«Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα» δήλωσε η Μερκούρη, που έμεινε στη θύμηση απλώς ως Μελίνα. Ένας αιώνας από τη γέννησή της συμπληρώνεται σήμερα Κυριακή 18 Οκτωβρίου.
Η διάσημη πλέον ρήση της απευθυνόταν στον Παττακό που είχε ανακοινώσει ότι θα της αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια. Δύο μέρες αργότερα τα μαγαζιά της Νέας Υόρκης πουλούσαν κονκάρδες με τη δήλωση «Η Μελίνα είναι Ελληνίδα».
Η Μελίνα στην καρδιά της συλλογικής συνείδησης, η Μελίνα στη σφαίρα του μύθου…
Το 2020 ορίστηκε από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ως έτος τιμητικό για τη μεγάλη ηθοποιό και πολιτικό που άφησε την τελευταία της πνοή στo Memorial Sloan Kettering Cancer Center το 1994 στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται λοιπόν για διπλή επέτειο εφόσον συμπληρώνονται φέτος και είκοσι πέντε χρόνια από την ημέρα του θανάτου της.
Η μεγαλοαστή που έγινε Στέλλα…
Δεν ορρωδούσε προ ουδενός: Η κολωνακιώτισσα, που αντίθετα από τις comme il faut παραδόσεις των συμμαθητριών της στο Μαράσλειο αποφάσισε να σπουδάσει ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο. Η εικόνα της με τον καπνό στα χείλη και τα υγρά, εκφραστικά της μάτια στο Ποτέ την Κυριακή (1960) να δίνει βελούδινη φωνή στα Παιδιά του Πειραιά έχει εντυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη της σύγχρονης Ελλάδας. Ο Μάνος Χατζηδάκις κέρδισε έτσι το πρώτο και τελευταίο ελληνικό Όσκαρ στην κατηγορία του καλύτερου τραγουδιού με ξενόγλωσσο στίχο.
Η ερμηνεία της κέρδισε υποψηφιότητα καλύτερης ερμηνείας στα Όσκαρ και το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών το 1960 -οπωσδήποτε η κορυφαία στιγμή της Ελληνίδας ηθοποιού.
Ο ίδιος ο Ντασέν στο Ποτέ την Κυριακή υποδύεται τον αρχαιολάτρη Αμερικανό σε μία ταινία που εκφράζει την ειλικρίνεια, την αθωότητα καθώς και τον έρωτά του για τη σταθερή του πρωταγωνίστρια στο φιλμ και στη ζωή.
Στην Ελλάδα όμως εξίσου αγαπήθηκε και για την Στέλλα (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο ρόλος ίσως ταυτίστηκε μέσα της με κάτι ενδόμυχα δικό της: Η μπουρζουαζί που κατέβηκε στο δρόμο, η ελληνίδα Κάρμεν. Αργότερα στην πολιτική θα ταχτεί υπέρ των λαϊκών αγώνων.
Άλλοτε με την οίηση της σταρ άλλοτε terre a terre, προσγειωμένη, συμβιβασμένη με την ήττα, τα χρόνια, την αρρώστια, αλλά πάντα εκθαμβωτική, παθιασμένη, θερμή, ιδεαλίστρια, ηθική. Μεγαλοπρεπής αλλά και ταπεινόφρων, λαμπερή αλλά και
Η Μελίνα απορροφούσε σαν χαμαιλέοντας καινούργιους ρόλους και ιδιότητες παραμένοντας όμως πάντα η αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια. Αν η Κάλλας δεν είχε οικειοποιηθεί πρώτη τον τίτλο της Ελληνίδας ντίβας, θα τον κέρδιζε οπωσδήποτε η Μελίνα.
Όσοι τη γνώριζαν μικρό κορίτσι, τη θυμούνται να περιδιαβαίνει το Κολωνάκι και να εντυπωσιάζει τους πάντες με το ασυνήθιστο για την εποχή ύψος της, με τον αέρα της -«φυσούσε» παρατηρούσαν. Γεννημένη σταρ, η πολιτική και η δημοσιότητα αποτελούσαν φυσικό της περιβάλλον.
Κόρη του πολιτικού (και υπουργού στις κυβερνήσεις Σοφούλη μετά την Απελευθέρωση) Σταμάτη Μερκούρη, εγγονή του γιατρού και μετέπειτα δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη (ο οποίος έχασε το 1914 από τον βενιζελικό αντίπαλό του Εμμανουήλ Μπενάκη για να στρατευτεί αργότερα με τη φιλοκωνσταντινική παράταξη προτού ξανακερδίσει για μια τελευταία φορά το 1929-34).
Στο θεατρικό σανίδι
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε το 1944 και αμέσως εισχώρησε στο δραματολόγιό του, καταρχήν με μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στο κλιμάκιο του Πειραιά.
Τα πλούσια φυσικά της προσόντα όσο και η πηγαία τόλμη της τη βοήθησαν να ξεχωρίσει. Ο Κάρολος Κουν της χάρισε τον πρώτο μεγάλο της ρόλο στο Λεωφορείο ο πόθος του Tennessee Williams στο Θέατρο Τέχνης το 1949.
Εξασφαλίζοντας την έγκριση του θρυλικού θεατράνθρωπου, καθιερώθηκε γρήγορα ως ηθοποιός με ξεχωριστά προσόντα. Παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης έως και το 1950 ερμηνεύοντας Huxley, Miller, Rusen αλλά το 1951 μετοίκησε στο Παρίσι για να εγκαινιάσει τη διεθνή της καριέρα με έργα του βουλεβάρτου.
Το 1955 αποτελεί χρονιά ορόσημο διότι έκτοτε η ζωή της παραμένει άρρηκτα δεμένη με τον Αμερικανό σκηνοθέτη γαλλοεβραϊκής καταγωγής Ζιλ Ντασέν. Παντρεύτηκαν το 1966. Έζησαν μέχρι τέλους στο γνωστό σπίτι τους στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και σχεδόν επί μία δεκαετία δοκίμασε καίριους ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου (Λαίδη Μακβέθ, Λυσσασμένη Γάτα) που άγγιζαν το προφίλ της κυρίαρχης ντάμας με τον ευάλωτο ψυχισμό.
Η επιβλητική της παρουσία όμως ταίριαζε περισσότερο στη μεγάλη οθόνη (αν εξαιρέσει κανείς την πιο εξπρεσιονιστική, θεατρική τεχνική της). Ο κινηματογράφος με τις εξωπραγματική του διάσταση συνέβαλε στη μυθοποίησή της.
Θαυμάστηκε στα ακόλουθα φιλμ: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), Ο νόμος (1958), Ποτέ την Κυριακή (1960), στην εκσυγχρονισμένη Φαίδρα (1962) με τον Anthony Perkins και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, στο θρίλερ – παιχνίδι Τοπ-Καπί (1964), στο Στις δέκα και μισή ένα καλοκαιρινό βράδυ (1966), στην Υπόσχεση την Αυγή (1970), θερμή μεταφορά μιας σκιαγραφίας της πληθωρικής Ρωσίδας μητέρας του συγγραφέα Romain Gary.
Επίσης στο στρατευμένο φιλμ Η δοκιμή (1974) με τον Sir Laurence Olivier, την Ολυμπία Δουκάκη, τον Μίκη Θεοδωράκη μεταξύ άλλων.
Μετά την πτώση της Χούντας συμμετείχε στην Κραυγή γυναικών (1979) με την Ellen Burstyn: Σύγχρονη εκδοχή της Μήδειας εμπνευσμένη από τα εγκληματικά χρονικά αλλά και τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά της ηθοποιού στην ερμηνεία του τραγικού ρόλου.
Συνεργάστηκε και με άλλους σκηνοθέτες όπως ο κορυφαίος Joseph Losey για την Τσιγγάνα (1958) και ο Juan Antonio Bardem για τα Μηχανικά πιάνα (1965).
Η πολιτική της φλέβα
Με τον Ντασέν συνοδοιπόρο επί σαράντα χρόνια έζησε την ελληνική καλλιτεχνική, κοινωνική και πολιτική ζωή της τελευταίας φάσης της ζωής της έως το μοιραίο 1994.
Κατά τη χουντική επταετία συμμετείχαν ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα σε όλα τα πλάτη της γης στρατεύοντας τη φήμη τους σε μια προσπάθεια να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινή γνώμη. Οι συνταγματάρχες της αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ο Ντασέν τη σκηνοθέτησε κυρίως για το θέατρο (από το θέατρο ξεκίνησε και ο ίδιος) με έργα επιλεκτικά που γνώρισαν τεράστια επιτυχία με τη σύμπραξη της Μελίνας: Το γλυκό πουλί της Νιότης του Ουίλιαμς με τον θίασο του Γιάννη Φέρτη, η Όπερα της πεντάρας του Μπρεχτ με τον θίασο του Νίκου Κούρκουλου…
Τα πρώτα εκείνα χρόνια εμφανίστηκε εκτάκτως στο σανίδι ερμηνεύοντας μεταξύ άλλων την Κλυταιμνήστρα στην Ορέστεια του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Αλλά στην πραγματικότητα την έχει πλέον πλήρως απορροφήσει η πολιτική.
Εκλέχτηκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ το 1977, το 1981, το 1985 και το 1990 και ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού επί οχτώ χρόνια (1981-89).
«Ανδρέα δεν αρέσουμε πια», θρυλείται πως δήλωσε στον Παπανδρέου μετά τη δεκαετία του 1990.
Ταύτισε το όνομα και την υστεροφημία της με τον αγώνα της για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα. Ο ελληνικός πολιτισμός και η συνείδηση της εθνικής ταυτότητας έχει δεθεί με το όραμά της. Ο Αγώνας της συνεχίζεται απαρασάλευτα μέχρι σήμερα. Και επανέρχεται καίρια και δριμύτερα το 2021 με τα διακόσια χρόνια από την ελληνική Επανάσταση.
Η δημιουργία του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη αφιερώθηκε στην εκπλήρωση αυτού του ονείρου ζωής της.
Η Μελίνα Μερκούρη έθεσε την τέχνη και τον πολιτικό της βίο στην υπηρεσία του ανθρώπου.
Διαβάστε επίσης:
Τέχνη στο κύμα: Οι καλλιτέχνες της διασποράς στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο
Τα διασημότερα έργα τέχνης που υμνούν τη γυναίκα
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση