινα του Φώτου η γυναίκα, έζησε ύστερα ως τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στον Έπαχτο.

Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα έγραψε και η Καλλιρρόη Παρρέν: Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…

Ευφροσύνη Νέγρη

Σύμφωνα με τη συγγραφέα Καλλιρρόη Παρρέν, η Ευφροσύνη Νέγρη «Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια* και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των».

Ελισάβετ Υψηλάντη

H Ελισάβετ Υψηλάντη, η «Πρωτομάνα των Φιλικών» και μητέρα των Υψηλάντηδων, ήταν η πρώτη που χρηματοδότησε τον Αγώνα. Στο σπίτι της ήταν που, στις 16 Φεβρουαρίου 2021, συγκεντρώθηκαν οι Φιλικοί για να αποφασίσουν τη στιγμή της εξέγερσης. 

Η ηθική και υλική συμβολή της ήταν τέτοια, που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, συγκινημένος, είπε στους άλλους εταίρους: «Γράψτε στο τέλος της διακήρηξης “φιλώ το χέρι της μητρός μου”».

Ακριβή Τσαρλαμπά

H Ακριβή Τσαρλαμπά ήταν κόρη του προεστού της Πρέβεζας Δημήτριου Τσαρλαμπά, σύζυγος του Ανδρέα Βερούση (Καπετάν Ανδρούτσος) και μητέρα του αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης, Οδυσσέα Ανδρούτσου. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα γύρω στο 1766 και ήταν κόρη του ντόπιου προεστού Δημητρίου Τσαρλαμπά. Στις 13 Μαρτίου 1786 παντρεύτηκε τον Ρουμελιώτη αρματολό Ανδρέα Βερούση. Γύρω στο 1790, γέννησε στην Ιθάκη[(σύμφωνα με άλλη εκδοχή στην Πρέβεζα) τον μετέπειτα σημαντικό οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο. Λίγο αργότερα, το 1793, ο σύζυγός της συνελήφθη από τις βενετικές αρχές και παραδόθηκε στους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1798, βρισκόταν στην Πρέβεζα όπου έκανε αίτηση μέσω των γαλλικών αρχών για την απελευθέρωση του συζύγου της, ο οποίος όμως τελικά εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές. Όταν ο γιος της Οδυσσέας ήταν περίπου 15 ετών, η Ακριβή παντρεύτηκε τον συντοπίτη της Φίλιππο Καμμένο, με τον οποίο απέκτησε άλλα πέντε παιδιά.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, κατέφυγε, για λόγους ασφαλείας, μαζί με την κόρη της Ταρσίτσα και την γυναίκα του πρωτότοκου γιου της, Ελένη, στο στρατόπεδο του Ανδρούτσου στο Κωρύκιον Άνδρον του Παρνασσού. Σύμφωνα με την αναφορά της ιδίας το 1832 προς την Ε’ Εθνοσυνέλευση, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 σκοτώθηκαν τρία από τα παιδιά της.

Από τον γάμο της με τον Φίλιππο Καμμένο, απέκτησε πέντε παιδιά ονόματι Γιαννάκης, Πάνος, Βαγγέλης, Ταρσίτσα και Αγγελική. Από αυτά, ο Γιαννάκης Καμμένος σκοτώθηκε γύρω στα 1827 στη θέση Ζαγαρά Ελικώνα ενώ η Ταρσίτσα, είχε έναν σύντομο γάμο με τον Βρετανό συμπολεμιστή του Ανδρούτσου, Τρελώνη.

Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, χορηγήθηκε στην Ακριβή Τσαρλαμπά μηνιαία σύνταξη 40 φοινίκων. Αργότερα, το 1844, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος της αφιέρωσε την τραγωδία του «Οδυσσέας Ανδρούτσος».

Αντωνούσα η Οπλαρχηγός

Η Αντωνούσα Καστανάκη ή Καστανοπούλου από το χωριό Κερά Κισσάμου, το 1866 ήταν 22 χρόνων. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στον πατέρα της και του ζήτησαν ένα βόδι πεσκέσι για τους Τούρκους του Καστελιού και αν δεν το πήγαινε την ημέρα που του όρισαν, θα σκότωναν την επομένη αυτόν και τα κοπέλια του.

Η Αντωνούσα το άκουσε αυτό και προσπάθησε να εμποδίσει τον πατέρα της. Όχι απλώς τα κατάφερε, αλλά τον έπεισε να φύγει με την οικογένεια και όλα τα ζωντανά του στα Εννιά Χωριά όπου δεν πατούσε εύκολα τούρκικο πόδι. Την επομένη το πρωί έφτασε ο Τούρκος, βρήκε την πόρτα κλειστή και φώναξε. Η Αντωνούσα ανεβασμένη σε μια συκιά τον πυροβόλησε. Εκείνος σωριάστηκε, πυροβόλησε με τη σειρά του αλλά αστόχησε και η Αντωνούσα πήρε το γιαταγάνι του και τουʼ κοψε το κεφάλι. Ύστερα φόρεσε τα άρματα και βγήκε στο βουνό όπου συνάντησε τους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τον τριετή πόλεμο του 1866-69 και αργότερα στα 1879 στο σώμα του οπλαρχηγούΚωναταντουλάκη. Οι Τούρκοι την κυνήγησαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να την πιάσουν.

Το 1882 αποφεύγοντας τη δίωξη κατέφυγε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γεώργιο Αʼ που την ανεκήρυξε οπλαρχηγό. Με την ιδιότητά της αυτή και με σώμα αντρών που είχε συγκροτήσει η ίδια, πήρε μέρος στους ηπειρωτικούς αγώνες. Φορούσε πάντα την ανδρική κρητική στολή της εποχής, τις βράκες. Έτσι το 1911 που επισκέφτηκε το χωριό της χρειάστηκε να δείξει το στήθος της για να πιστέψουνε πως είναι γυναίκα. Έφυγε από τη ζωή επτά χρόνια αργότερα, στον Πειραιά.

Ελένη Βάσσου:  Η «Ωραία Ελένη» της ελληνικής επανάστασης

Γεννήθηκε στην Ήπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα. Η οικογένειά της καταδιώχτηκε και κατέφυγε στην Κέα. Εκεί έμεινε η Ελένη μέχρι την ενηλικίωσή της. Εκεί, γνώρισε τον στρατηγό Μαυροβουνιώτη Βάσσο, ο οποίος γύρω στα τέλη της επανάστασης του 1821 πηγαίνοντας προς την Συρία για να κάνει και εκεί επανάσταση στάθμευσε στην Κέα και την ερωτεύτηκε. Αν και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, οι γονείς της αρνήθηκαν τον γάμο. Ο στρατηγός Βάσος τότε απήγαγε την Ελένη και την άφησε στην Άνδρο, όπου την έβαλε στον ιστορικό πύργο του Γιαννούλη και έστησε φρουρά για να την φυλάει. Στον πύργο αυτό έμεινε η Ελένη κλεισμένη σαν τις ηρωίδες των μεσαιωνικών θρύλων για πολλούς μήνες. Το 1826, στον γυρισμό του από την Βηρυτό, ο στρατηγός Βάσσος την πήρε μαζί του και την μετέφερε στον Πειραιά. Εκεί αρχίζει και η δράση της Ελένης.

Στις μάχες που έδινε ο Βάσσος, η γυναίκα του ήταν νοσοκόμα και γραμματέας. Τον βοήθησε στην λύση της πολιορκίας της Καρύστου και κράταγε την αλληλογραφία του με τον Κιουταχή, ενώ ήταν η κυρίως σύμβουλός του σε όλες τις σημαντικές διαπραγματεύσεις.

Μετά την επανάσταση η Ελένη Βάσσου από την Σαλαμίνα όπου είχε εγκατασταθεί, αντιτίθενταν με πολύ ζήλο εναντίον του Καποδίστρια υποστηρίζοντας μια άλλη πολιτική με πρότυπο την Ρωσία. Το σπίτι της είχε γίνει κέντρο της αντιπολίτευσης.

Επί Όθωνα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα  μαζί με το σύζυγό της και έγινε μια από τις πιο ευγενείς και φιλόξενες κυρίες της εποχής. Στους χειμερινούς χορούς που έδινε, συνέρρεε όλη η αριστοκρατία. Διακρίθηκε για την ομορφιά της, αλλά και για την νοημοσύνη και το μεγαλείο του φρονήματός της. Τραγουδήθηκε από τους ποιητές της εποχής της.

Απεβίωσε στα βαθιά γεράματα αφήνοντας πολλούς απογόνους, από τους οποίους δύο γιοι έγιναν επίσης σημαντικοί ανώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα τους.

Οι άγνωστες γυναίκες της ελληνικής επανάστασης του 1821

Οι γυναίκες του Μεσολογγίου

Το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο από τους Οθωμανούς. Βομβαρδίστηκε επανειλημμένα και, όταν οι πολιορκητές κατάλαβαν ότι οι κάτοικοι δεν υπήρχε περίπτωση να παραδοθούν, απέκλεισαν την πόλη με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκόψουν κάθε διαδικασία ανεφοδιασμού με τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι Μεσολογγίτισσες, σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, στάθηκαν στο πλευρό των πολεμιστών εμψυχώνοντάς τους και βοηθώντας τους σε πρακτικά θέματα, όπως η περίθαλψη των τραυματισμένων και η μεταφορά των πυρομαχικών. Έζησαν τον φοβερό λιμό της πόλης και, στην απόφαση για την ηρωική έξοδο, αποφάσισαν να θυσιαστούν μαζί με τους πολεμιστές. Κάποιες ντύθηκαν με αντρικά ρούχα και πέθαναν πολεμώντας, ενώ άλλες αιχμαλωτίστηκαν από τους πολιορκητές. Η ηρωική στάση των γυναικών του Μεσολογγίου αποτυπώθηκε λογοτεχνικά, μεταξύ άλλων, και στο ποιητικό σύνθεμα του Διονυσίου Σολομού, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».

Οι γυναίκες της Χίου

Η Χίος κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ πλούσιο νησί, χάρη στις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων της και, ιδίως, το εμπόριο της μαστίχας. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄, μόλις έμαθε, τον Μάρτιο του 1822, για την κήρυξη της επανάστασης στο νησί, εξαγριώθηκε θεωρώντας ότι οι κάτοικοι επέδειξαν αχαριστία απέναντι στα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από την Αυτοκρατορία. Έτσι, αποφάσισε να αποβιβάσει στο νησί 7 χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι κατέσφαξαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Πολλές από τις Χιώτισσες που δεν σφαγιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Σημειώνεται ότι ο κύριος τρόπος ευτελισμού των γυναικών εκείνη την εποχή, ήταν η πώληση ως σκλάβων. Γυναίκες περήφανες, υπέμειναν τα απάνθρωπα μαρτύρια των Οθωμανών και, σε πολλές περιπτώσεις, προτίμησαν να αρνηθούν την τροφή, ώστε να πεθάνουν από την πείνα, παρά να σκλαβωθούν. Η συμπεριφορά των γυναικών της Χίου μετά τη σφαγή στο νησί καταγράφηκε από τους περιηγητές και ιστορικούς της εποχής και ενέπνευσε τον μεγάλο Γάλλο ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά, που φιλοτέχνησε τον συγκλονιστικό πίνακά του “Η Σφαγή της Χίου”. 

Οι γυναίκες της Κρήτης

Οι γυναίκες της Κρήτης έδειξαν απαράμμιλλο θάρρος. Στην επανάσταση του 1866, μάλιστα, συγκεκριμένα στην πολιορκία της Μονής Αρκαδίου, πρωταγωνίστησε η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, η σύζυγος του Μιχαήλ Δασκαλάκη κι απόγονος του Δασκαλογιάννη, που έχασε και τους τρεις γιους της στις μάχες. Οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στην μονή, προεξάρχοντος του ηγούμενου Γαβριήλ και, όπως λένε μερικοί, με τη σύμφωνη γνώμη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, η οποία συμμετείχε στα συμβούλια, αποφάσισαν να αντιταχθούν στην επίθεση του Μουσταφά Πασά μέχρις εσχάτων. Την 8η Νοεμβρίου ο Μουσταφάς μετέφερε από το Ρέθυμνο πυροβόλο μεγάλης ολκής, για να καταρρίψει τη σιδερένια πύλη της μονής. Άρχισε ο κανονιοβολισμός.

Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, κλεισμένη σε ένα κελί με το γιο της Κωνσταντίνο και άλλους πολεμιστές, πολεμούσε ακατάβλητη και εμψύχωνε με το θάρρος της τους άλλους. Τρεις φορές έτρεξε και αναστήλωσε τη σημαία του οπλαρχηγού γιου της, την οποία κατέρριπταν ο σφαίρες του εχθρού. Τέλος, την τέταρτη φορά, αφού έσπασε το κοντάρι, δίπλωσε τη σημαία, τη φίλησε και την έκρυψε στην αγκάλη της. Ενώ η ηρωίδα πυροβολούσε αδιάκοπα τους εχθρούς, ξαφνικά εχθρική σφαίρα πληγώνει το γιο της. «Για τόσο μικρό πράγμα!», του λέει η Χαρίκλεια. Η φωνή της μητέρας έδωσε δύναμη και ζωή στο γιο της. Σηκώθηκε, πήρε το όπλο του και άρχισε πάλι να πυροβολεί. Τα φυσίγγιά τους εξαντλήθηκαν. Εκείνη, με απίστευτη ψυχραιμία και θάρρος, άνοιξε την πόρτα του κελιού, τρέχει κάτω από χαλάζι σφαιρών προς το πτώμα Τούρκου στρατιώτη. Πήρε τα φυσίγγιά του και επανέρχεται. Από τους 950 πολιορκημένους στη Μονή γύρω στους 100 μόνο σώθηκαν. Η ηρωίδα Δασκαλάκη σώθηκε και επέζησε. Ενώ συνελήφθη μαζί με το γιο της, ο οποίος φονεύθηκε από τους Τούρκους , η Χαρίκλεια κατόρθωσε να διαφύγει. Μετά την επανάσταση εμφανίστηκε στην Αθήνα, έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για την πολιορκία του Αρκαδίου και την αυτοθυσία των πολιορκημένων.

Οι γυναίκες της Πελοποννήσου

Στις ένοπλες συγκρούσεις των οικογενειών, οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ελεύθερα και κανείς δεν σκεφτόταν να τις πειράξει. Όμως δεν έμεναν αμέτοχες στους αγώνες. Στο ημερολόγιο του Μανιάτη γιατρού Παπαδάκη είναι μεγάλος ο αριθμός των γυναικών με τραύματα από πέτρα, στιλέτο ή μπατολιά (πυροβολισμό). Ενας περιηγητής είδε στην Καρδαμύλη τις κοπέλες να αγωνίζονται στο λιθάρι και τη σκοποβολή. Κάποιος άλλος έγραψε στο βιβλίο του, πως μια γυναίκα για να του κάνει επίδειξη της ικανότητάς της στη σκοποβολή, του πρότεινε να βάλει το καπέλο του σε απόσταση περίπου 130 μέτρων για να το τρυπήσει, μα αυτός δεν δέχθηκε.

Η Κωνσταντίνα Ζαχαριά(…) άρπαξε τα όπλα , για να εκδικηθεί , και ύψωσε σημαία στην κατοικία της! Οι γυναίκες φλέγονται από τις διηγήσεις της και την ακολουθούν στην κοιλάδα της Σπάρτης, εκεί διακηρύσσει την αναγέννηση της Ελλάδος ηγουμένη πεντακοσίων χωρικών.Αφού ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο του Μιστρά , ανέρχεται τη ροή του ποταμού Ευρώτα μέχρι το Λεοντάριο, εκεί ανέτρεψε την Ημισέληνο των τεμένων και πυρπολεί τον οίκον του Βοιβόδα, ο οποίος έπεσε από τις βολές της.

 

Οι γυναίκες της Επανάστασης – Έκθεση στο Ίδρυμα Θεοχαράκη

 

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση