Αυτοψία από την Λίνα Μενδώνη και την Μαρέβα Μητσοτάκη στον τόπο όπου παραδοσιακά κατασκευάζονταν τα μαντήλια για τις παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές
Τα παραδοσιακά μαντήλια κεφαλιού για όλες τις περιοχές της Ελλάδας, ακόμη όμως και για τα μοναστήρια της χώρας παράγονταν για περισσότερο από έναν αιώνα στο ιστορικό κτήριο του Τυποβαφικού Εργαστηρίου στο Μεταξουργείο, σήμερα όμως τόσο το ίδιο, όσο και ο εξοπλισμός του βρίσκονται σε άθλια κατάσταση.
Και τα δύο, ωστόσο, διασώζονται τώρα, ύστερα από την απόφαση της υπουργού Πολιτισμού να προχωρήσει άμεσα ο καθαρισμός του χώρου και να ξεκινήσουν οι μελέτες για τη συντήρηση και την αποκατάστασή του, με στόχο να αναδειχθεί και να αξιοποιηθεί αυτή η βιοτεχνική εγκατάσταση, μοναδική για την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Η κυρία Λίνα Μενδώνη επισκέφθηκε χθες την «Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών ΒΕΜ Ο.Ε.», ενώ ύστερα από δική της πρόσκληση παραβρέθηκε στην αυτοψία και η κυρία Μαρέβα Γκραμπόφκσι – Μητσοτάκη, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός της για την παραδοσιακή υφαντική και την τέχνη της χειροτεχνίας.
Πρόκειται, άλλωστε, για ένα κτήριο που κουβαλά ιστορία 130 και πλέον ετών και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μοναδική τέχνη του σταμπωτού υφάσματος. Γιατί οι μηχανές του εργαστηρίου δούλευαν ασταμάτητα, ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και παρήγαγαν μαντήλια κεφαλής, που διανέμονταν σε όλη τη χώρα αλλά και ταξίδευαν στο εξωτερικό.
Τα μοτίβα ήταν αντίγραφα από κεντήματα διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, με σκοπό να είναι αναγνωρίσιμα από τις γυναίκες που τα φορούσαν. Το μαντήλι αυτού του τύπου ήταν, άλλωστε, το τελευταίο στοιχείο του ελληνικού κεφαλόδεσμου.
«Στόχος μας είναι, εκτός από την μουσειακή χρήση του παραδοσιακού εργαστηρίου, να αναβιώσει η τέχνη και η τεχνική του σταμπωτού μαντηλιού, η οποία κάποτε ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου», όπως λέει η κυρία Μενδώνη, προαναγγέλλοντας τη διάσωση του.
Μοναδικός είναι ο παραδοσιακός τεχνικός εξοπλισμός του εργαστηρίου, με λεπτοκαμωμένες μήτρες, σπουδαία σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και με το μαύρο, ανεξίτηλο χρώμα, της ανιλίνης. Είναι το χρώμα που χαρακτήριζε τα ελληνικά μαντήλια, αφού παρέμενε ανεξίτηλο ακόμη και στη χλωρίνη!
Τα σχέδια και οι μήτρες των ξυλότυπων αποτελούσαν μάλιστα περιουσιακό στοιχείο, ενώ η συνταγή της βαφής ήταν επτασφράγιστο μυστικό, που το παρέδιδαν από γενιά σε γενιά. Οι ξυλόγλυπτες σφραγίδες, τα καλούπια σκαλίζονταν από τεχνίτες μερακλήδες – καλλιτέχνες του ξύλου, που χρησιμοποιούσαν την εύπλαστη φλαμουριά, την ελιά ή, για μεγαλύτερη διάρκεια την αγριογκοριτσά (αγραπιδιά) και εμπνέονταν από την βυζαντινή λαϊκή παράδοση, με μοτίβα, που ήταν κυρίως, λουλούδια.
Τα υφάσματα, εξάλλου, των μαντηλιών ήταν από μαλακό βαμβάκι και από ελαφρύ μεταξωτό, τύπου «πονζέ», με αζούρ μονό, διπλό ή και τριπλό στο τελείωμα. Ανάμεσα στα σχέδια μάλιστα περιλαμβάνονται και εκείνα του Γιάννη Τσαρούχη, που στην περίοδο 1935 – 1940 και ύστερα από προτροπή της Δώρας Στράτου δημιούργησε σχέδια με ελληνική θεματολογία και με εξαίρετα αποτελέσματα.
Το εργαστήριο είχε ανοίξει για πρώτη φορά στη Σύρο από τον Ηρακλή Οικονομόπουλο και τα τέσσερα αδέλφια του. Ονομαζόταν μάλιστα «Καλεμκερείον» (σύνθετη λέξη τουρκικής προέλευσης: καλέμ=κάλαμος και κιαρ=εργασία, που σημαίνει το γυναικείο και ζωγραφισμένο στο χέρι μαντήλι).
Το 1895 μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στην οδό Πλαταιών 38 σε ένα χώρο που επιλέχθηκε ειδικά, γιατί διέθετε πηγάδι, και το νερό αποτελούσε κύριο συστατικό για τη βαφή. Εκεί λειτούργησε ως το 1997, διατηρώντας την παραδοσιακή διαδικασία, με μόνη αλλαγή, το πέρασμα από τα ξύλινα καλούπια και τις σφραγίδες -φτιαγμένες από ξύλο φλαμουριάς- στη μεταξοτυπία.
Η κατάσταση του κτηρίου σήμερα όμως, δεν είναι καλή. Η ευτελής στέγαση του προαύλιου χώρου (με στέγαστρα από λαμαρίνες και λοιπά πρόχειρα υλικά) είναι υπό κατάρρευση, ενώ από τις καιρικές συνθήκες δημιουργούνται περαιτέρω φθορές στους φέροντες τοίχους, στα φύλλα επικάλυψης των διαδρομών, καθώς και στα λοιπά μεταλλικά στοιχεία (δοκούς, πόρτες κλπ).
Έτσι, τα βαφεία, τυπωτήρια, στεγνωτήρια, εκθετήρια, οι πάγκοι εργασίας, οι χτιστές λεκάνες βαφείων, τα καλούπια, οι γαζωτικές μηχανές και όλος ο βοηθητικός μηχανολογικός εξοπλισμός (εργαλεία, κλειδιά) χρήζουν άμεσης συντήρησης.
Προηγουμένως όμως η υπουργός ζήτησε να συγκεντρωθεί και να καταγραφεί ο αρχειακός πλούτος του εργαστηρίου (σχέδια, δειγματολόγια, στάμπες). Να σημειωθεί ότι από το 2003 το υπουργείο Πολιτισμού είχε εγκρίνει την απ΄ ευθείας εξαγορά του μηχανολογικού και κινητού εξοπλισμού του εργαστηρίου και ακολούθησε η καταγραφή και φύλαξη του πολύτιμου υλικού του.
Το κτήριο, ιδιοκτησίας της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, παραχωρήθηκε για χρήση στο ΥΠΠΟΑ το 1999. Είχε προηγηθεί, το 1995 η κήρυξή του ως διατηρητέου μνημείου μαζί με τον μοναδικό εξοπλισμό του και τα λοιπά κινητά αντικείμενα, διότι αποτελούσε μοναδικό δείγμα τυποβαφικού εργαστηρίου σταμπωτών παραδοσιακών μαντηλιών στην Ελλάδα, με συνεχή λειτουργία επί 100 χρόνια.
Διαβάστε επίσης:
Λίνα Μενδώνη: Το κράτος δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ τα μουσεία του
Λίνα Μενδώνη: Έρχεται νέο θεσμικό πλαίσιο για την πολιτιστική χορηγία
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση