Σε αυτό το αψεγάδιαστο νησί επέλεξε ο μαικήνας Δάκης Ιωάννου να παρουσιάζει μέσω ΔΕΣΤΕ (ετησίως, κάθε Ιούνιο) το πιο σημαντικό δρώμενο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα (τουλάχιστον ανάμεσα στις ιδιωτικές πρωτοβουλίες) και ανάμεσα στα σπουδαιότερα παγκοσμίως. Αναντίρρητα στην ωραιότερη τοποθεσία στον κόσμο. Αν πριν περίπου είκοσι πέντε χρόνια το meat district στη Νέα Υόρκη δημιούργησε τομή στον εικαστικό χάρτη, τα ιστορικά Σφαγεία της Ύδρας εγείρουν πάντα όλη τη γκάμα της ανθρώπινης φαντασίας: συνυπάρχουν ο εφιαλτικός ζόφος της βίας αλλά και η συγκίνηση της ανείπωτης ομορφιάς μέσα σε έναν εκ πρώτης όψεως υποτονικό χώρο (τίποτα φαντεζί ή μεγαλοπρεπές δεν ενισχύει την αρχική, ακατέργαστη κοψιά όπου διατηρούνται όλα τα στοιχεία της ιστορικής τους καταγωγής ως σφαγείο αμνοεριφίων της νήσου).
Εδώ φιλοξενούνται μέχρι στιγμής μόνο καλλιτέχνες από το εξωτερικό. Κάθε καλοκαίρι toute Athènes περιφέρεται στο νησί για την έκθεση αλλά και για να δώσει το παρών στο πιο εστέτ γεγονός της καλής κοινωνίας. Μαζί με τους συλλέκτες περιηγείται και ο κόσμος της διανόησης, οι φιλότεχνοι και κριτικοί. Αλλά και οι νέοι (Έλληνες και ξένοι) που διψάνε για τέχνη εκτός συνόρων, η οποία κινείται στην αιχμή του δόρατος της διεθνούς σκηνής (με καταγωγή κυρίως αγγλοσαξονική πλέον). Τον Δάκη Ιωάννου και την οικογένειά του δεν τους συναντάει κανείς εύκολα σε αυτή τη γιορτινή περιήγηση. Ο ίδιος παραμένει στο σκάφος του με τους καλλιτέχνες που φιλοξενεί. Μόνο η σύζυγός του Λιέτα εμφανίζεται κάπου κάπου στο λιμάνι.
Φέτος αναμενόταν έκθεση επιμέλειας Τζεφ Κουνς αλλά ο κορωνοϊός γονάτισε την Αμερική και ο Κουνς ανέβαλε την άφιξή του για του χρόνου. Αντ’ αυτού το ΔΕΣΤΕ διοργανώνει την έκθεση 199 ως φόρο τιμής και εμβληματικό memento mori στην επέτειο των διακοσίων χρόνων από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναθέτοντας στον έλληνα γλύπτη Κωστή Βελώνη την παρουσίαση δέκα νεκρικών προσωπείων αγωνιστών του 1821 από τη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της Αθήνας.
Ο Κωστής Βελώνης επανεξετάζει με τεράστια ακρίβεια και συνάμα συγκινητική ποιητικότητα το ιστορικό γεγονός. Έτσι, ως βαθύ τιμαλφές της μνήμης, υπάρχει πράγματι η αίσθηση του πεισιθάνατου ρεφρέν ή μοτίβου το οποίο διαπερνά την εγκατάσταση σε όλες τις εκφάνσεις της. Διότι στην ουσία ο γνωστός γλύπτης δημιουργεί τρεις διαφορετικές εγκαταστάσεις (όχι μόνο με τα νεκρικά προσωπεία) ή αφηγήσεις όπου ενυφαίνονται έννοιες όπως η ευαλωτότητα της ύπαρξης αλλά και η ανθεκτική της φύση, το επέκεινα, η θνητότητα αλλά και η αναγέννηση, το φανταστικό και πραγματικό στοιχείο της συλλογικής μνήμης, η θέση του σώματος (ανθρώπου και ζώου) στο ιστορικό γίγνεσθαι, ο επαναπροσδιορισμός του γεγονότος με όρους διαφορετικούς από αυτούς που επέβαλε ο στεγνός ορθολογισμός του Διαφωτισμού, μια ερμηνεία της ταυτότητας στο μεταίχμιο μεταξύ φοιβόληπτης έμπνευσης και πειθαρχημένης μελέτης.
Η Μαρίνα Βρανοπούλου που συμμετέχει στην οργάνωση των εκθέσεων του ΔΕΣΤΕ στα Σφαγεία από την πρώτη χρονιά λειτουργίας του χώρου το 2009, κανόνισε ξενάγηση στην έκθεση 199 από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Καθώς το ποικίλο αλλά ολιγομελές (λόγω κορωνοϊού) κοινό του φετινού καλοκαιριού κατευθύνεται από το λιμάνι προς τα Σφαγεία την ώρα του ηλιοβασιλέματος, μοιραία εμποτίζεται από δέος και ευλάβεια μπροστά στη μνήμη του αίματος που έχει χυθεί σε αυτό το έσχατο σημείο του νησιού: τόσο των αγωνιστών όσο και των ζώων που θυσιάστηκαν στο βωμό της ιστορίας. Διαισθάνεται ίσως μπροστά στην ειμαρμένη και τη δική του πεπερασμένη φύση. Η σιωπηλή ανάβαση του κοινού προς τα Σφαγεία αναλογεί φαντασιακά σε πένθιμη πομπή προς τη συντέλεια του κόσμου και έτσι η εγκατάσταση 199 θαρρείς έχει αρχίσει προτού φτάσει ο θεατής στον τελικό προορισμό του.
Locus classicus για την έμπνευση του σημαντικού αυτού γλύπτη αποτελεί ο πίνακα αναφοράς Το νησί των νεκρών (Die Toteninsel, 1880 η πρώτη εκδοχή) του Άρνολντ Μπέκλιν όπου στο φόντο διακρίνεται αχνά η φιγούρα με το λευκό χιτώνα να διασχίζει τα ερεβώδη νερά του ποταμού Αχέροντα για να φτάσει στην κατάφυτη νήσο των νεκρών (τοπίο που δανείζεται από το Ποντικονήσι της Κέρκυρας και το βρετανικό νεκροταφείο της Φλωρεντίας) στη δύση του ηλίου. «Η διάσημη απεικόνιση της νησίδας συνεισφέρει σε αυτήν την ιδιότυπη μηχανή του χρόνου, ταξιδεύοντας στην άνυδρη Ύδρα και μεταφέροντας μια πυκνή βλάστηση στα Σφαγεία. Αυτή η προσωρινή στάθμευση συνενώνει αντίθετες έννοιες όπως το απροσπέλαστο και το προσβάσιμο, το απέραντο και το πεπερασμένο, το φθαρτό και το άφθαρτο, τιμώντας τα φαντάσματα που γυρεύουν τη νέα τους θέση» όπως σημειώνει ο ίδιος. (Κατά έναν περίεργα μεταφυσικό τρόπο η απεικόνιση της πύλης στον συγκεκριμένο πίνακα μοιάζει με την εικόνα του Σφαγείου όταν στέκεται κανείς στον εξώστη του και το κοιτάζει από έξω προς τα μέσα).
Το νησί των νεκρών μεταφέρεται στην είσοδο των Σφαγείων όπου ο Βελώνης έχει δημιουργήσει εγκατάσταση από λιγοστά ευθυτενή κυπαρίσσια την οποία τιτλοφορεί χαρακτηριστικά Υποδοχέα: όχι τα τέλεια κυπαρίσσια που βρίσκει κανείς δίπλα στα ταφικά μνημεία της δύσης, αλλά εκείνα που ο ίδιος βρήκε να φέρουν πρόδηλα τη φθορά της φύσης, του ανέμου, της βροχής, του χρόνου αλλά μολοντούτο επιβίωσαν.
Από τη μυθολογία υπάρχει το πένθος του Κυπάρισσου, τον οποίο ο Απόλλωνας (σημειωτέον, ο θεός των επιδημιών και των αιφνίδιων θανάτων inter allia) μετέτρεψε σε αειθαλές δέντρο επειδή συγκινήθηκε με τη θλίψη του μετά το χαμό του αγαπημένου του ελαφιού: το κυπαρίσσι πάγωσε το δάκρυ του. Η μυθολογία προσφέρει πλούσιο υλικό για να διερευνηθεί πλήρως ο συσχετισμός ανάμεσα στην εσωτερική και τη συλλογική εμπειρία, την ωμή πραγματικότητα και τη φαντασία. Εξάλλου, πόσο μυθική δεν παραμένει και η ίδια η ιστορική προσέγγιση της Επανάστασης παρά την όλη επιστημοσύνη της;
Ο θεατής περνάει μέσα από αυτή τη λαβυρινθώδη συστάδα αειθαλών δέντρων για να εισχωρήσει στο εσωτερικό των Σφαγείων και στο δεύτερο επίπεδο της έκθεσης όπου συνεχίζεται το εσχατολογικό περιεχόμενο. Τη μνημειακών διαστάσεων πέτρα που δεσπόζει στο κέντρο του χώρου υποβαστάζουν μικρότερες πέτρες και ξύλα απροσδιορίστου σχήματος που έχουν τοποθετηθεί στη βάση της ως πρόχειρες σφήνες δημιουργώντας το επισφαλές συναίσθημα ότι ανά πάσα στιγμή το οικοδόμημα θα γκρεμιστεί. Η πέτρα δηλώνει αποχή από τη ζωή. Όμως αυτός ο όγκος που προσομοιάζει με πύργο από λέγκο ακόμη και αν διαλυθεί, δύναται να αναδομηθεί εκ νέου. Και έτσι υπομνηματίζεται η έννοια της επιμονής και της αναδόμησης. . Πρόκειται για την «εύθραυστη στιβαρότητα» όπως θα τη χαρακτηρίσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, που πυκνώνει ως double entendre το στοιχείο σταθερότητας και αστάθειας, το οποίο ενυπάρχει αξεδιάλυτο στην ανθρώπινη ύπαρξη όπως η αρχαία ρωμαϊκή θεότητα του διπρόσωπου Ιανού σε κάθε έναρξη και μετάβαση της ζωής.
«Το έργο αυτό το ονομάσαμε Ακατάστρεπτο. Είναι ένας σπουδαιοφανής τίτλος. Αλλά το ακατάστρεπτο, η συγγένειά του με τον όρο Indestructible, με βοηθάει να καταλάβω ότι δεν αναφέρομαι ακριβώς στο άφθαρτο. Το άφθαρτο θεωρείται αυτό στο οποίο επενδύουμε, που παραμένει ζωντανό για πάντα. Το ακατάστρεπτο είναι αυτό που ναι μεν καταστρέφεται αλλά με έναν περίεργο τρόπο συνεχίζει να ζει. Εμένα με ενδιαφέρει αυτή η διευκρίνιση. Αυτό που επέμενε».
Εξάλλου ο μύθος και πάλι ενισχύει τον αναγεννησιακό συμβολισμό της πέτρας με τον γιο του Προμηθέα Δευκαλίωνα να εμφανίζεται ως δεύτερος γενάρχης όταν εκσφενδονίζει πέτρες πίσω του για να γεννήσει ανθρώπους. Οι τρεις χάριτες πέφτουν από τον ουρανό ως πέτρες συνιστώντας en masse τον ολοκληρωμένο άνθρωπο που εμπεριέχει μέσα του τη Σοφία, την Ευδαιμονία, την Ομορφιά, «αυτό που εμείς σε όλη μας τη ζωή προσπαθούμε να κατακτήσουμε».
Τέλος, με τα ορειχάλκινα νεκρικά προσωπεία ο θεατής επιστρέφει στη θνητότητα της ύπαρξης. Ο Βελώνης χρησιμοποιεί τις οχτώ από τις δέκα μάσκες που παραχώρησε το Μουσείο. Τις στοιχίζει αντικριστά μέσα σε μία στενή προεξοχή στον ούτως ή άλλος μικρό, κλειστοφοβικό χώρο του Σφαγείου. Οι σκληροτράχηλοι αγωνιστές ως εξαϋλωμένες μορφές -αθάνατοι, αλλά ωστόσο πεπερασμένοι.
Μόλις θεατής εμφιλοχωρήσει σε αυτήν την προεξοχή, βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα προσωπεία. Η τρομερή εγγύτητα διαστρεβλώνει την αίσθηση του μεγέθους που διατηρεί για τα μυθοποιημένα αυτά πρόσωπα ενώ ταυτόχρονα δεν την καταργεί. Αυτό το στρίμωγμα όμως δεν σημαίνει σύμπνοια αλλά υπονοεί την αντιδικία που όρισε τις σχέσεις ανάμεσά τους. Τα εκμαγεία δημιουργήθηκαν από φοιτητές της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, αμέσως μετά τον θάνατό των αγωνιστών. Το αξονικό στοιχείο και στα τρία επίπεδα της έκθεσης μοιάζει ίσως να συμπυκνώνεται στο αίσθημα της μακαριότητας.
Ο θεατής συναισθάνεται τις ιδιαίτερες ιστορικοφιλοσοφικές δονήσεις να αναδύονται από το εσωτερικό των Σφαγείων και ταυτόχρονα το ζωντανό τοπίο να πάλλεται ολόγυρα (τον ήχο της θάλασσας, των καραβιών, της ζωής) σε αυτό το ιστορικά φορτισμένο νησί. Μοιραία αναθεωρεί την ιστορία υπό το πρίσμα αυτής της νεοτερικής αφήγησης και αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του καλλιτεχνικού λόγου (γλώσσας) στη διαμόρφωση δημόσιου διαλόγου και κοινής αισθητικής (με την ευρεία κοινωνικοπολιτική χροιά της έννοιας, όχι ως ομορφιά).
Ίσως τελικά το ένστικτο του καλλιτέχνη να παραμένει το πιο καθαρό, αλάνθαστο κριτήριο για μία γνήσια προσέγγιση της ιστορίας, χωρίς εξιδανίκευση και χωρίς ηθικό πρόσημα. Το συναίσθημα υπάρχει ακόμη και στις πιο ψύχραιμες επιστημονικές προσεγγίσεις της ιστορίας χωρίς ωστόσο να κυριαρχεί. Ο καλλιτέχνης το διατηρεί ακέραιο ως το τέλος. Τον οδηγεί σε μία βαθύτερη, ουμανιστική αλήθεια που έχει νόημα να διερευνήσει ο θεατής που αναζητά να συνδεθεί γόνιμα με την ιστορική του ταυτότητα και το συλλογικό ασυνείδητο. Ο καλλιτεχνικός λόγος εκφράζει τις ρωγμές της ιστορίας, όπως θα παρατηρήσει και ο Βελώνης.
Και γιατί 199 αντί για 200; Διότι με το παρελθόν αξίζει να συνδιαλέγεται κανείς αέναα, όχι μόνο με την ευκαιρία εξιδανικευμένων επετείων. Ας σημειωθεί επίσης ότι ιδιοτυπία της έκθεσης παραμένει το γεγονός ότι η τρίπτυχη εγκατάσταση αποτελείται από objets trouvés και όχι έργα του ίδιου του καλλιτέχνη.
Για άλλη μια φορά ο Δάκης Ιωάννου δημιουργεί πρωτοτυπία στο καλλιτεχνικό επιμελητικό ιδίωμα. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει shadow καλλιτέχνη, συν-δημιουργό ή συν-επιμελητή αφού η αναπαράσταση της εθνικής επετείου με προϋπάρχοντα αντικείμενα βασίζεται εν μέρει σε δική του έμπνευση.
Ωστόσο, η όλη ιδιοφυής σύλληψη, η έρευνα, η επιλογή των συγκεκριμένων υλικών ώστε οντολογικά να εγκιβωτίζουν το ιστορικοπολιτικό στοιχείο, ο αφηγηματικός τρόπος ο οποίος απορρέει από τον ειδικό συνδυασμό τους, η τελική εγκατάστασή τους σε αυτόν τον ιδιόμορφο εκθεσιακό χώρο (που καθαυτός συνιστά εικαστική παρέμβαση), αποτελεί εξαιρετικό επίτευγμα του ίδιου του Βελώνη. Πρόκειται για έναν διανοούμενο καλλιτέχνη. Δημιούργησε ένα μεγαλειώδες σύνθεμα όπου αμιλλώνται η φιλοσοφική βαθύνοια, η αισθητοποίηση του αφηρημένου, η ποιητική εικονοποιία.
πηγή: mononews.gr
Διαβάστε επίσης:
Η Χριστίνα Πλακόπητα με την Apoella «ανεβάζει» το ελληνικό design
Ξεκινάει με εκρηκτικές ταινίες το 10ο Θερινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας
Η Εύη Καλογηροπούλου «πηγαίνει» στο Φεστιβάλ των Καννών
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση