Ένα μουσείο που θα αντανακλά, αισθητικά και λειτουργικά την εποχή του Γεωργίου Α’ θα είναι το Ανάκτορο του Τατοΐου.
Έπιπλα, αντικείμενα, πίνακες, αλλά και χάρτινα ντοκουμέντα που τεκμαίρουν την διαδρομή της τέως βασιλικής οικογένειας θα εκτίθενται μέσα σ΄αυτό ενώ στους χώρους του υπογείου, θα υπάρχουν αίθουσες για εκπαιδευτικά προγράμματα ή μικρές, θεματικές περιοδικές εκθέσεις, και η αίθουσα του κινηματογράφου, θα χρησιμοποιείται για προβολές συναφούς ιστορικού υλικού.
Όλα αυτά και πολλά σημαντικά ακόμη _ η αρχιτεκτονική, η στατική και η ηλεκτρομηχανολογική μελέτη_ συζητήθηκαν και εγκρίθηκαν ομόφωνα σήμερα το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Έτσι το κτηριακό συγκρότημα ανακτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, την αρχιτεκτονική του ταυτότητα ως αντίγραφο αγροικίας στο Peterhof, τον μνημειακό χαρακτήρα, αλλά και την ανάδειξη των στοιχείων της αυθεντικότητας του. Επισημαίνεται πάντως, ότι η επαναφορά στην εποχή του Γεωργίου Α’, σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη, προτάθηκε μόνο σε όσα στοιχεία υπήρχε επαρκής επιστημονική τεκμηρίωση. Ταυτόχρονα ο στόχος είναι η βελτίωση της λειτουργικότητας του κτηρίου, ώστε να καταστεί λειτουργικό και φιλικό προς τον επισκέπτη.
Η μελέτη
Συγκεκριμένα και σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική μελέτη:
Στο ισόγειο διατηρείται η κεντρική είσοδος στη βόρεια όψη του κτηρίου, δεδομένου ότι αντιστοιχεί στην εποχή της υφιστάμενης διαμόρφωσης του χώρου της κύριας εισόδου με το κλιμακοστάσιο.
Η υφιστάμενη εσωτερική διαμόρφωση αποτελεί επέμβαση της 2ης περιόδου (1913-1947) του κτηρίου και ειδικότερα (το έτος 1937) επί Γεωργίου Β΄, ώστε να καταστεί μεγαλύτερος και ενιαίος ο χώρος της εισόδου, του κτηρίου. Επί Γεωργίου Α΄ ο χώρος αυτός ήταν μικρότερος και η κλίμακα ανόδου στον πρώτο όροφο ήταν διαφορετική. Διατηρείται και αποκαθίσταται το στέγαστρο της κεντρικής εισόδου, στην υφιστάμενη μορφή του, με τα υφιστάμενα μεταλλικά φουρούσια, καθώς αναφέρεται στην ίδια χρονική περίοδο με την κεντρική είσοδο. Διαμορφώνεται επίσης, η είσοδος και για ΑμεΑ.
Διατηρείται εξάλλου η κλίμακα που οδηγεί από το ισόγειο στη στάθμη του υπογείου, πλησίον του αναβατορίου τροφίμων, για λόγους μουσειολογικούς, καθώς από την σκάλα αυτή, σε συνδυασμό με το αναβατόριο, γινόταν η επικοινωνία από την κουζίνα (υπόγειο) στο ισόγειο. Επίσης, για μουσειολογικούς λόγους διατηρείται η κλίμακα που οδηγούσε από το γραφείο του ισογείου, στα υπνοδωμάτια στον Α΄ όροφο.
Στον Α΄ όροφο αναδιαμορφώνεται ο χώρος γύρω από την ξύλινη κλίμακα ενώ παραμένουν τα μεγάλα παράθυρα στη νότια όψη του κτηρίου. Επισημαίνεται, ότι για την περίοδο του Γεωργίου Α΄ υπάρχει φωτογραφικό υλικό για τους εσωτερικούς χώρους του ισογείου και κυρίως από το γραφείο του, το σαλόνι και στους χώρους της νότιας πλευράς του κτηρίου.
Στον Β΄ όροφο, που είναι η σοφίτα διατηρείται το σύνολο των υφιστάμενων φεγγιτών, εκτός από δύο, οι οποίοι καταργούνται, καθώς προβλέπεται η επαναφορά του δυτικού αετώματος της στέγης.
Στη στάθμη υπογείου τέλος, διαμορφώνονται επιπλέον χώροι υγιεινής για το κοινό.
Συνοπτικά δηλαδή, οι εργασίες που προβλέπονται αφορούν σε: Στερεώσεις και επισκευές, διαρρυθμίσεις , (κατασκευή νέων χώρων υγιεινής, ενσωμάτωση ανελκυστήρων κλπ), εκ νέου κατασκευή όλων των Η/Μ εγκαταστάσεων, ώστε να καλύπτονται πλήρως λειτουργικά οι νέες χρήσεις των χώρων, επίσης συντηρήσεις διακοσμητικών στοιχείων και διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου.
Το κτήριο
Να σημειωθεί ότι το κτήριο του θερινού ανακτόρου αποτελεί αντίγραφο αγροικίας του Peterhof. Εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, ο οποίος, ύστερα από εντολή του Γεωργίου Α’, μετέβη το 1880 στην Αγία Πετρούπολη για τον σκοπό αυτό. Η ανέγερση του κτηρίου ξεκίνησε το 1884 και ολοκληρώθηκε το 1886. Αποτελείται από δύο κύριες πτέρυγες, την ανατολική και τη δυτική και επιστεγάζεται με ξύλινη κεραμοσκεπή. Η μεγάλη τραπεζαρία, στο ισόγειο, αποτελούσε το διαχωριστικό όριο μεταξύ των δύο πτερύγων. Πρόκειται για κτήριο λιθόκτιστο, μήκους 72 μέτρων και μέγιστου πλάτους 16 μέτρων περίπου, το οποίο αναπτύσσεται σε τέσσερα επίπεδα: Υπόγειο επιφανείας 1220,30τ.μ. , Ισόγειο επιφανείας 1017,27τ.μ. , Όροφο επιφανείας 963,86 τ.μ. και Σοφίτα επιφανείας 842,86 τ.μ.
Η σημερινή εικόνα του ανακτόρου ωστόσο είναι προϊόν μετατροπών και τροποποιήσεων που έγιναν μέσα στο χρόνο για πρακτικούς, αισθητικούς και για λόγους εκσυγχρονισμού. Υλοποιήθηκαν σε τρεις κυρίως περιόδους: Το 1884-1913 που αφορά στην ανέγερσή του και την διαμόρφωση των κήπων από τον Γεώργιο Α’.
Το 1913-1947 με σειρά εργασιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του, που τροποποίησαν σημαντικά την αρχική του εικόνα και στις οποίες οφείλει τη σημερινή του μορφή. Και τέλος το 1947-1967 κατά την οποία, επί Παύλου Α’, το ανάκτορο εκσυγχρονίσθηκε και έγιναν νέες τροποποιήσεις κυρίως στο υπόγειο, τμήμα (κάτω από τον χώρο του γραφείου του Γεωργίου Α’) που μετατράπηκε σε αίθουσα κινηματογράφου, τη σοφίτα και τον κήπο του κτηρίου, καθώς και εσωτερικές διαρρυθμίσεις. Το έτος 1967 το ανάκτορο σφραγίστηκε οριστικά και παραμένει κλειστό έως και σήμερα.
Διαβάστε επίσης:
Μέγας Αλέξανδρος: Αποκαλύπτεται το ανάκτορο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βασιλιάς των Μακεδόνων
Μία virtual περιήγηση στο ανάκτορο των Βερσαλλιών
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση