«Όταν πρωτάρχισα να δουλεύω γι’ αυτήν την έκθεση είχε κατασταλάξει στον νου μου η ιδέα καθαρή και ολοκληρωμένη –έτσι νόμιζα– αλλά το έργο ούτε αρχή ούτε τέλος έχει, ακόμα γίνεται, κουβάρι μπερδεμένο που όλο λύνεται, άλλη κλωστή τραβάω κι άλλη βγαίνει και όλο κόμπους συναντώ, να πλέκω κομποσκοίνι, ν’ αναμετρώ το έχειν μου με την κοινή μας μοίρα, μα ούτε λογαριασμός σωστός ούτε και άκρη βγαίνει, κυκλοτερό το μπέρδεμα, πάντα σε αρχή με φέρνει, και με το λίγο και με το πολύ, το νόημα ίδιο μένει. Ελευθερία ή Θάνατος…».
Η Ελλάδα και η ιστορία της, η πρόσληψη των στοιχείων που συνθέτουν την ελληνικότητα δια μέσου των αιώνων, θέμα που επανέρχεται ξανά και ξανά στο έργο του Χρήστου Μποκόρου αναδεικνύεται και τώρα μέσα από την έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού, που εγκαινιάζεται σήμερα. «1821, η γιορτή» είναι ο τίτλος που της έδωσε, μια γιορτή για την Ελευθερία ή τον Θάνατο, αναφορά στα «σα και των σων» της Ελληνικής Επανάστασης και του μεγαλειώδους Αγώνα των Ελλήνων. «Κι η απόφαση στην κόψη μας προσμένει… του σπαθιού την τρομερή», όπως συμπληρώνει άλλωστε ο ίδιος.
Αλλά και οι ενότητες στις οποίες διαρθρώνεται το έργο του, δημιουργία ειδικά για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση παραπέμπουν ευθέως σ’αυτήν: Είναι η Γαλανόλευκη: ο απόηχός της. Η Ιστορία: το φως και το σκοτάδι της. Οι Ήρωες, επιφανείς και αφανείς: ο ίσκιος και το αίμα τους. Και τέλος η Δόξα μονάχη: ψηλά στην κεφαλή μιας μεγάλης έρημης τράπεζας, με μνήμη δαφνοφόρο…
Αγγελικό του Σολωμού, σκοτεινό του Καραϊσκάκη
Ο ίδιος άλλωστε τις περιγράφει ποιητικά: «πορτραίτο αγγελικό του Σολωμού, / δαιμονισμένο, σκοτεινό του Καραϊσκάκη / και μια θλιμμένη δόξα, μαυροφόρα, / αόρατη σύναξη αφανών ηρώων, / σ’ ένα μακρύ τραπέζι πι, στρωμένο, λεκιασμένο, / που αντί κεράσματα, ποτά και φαγητά / έχει αφημένα πάνω του μνημόσυνα αναθήματα, / σημάδια του καιρού, ερημιά και στην κορφή / έν’ αρνάκι να μας κοιτάει κατάματα»
Φτιαγμένα πάνω σε υφάσματα και ξύλα τα έργα, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό συνιστούν «ξεχείλισμα της ψυχής» του ζωγράφου, είναι ο δικός του φόρος τιμής στο «Κοινό και το Κύριο». Κι όπως σημειώνει ο ίδιος «Πληθαίναν τα πορτραίτα του Σολωμού και του Καραϊσκάκη, πάλευαν μέσα μου ανατροπές και εξεγέρσεις και πού να βρω το ιδανικό εκείνο πρόσωπο που μου ’γνεφε όταν έκλεινα τα μάτια; Γίναν τα έργα με τα χτένια να υφάνουνε το φως και το σκοτάδι, ήρθε μετά και η σκιά των αφανών, έκανα το κόκκινο για το αίμα, μαύρο για το σκοτάδι και χρυσοστιλβωμένο για το φως, στένευε ο χρόνος, ξεράθηκαν και τα δαφνόφυλλα που είχα να βλέπω για να τα ζωγραφίσω στα πανιά, τα ’ριξα εντέλει πάνω τους, τα κόλλησα κι ανέβαινε στο τρίψιμο ένδοξο το άρωμά τους, σαν να μου λέγαν: εδώ είναι που ξεκίνησες, να ’μαστε πάλι στο άρωμα απ’ τα κλαδιά της δάφνης που έκοβες ανθισμένα στ’ Άγραφα, πέρσι την άνοιξη, θυμάσαι; Θυμάμαι…».
Κι έχει ενδιαφέρον άλλωστε να αφήσει κανείς τον ίδιο τον Χρήστο Μποκόρο να μιλήσει με τον μεστό, στοχαστικό του λόγο για την έκθεση, ως οδηγός συμμετοχής και κοινωνίας σ΄αυτήν, προσκαλώντας τον επισκέπτη σε μια λειτουργία ηρώων.
Η Δόξα μονάχη
«Έξω, απέναντι απ’ την είσοδο της αίθουσας, έντεκα ξύλα από γεφύρια των βουνών, οριζόντια, ντυμένα με πανιά, μεγάλη γαλανόλευκη σημαία, διαρρηγμένη από κόκκινα φωτεινά χρυσά. Αίμα; Μια αυλή παλιά είχα στον νου μου μ’ ασβέστη και λουλάκι φροντισμένη, άνοιξη ηλιόλουστη κι όλα ανθισμένα, χαρά Θεού.
Μπαίνοντας από στενεμένο διάδρομο ν’ απλώνεται στους τρεις τοίχους, ζωφόρος, η γιορτή, ένα μακρύ τραπέζι σε σχήμα πι, φτιαγμένο σαν από πολλά μικρότερα, άνισα μεταξύ τους, σκεπασμένα με τραπεζομάντηλα κυρίως λευκά αλλά όχι ίδια, πολυκαιρισμένα, λερωμένα πια, σαν να ’χε φέρει καθένας το δικό του, οι φίλοι, οι συγγενείς, η γειτονιά, η πατρίδα όλη…
Στο βάθος της αίθουσας ψηλά, πάνω απ’ την κεφαλή του τραπεζιού, η δόξα μονάχη, μαυροφόρα, η αγκαλιά της δαφνόφυλλα, να ραίνει από ψηλά το άδειο κενό, τη λεκιασμένην ερημιά μπροστά της.
—Εγώ ’δα δάφνες! — Κι εγὼ φως… — Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» (Από το απόσπασμα όπου οι γυναίκες ξηγούν τα όνειρά τους.)
Πιο χαμηλά μπροστά της το τραπέζι, σαν αγκαλιά ανοιγμένη, να μας χωράει όλους στο κενό που μένει, στις θέσεις των ηρώων δαφνόφυλλα, της δόξας σκορπισμένα, αραιά, να νιώθεις εκεί ανάμεσα ότι κάτι άλλο λείπει.
Το αρνάκι όρθιο στην κορυφή του τραπεζιού, μπαίνει διστακτικό από δεξιά και μας κοιτά, κάπου απέναντί του το μαχαίρι, φονικό, σημάδι του ξεσηκωμού και της θυσίας και πίσω, για να τους βλέπεις βγαίνοντας, δεξιά κι αριστερά, σαν τα εικονίσματα ψηλά, ο Αρματολός κι ο Κόντες.
Ο Γιώργης Καραϊσκάκης, διερχόμενος όσες σκοτεινές ατραπούς τον ανάγκασαν οι ματωμένες κι άστατες δυσκολίες του ασήκωτου καιρού του, ρωτώντας τον «πούτζον» του και βαρώντας καταπώς του ’κοβε «τουμπερλέκια και τρουμπέτες», κατέλειπε στην καταχνιά της ιστορίας φως ανεξέλεγκτο αντίστασης κι ελευθερίας…
Ο ανελλήνιστος εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, μάζευε μεροκάματο τις ομιλίες π’ άκουγε γύρω του κι οικονομούσε λέξεις ν’ αρθρώσει γλώσσα ικανή να πει το απερίγραπτο η ψυχή, την αγωνία του αγώνα και τη λαχτάρα, κατέλειπε σπαράγματα πόθου και πόνου αβάσταγου. Δεν είχε, λέει, άλλο στον νου του «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»…
Πολέμαρχος και ποιητής, σύμβολα αμφότεροι λαμπρά της έγνοιας και του κόπου πολλών άλλων αφανών, πήρανε πάνω τους την ευθύνη ανάστασης του Γένους, την κάναν έργο και μείνανε σποράκια φωτεινά στις ερημιές να μας ανοιγοκλείνουν πού και πού το μάτι σ’ απόμερα περάσματα ελευθερίας του νου, κρατήματα ψυχής ορθής στην κόψη της ζωής και του θανάτου…
Ο γυιος της καλογριάς κι ο γυιος της παραδουλεύτρας.
Αυτό να ’ναι όλο.
«Ολίγο φως και μακρινό σα μέγα σκότος κι έρμο».
Παράλληλες εκδηλώσεις
Η έκθεση παρουσιάζεται από το Μουσείο Μπενάκη και την Εταιρία Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ) με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη και με επιμελητές τον Κωνσταντίνο Παπαχρίστου (Μουσείο Μπενάκη) και τον Μάνο Δημητρακόπουλο (ΕΚΕΠ). Πραγματοποιείται εξάλλου στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας 1821-2021, αποτέλεσμα της συνεργασίας 15 Ιδρυμάτων και της Εθνικής Τράπεζας για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της έκθεσης, προσκεκλημένοι από πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα θα επιλέξουν να μιλήσουν για κάποιο από τα έργα του Μποκόρου. Συγκεκριμένα: Η συγγραφέας Μαρία Δεληβορριά, συγγραφέας με θέμα «Και η μορφή να είναι το ένδυμα για το αληθινό, βαθύ νόημα κάθε πράγματος (έργα: Σολωμός, Υφαίνοντας φως και σκοτάδι). Η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου «Η Ιστορία: το φως και το σκοτάδι της, στο έργο του Χρήστου Μποκόρου και στο ’21». (έργο: Υφαίνοντας φως και σκοτάδι). Ο φιλόλογος και συγγραφέας Σταύρος Ζουμπουλάκης «Τι γυρεύει ο Αμνός δίπλα στον Ποιητή και τον Πολέμαρχο;» (έργο: Αρνάκι).
Ο συγγραφέας Γιάννης Κιουρτσάκης « Και με φως και με θάνατον/ακαταπαύστως» (από τις Ωδές του Κάλβου) (έργο: Υφαίνοντας φως και σκοτάδι). Ο συγγραφέας Κώστας Κουτσουρέλης «Κλίνη των Αφανών» (έργο: Μνημείο Αφανών Ηρώων κυρίως και τα πορτραίτα Σολωμού και Καραϊσκάκη δευτερευόντως).
Ο ιατρός, πολιτικός και συγγραφέας Σάββας Μιχαήλ «Μορφές Χρήστου Μποκόρου, που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα» (έργα: Σολωμός, Σολωμός Καραϊσκάκης, Μνημείο αφανών ηρώων, Υφαίνοντας φως και σκοτάδι). Ο ερευνητής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Νικήτας Σινιοσόγλου «Κι αν το βίωμα φτιάχνει τον τόπο;
Σκέψεις για τη νεοελληνική αυτοσυνειδησία» (έργο: Υφαίνοντας φως και σκοτάδι). Και ο καθηγητής φιλοσοφίας, συγγραφέας Θεοφάνης Τάσης «H επινόηση του κυανού: Σκέψεις για την ελληνική ταυτότητα με αφορμή την ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου» (έργο: Μνημείο αφανών ηρώων).
Οι ομιλίες θα παραχθούν σε σειρά video και θα είναι διαθέσιμες στο BLOD – Bodossaki Lectures on Demand (www.blod.gr) και στο κανάλι του Μουσείου Μπενάκη στο youtube.
Info
Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού: Κουμπάρη 1
Χρήστος Μποκόρος «1821, η γιορτή»
Διάρκεια έκθεσης: 19 Μαΐου έως 10 Οκτωβρίου 2021
Διαβάστε επίσης:
Η Ελλάδα πηγαίνει στο Λούβρο – Μεγάλη έκθεση αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση