Με τον ευρηματικό, αινιγματικό και παιγνιώδη τίτλο Η Ζαργάνα Μου για την έκθεση της Ζόι Πολ (Zoë Paul) στο The Intermission η Άρτεμις Μπαλτογιάννη ακόμη μία φορά αναταράσσει τα ύδατα της σύγχρονης τέχνης.
O νεοπαγής εκθεσιακός χώρος The Intermission προκάλεσε ισχυρή αίσθηση στην ελληνική σκηνή όταν το περασμένο φθινόπωροη Άρτεμις τον εγκαινίασε με το Headshots του περίφημου Τζον Νάιτ και τη συνεργασία της βερολινέζικης γκαλερί Neu.
Χωρίς σύνορα
Εξαιρετικά επίκαιρη και πρωτότυπη η βρετανίδα Ζόι Πολ με το βλέμμα της συχνά να αντανακλά το φαινόμενο της κατακερματισμένης κοινότητας, την οποια εκείνη βίωσε στην ολότητά της μεγαλώνοντας με μεικτή καταγωγή (από Νότια Αφρική) στα Κύθηρα: το πώς οι προσωπικοί δεσμοί στις τοπικές κοινωνίες αποσαρθρώνονται με την (τεχνολογική) εξέλιξη. Σήμερα πλέον η γλύπτρια ζει στην Αθήνα αλλά η τέχνη της παρουσιάζεται διεθνώς, ειδικά στην Αγγλία (όπου και σπούδασε) και στη Γαλλία.
Την εμπειρία των ανοιχτών οριζόντων βιώνει και η Άρτεμις Μπαλτογιάννη. Στην κυρίως απασχόλησή της παραμένει σύμβουλος τέχνης (art advisor). Και ιδιαιτέρως στο Λος Άντζελες όπου τα τελευταία χρόνια βρίσκεται (κατά το ήμιση) η βάση της και συγχρωτίζεται με το ανάλογο cognoscenti πλήθος.
Υποστηρίζει δηλαδή διάφορους συλλέκτες ανά τον κόσμο σε αυτό το σύνθετο, συναρπαστικό (αλλά και επενδυτικό) ταξίδι που συνιστά η δημιουργία συλλογής έργων τέχνης.
Υπόσχεται να το καταστήσει «ασφαλές, ευχάριστο, παραγωγικό, πολυδιάστατο».
Για τις ανάγκες των πελατών που συμβουλεύει μετακινείται τακτικά ανάμεσα στην Αθήνα, το Λος Άντζελες, την Ευρώπη. «Σκέφτομαι ότι θα μπω στο αεροπλάνο και με πιάνει απελπισία», ομολογεί σήμερα μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Το νεοπαγές The Intermission αποτελεί παράπλευρη δραστηριότητα -«ένα passion project το οποίο θα έχει βέβαια θετικά αποτελέσματα στη δουλειά μου, στη βαθύτερη μόρφωσή μου, στην εμβάθυνση της εμπειρίας μου αλλά και στo καινούργιo πελατολόγιo το οποίο θα χτίσω και στις επαφές που φυσικά θα μου προσφέρει».
Εκεί όμως εδράζει πλέον το γραφείο της, και έτσι το The Intermission ίσως σηματοδοτήσει μία νέα περίοδο λιγότερων μετακινήσεων. Ίσως στον Πειραιά να ρίξει κάποτε άγκυρα.
Νεοφυές μοντέλο εκθέσεων
Λίγο πριν τη συνάντηση μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα στον Πειραιά, ένας δραστήριος και επιφανής συλλέκτης στην ελληνική κοινωνία έτυχε να σχολιάσει την επαγγελματική δεινότητα της κυρίας Μπαλτογιάννη: κάποιο έργο που ο ίδιος είχε αγοράσει έναντι μερικών χιλιάδων ευρώ ύστερα από μεσολάβησή της, σήμερα αγγίζει αρκετά παραπάνω στο διεθνές «χρηματιστήριο» της σύγχρονης τέχνης. «Είναι πολύ σοβαρή στη δουλειά της», υπογράμμισε.
Ωστόσο, η καθαρά επενδυτική πλευρά του όλου εγχειρήματος δεν συνιστούσε επουδενί λόγο για τον οποίο η ίδια εισχώρησε στο χώρο.
Σε έναν δρόμο ανάμεσα σε σιδηρουργεία στο πειραιώτικο λιμάνι, η λιτή, ανεπεξέργαστη αρχιτεκτονική του The Intermission διατηρεί τα ιδιαίτερα στοιχεία και τον ιστορικό χαρακτήρα της περιοχής. Ένα εργαστήριο τέχνης του οποίου η είσοδος χάνεται ανάμεσα στα υπόλοιπα τεχνικά εργαστήρια. Τίποτα δεν προϊδεάζει τον επισκέπτη ότι πρόκειται να ταξιδέψει ιδίοις όμμασι σε μία αισθητική και εννοιολογική όαση.
Ο χώρος εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2019 με την πρωτότυπη εγκατάσταση Headshots, a work in situ από τον αμερικάνο εικαστικό Τζον Νάιτ (John Knight) σε συνεργασία με την Gallerie Neu του Βερολίνου.
Η εγκατάσταση δημιουργήθηκε ειδικά για το άνοιγμα του The Intermission ενώ έναν μήνα αργότερα παρουσιάστηκε το κλασικό εννοιολογικό του έργο Worldebt, που από το 1991 έχει προβληθεί σε εμβληματικές εκθέσεις ανά τον κόσμο (όπως η Art Basel).
Στο The Intermission συντελείται ουσιαστικά ένα πρωτόφαντο μοντέλο επιμελημένης φιλοξενίας: Η Άρτεμις επιλέγει την γκαλερί με την οποία έρχεται σε επαφή και μαζί αποφασίζουν ποιον καλλιτέχνη θα προβάλλουν.
Ο εκάστοτε δημιουργός (άνδρας ή γυναίκα), δημιουργεί εν συνεχεία συγκεκριμένο έργο για τη φιλοξενία του στο The Intermission. Η έκθεση λειτουργεί ως έναυσμα, εφαλτήριο, πλατφόρμα, site specific εργαστήριο καλλιτεχνικής παραγωγής.
Η Αρτεμις Μαλτογιάννη θα επιδιώκει διαρκώς νέες συνεργασίες σε ένα ελεύθερο, ευέλικτο πρόγραμμα: «Οι διαφορά με τις γκαλερί, είναι το πρόγραμμά τους δημιουργείται από τους καλλιτέχνες που εκπροσωπούν και τις εκθέσεις που παρουσιάζουν. Με τα χρόνια παγιώνονται συνεργασίες. Εμείς δεν επιδιώκουμε να εκπροσωπήσουμε, δεν είμαστε ανταγωνιστικοί με τις γκαλερί. Αντιθέτως μάλιστα τις περιλαμβάνουμε στο πρόγραμμά μας και αυτό μας προσφέρει άπειρες επιλογές», διευκρινίζει η Άρτεμις.
Κάθε ξένη γκαλερί μπορεί έτσι να σφυριλατήσει σχέσεις και πελατειακό δίκτυο με το ελληνικό κοινό.
Τη Ζόι Πολ έχει αναλάβει η The Breeder και όταν πριν από τέσσερα χρόνια συμμετείχαν στη Frieze του Λονδίνου, οι κριτικοί την συμπεριέλαβαν ανάμεσα στους έντεκα πιο αξιοπρόσεχτους καλλιτέχνες της φουάρ. Το έργο Suppliant Branches at my Knees (2016) που τότε αξιολογήθηκε στα δεκάξι χιλιάδες ευρώ αγοράστηκε από ευρωπαϊκή συλλογή.
Δύσκολα θα συναντήσει κανείς κάτι ανάλογο με το The Intermission. Η Rental Gallery στη Νέα Υόρκη σύντομα μετατράπηκε σε κλασική γκαλερί.
«Γνώριζα μια κοπέλα στο Λος Άντζελες που ακολουθούσε παρόμοιο μοντέλο με τη διαφορά ότι εκείνη δεν επέλεγε καλλιτέχνες και έργα, δεν έκανε programming. Ενώ εγώ δημιουργώ το πρόγραμμα. Πολύ συγκεκριμένα επιλέγω καλλιτέχνες τους οποίους θεωρώ σημαντικούς, ότι αξίζει να τους γνωρίσει το ελληνικό κοινό».
Ψηλά ο πήχης
Ο Τζον Νάιτ από το Λος Άντζελες εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά δρώμενα. Η πρώτη έκθεση στο The Intermission ανέβασε τον πήχη ψηλά.
Ο Νάιτ αποφεύγει την έννοια site specific και τάσσεται υπέρ του in situ δικαιολογώντας ίσως τη φήμη του ως (μετά-) εννοιολογικού καλλιτέχνη εφόσον ο διαχωρισμός μοιάζει περισσότερο με διανοητικό κατασκεύασμα, άσκηση του νου.
«Site specific θα όριζε το έργο του αν είχε μείνει εδώ για κάποιο καιρό, είχε δει τον Πειραιά, τα μηχανουργία, το λιμάνι και είχε δημιουργήσει ένα έργο γύρω από όλα αυτά».
Αντιθέτως όσον αφορά το πρώτο έργο Headshots «o Νάιτ διέθετε τα στοιχεία του χώρου, τις διαστάσεις, τις φωτογραφίες, γνώριζε λίγα πράγματα για την περιοχή αλλά ουσιαστικά δημιούργησε ένα έργο το οποίο θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος».
Στο Headshots, είκοσι μεγάλα μπαλόνια στο χώρο στηρίζονταν στο έδαφος με βαρίδια τα οποία αγόρασε στον Πειραιά ώστε να μην φεύγουν σαν μπουλούκι προς το ψηλό ταβάνι. «Σε αυτό συνίσταται το problem solving along the way που προανέφερα», αφού δεν γνώριζε ότι επρόκειτο να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα.
Σε κάθε βάση αναγράφεται το υποκοριστικό καθενός από τους είκοσι ηγέτες που συμμετέχουν στη διεθνή σύνοδο G20: o τέως πρωθυπουργός Τσίπρας αποκαλείται βέβαια somersault, κοινώς κωλοτούμπας.
«Ο ίδιος απεχθάνεται τις ταμπέλες», διευκρινίζει η Άρτεμις. Το θέαμα των μπαλονιών (το οποίο συζήτησαν αναλυτικά ο εικαστικός και η Άρτεμις) «αγγίζει ένα μικρό παιδί όσο και έναν ηλικιωμένο». Τις ενστικτώδεις αισθήσεις, το πρωτόλειο επίπεδο.
Ο μέσος θεατής καλείται να μην το προσλάβει εγκεφαλικά αλλά να το βιώσει αισθητηριακά, όπως ιδανικά συμβαίνει με την αληθινή τέχνη.
Η διαδικασία της συλλογής
Οι καλλιτέχνες χρειάζονται τους συλλέκτες. Η Άρτεμις στην πραγματικότητα σκέφτεται από τη θέση τους αναζητώντας για αυτούς την πιο κατάλληλη δυνατή αγορά για τις αισθητικές αναζητήσεις τους.
Όσον αφορά τον συλλέκτη κινείται «ανάλογα με τη συλλογή που θέλει να χτίσει. Μπορεί για παράδειγμα να θέλει συλλογή με συγκεκριμένο θέμα ή να αλλάξει αυτήν που ήδη έχει».
Στον εξαιρετικά ελιτίστικο και κλειστό κόσμο της τέχνης, κρίσιμη παράμετρος για την πορεία ενός συμβούλου τέχνης παραμένει «το accessibility», το κατά πόσο έχει κανείς προνομιακή πρόσβαση ή προτεραιότητα στα νέα έργα περιζήτητων δημιουργών. Συνήθως τα έργα των πιο δημοφιλών δημιουργών με μικρή παραγωγή διοχετεύονται στους μεγάλους συλλέκτες του βεληνεκούς των Πινό (Pinault) και Ιωάννου.
Πέρα όμως από την προσβασιμότητα, έχει σημασία και η ικανότητα να διακρίνει κανείς την ήρα από το στάρι πράγμα που προκύπτει από «έναν συνδυασμό εμπειρίας και γνώσης».
Μία αέναη διαδικασία. Για την Άρτεμις, ξεκινάει από τις σπουδές της στο Goldsmith στο Λονδίνο και ύστερα με την ειδικότητά της στο art business από το NYU της Νέας Υόρκης.
Εκεί εργάστηκε στην Ελίζαμπεθ Πέιτον (Elizabeth Peyton, έργα της ανήκουν στη συλλογή του μουσείου ΜοΜΑ) καθώς και για τον σύμβουλο τέχνης Πολ Μακέιμπ (Paul McCabeFine Art advisory services) ενώ σύντομα προβιβάστηκε σε διευθύντρια της μεγάλης γκαλερί στο Μανχάταν Venus Over Manhattan που ανήκει στον γνωστό συλλέκτη Άνταμ Λίντεμαν (Adam Lindemann). Κορυφαίες επιλογές και συμπυκνωμένες σε μία ακόμη πολύ νεαρή ζωή.
«Κάποια στιγμή νόμιζα ότι ζούσα μια πολύ ενήλικη ζωή που ένιωθα δεν με αντιπροσώπευε αφού ήμουν μόνο είκοσι τριών ετών», θυμάται η Άρτεμις. Τα άφησε όλα στον αέρα, πήρε ένα backpack και στην κυριολεξία γύρισε τον κόσμο ολομόναχη για έξι μήνες για να δοκιμάσει, μεταξύ άλλων, να αφοσιωθεί στο σερφ. «Γιατί μικρή πίστευα ότι θα γίνω αθλήτρια και ότι με περιόρισαν αναγκάζοντάς με να σπουδάσω».
Πρώτος σταθμός το Λος Άντζελες και από εκεί η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία, η Ινδία, οι Μαλδίβες, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και η Σρι Λάνκα, ο πιο ωραίος από όλους. «Ύστερα βαρέθηκα να κάνω σερφ και να γνωρίζω κόσμο, σίγουρα δεν ήθελα τελικά να γίνω αθλήτρια», παραδέχεται σήμερα χαμογελώντας.
Από τότε μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Λος Άντζελες και την Αθήνα αλλά αυτή η τζετ σετ παράμετρος της ζωής της δεν εκμαυλίζει την ποιότητά της.
Πολιτική ορθότητα και καλλιτεχνικά κριτήρια
Ορισμένες φορές αναγκάζεται να ενεργοποιεί το επενδυτικό της δαιμόνιο: «όταν ένας συλλέκτης θέλει να βεβαιωθεί ότι η συλλογή που δημιουργεί σήμερα θα αποκτήσει μελλοντικά μεγαλύτερη αξία». Δεν συνεργάζεται ακόμη με «mega collectors με δικά τους ιδρύματα ή συλλογές σε δημόσια έκθεση». Ωστόσο ανάμεσα στους δέκα πέντε συνολικά συλλέκτες της «υπάρχουν δύο που αγοράζουν διαρκώς».
Ο νεότερος έχει ηλικία λίγο πάνω από τα τριάντα και οι υπόλοιποι μια δεκαετία μεγαλύτεροι. Αξιοπερίεργο ότι «δεν έχω κανέναν Αμερικάνο πελάτη στο Λος Άντζελες. Οι περισσότεροι είναι χαρακτηριστικά mixed».
Όσο για τους ίδιους τους καλλιτέχνες, «παρουσιάζονται άνθρωποι από όλες τις εθνικότητες αλλά σίγουρα δεν αντιπροσωπεύονται όλες σωστά. Η τέχνη παραμένει κυρίαρχα δυτική. Τα τελευταία χρόνια γίνεται συστηματική προσπάθεια να δοθεί βήμα και σε άλλες περιοχές του κόσμου».
Στην πιο πρόσφατη φθινοπωρινή Frieze διοργανώθηκε αφιέρωμα στους αφρικάνους καλλιτέχνες ενώ γενικότερα στον δυτικό κόσμο παρουσιάζονται συνεχώς εκθέσεις από γυναίκες ή με γυναικείο θέμα.
Ωστόσο, η πολιτική ορθότητα φτάνει πολλές φορές στην υπερβολή.
«Έχει γίνει της μόδας αυτή η προσπάθεια. Υπάρχει δυνατή παραγωγή από τρίτες χώρες αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι αναγνωρίζεται σωστά. Δηλαδή πραγματικά έπρεπε κάτι να αλλάξει διότι υπήρχαν ομάδες ανθρώπων των οποίων η καλλιτεχνική αξία δεν έβρισκε ευκαιρίες πρόσβασης. Αλλά η ενσωμάτωση (το λεγόμενο inclusiveness) έγινε της μόδας, η σωστή διόρθωση δεν ξέρω αν έχουμε αντιληφθεί ακριβώς τι σημαίνει».
Ίσως δηλαδή να θυσιάζονται τα γνήσια καλλιτεχνικά και αισθητικά κριτήρια (που δεν έχουν σχέση με φύλο ή εθνικότητα) στην προσπάθεια της δύσης να διορθώσει ιστορικά λάθη διακρίσεων.
Ταυτόχρονα οι επαγγελματίες της τέχνης διακρίνονται από μία μονοσήμαντη αναζήτηση της καινοτομίας, του καινούργιου.
«Τώρα μπαίνουμε σε βαθιά νερά αλλά θεωρώ ότι το novelty δεν θα έπρεπε απαραίτητα να αποτελεί από μόνο καθοριστικό στοιχείο. Πολλές φορές γίνονται της μόδας καλλιτέχνες και πιάνουν από το πουθενά αστρονομικές τιμές αλλά αν έχεις παρακολουθήσει συστηματικά την ιστορία της τέχνης σου σηκώνεται η τρίχα» εξηγεί φανερώνοντας εξαιρετικό κριτήριο παρά το νεαρό της ηλικίας της.
Υπάρχει λύση για να εκτιμήσει κανείς τη διαχρονική δύναμη ενός καλλιτέχνη: «σε μεγάλο βαθμό λέω κοιτάξτε τους επιμελητές, μην κοιτάτε μόνο την αγορά αλλά και τα μουσεία», επισημαίνει. «Σήμερα τα μουσεία δεν είναι πεθαμένα μέρη. Παρουσιάζουν τον έναν young artist μετά τον άλλον. Έχουν ενδιαφέρον οι περιπτώσεις όπου η αγορά συμφωνεί και συμπίπτει με τους curators και τα μουσεία» συμπληρώνει.
«Οι ειδικοί συνειδητοποιούν ότι κάτι τέτοιο εμπλουτίζει την ιστορία της τέχνης και ενισχύει την εξέλιξή της ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί σε ένα επίπεδο που το ευρύ κοινό κατανοεί. Και ειδικά για τη δημιουργία μίας ιδιωτικής συλλογής, θεωρώ ότι αυτό αποτελεί ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει κανείς».
Πληροφορίες:
Η έκθεση Η Ζαργάνα μου της Zoë Paul ανοίγει στις 23 Μαρτίου.
Θα ανοίξει χωρίς εγκαίνια για προληπτικούς λόγους.
Στον εκθεσιακό χώρο The Intermission, Πολυδεύκους 27A Πειραιάς.