Τρία νέα βιβλία με ελληνική υπογραφή, γένους θηλυκού, παρουσιάζουν οι εκδόσεις Καστανιώτη στη μετά τον εγκλεισμό εποχή. Πρόκειται για τις καταξιωμένες πεζογράφους Ευγενία Φακίνου (από τη Δευτέρα 25/5) και Ρέα Γαλανάκη ενώ κυκλοφορεί και η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ που άφησε την τελευταία της πνοή στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου.
Στα Γράμματα στη Χιονάτη η Ευγενία Φακίνου εκδράμει στα ανεξερεύνητα μέρη της ψυχής με το μοναδικό ύφος και παραδίδει ένα λυτρωτικό ταξίδι με ανοιχτό τέλος.
Επικρατεί η ασάφεια: Ένα εγκαταλειμμένο χωριό κι ένα ερημικό σπίτι σε μια δασώδη πλαγιά, συνθέτουν το υποβλητικό σκηνικό του μυθιστορήματός της.
Η κεντρική ηρωίδα εγκαταλείπει τη ζωή στην πόλη και καταφεύγει στη φύση με μία συγκεκριμένη αλλά αναμολόγητη προσδοκία που παραμένει μυστήριο.
Γύρω από το σπίτι όπου αποφασίζει να στήσει τη νέα της ζωή περιμένοντας «το άλλο χιόνι», παρελαύνουν διάφορα εξωτικά όντα στα όρια του ονείρου και του πραγματικά και με πλούσιες λογοτεχνικές αναφορές: ο Ρόθκο, ο Καίσαρας και η αινιγματική Αισθήρ αλλά κανείς δεν την γοητεύει τόσο όσο το κορίτσι που δεν μιλάει, όπως η Χιονάτη όταν κατάπιε το μήλο… Θα συναντήσει έναν σπουδαίο αλλά οργισμένο ποιητή, θα παραστεί «ψυχρή σαν άγαλμα» σ’ έναν σουρεαλιστικό λούμπεν γάμο καθώς και με τα «ρετάλια» του παλιού κοινοβίου…
Αυτή η αινιγματική, απροσδιόριστη απόδραση αποτελεί έναυσμα για την υπαρξιακή της αναζήτηση προκαλώντας ταυτόχρονα στον αναγνώστη την επιθυμία να αναμετρηθεί με τη μοναξιά του δικού του εγώ και το ερώτημα αν τελικά η αγάπη παραμένει χιμαιρική.
Κάθε νέο βιβλίο (όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη) από τη Ρέα Γαλανάκη αποτελεί εκδοτικό γεγονός, όπως και η νέα συλλογή διηγημάτων της.
Συχνά αντλεί τα θέματά της από ιστορικές φυσιογνωμίες, όπως στο Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (2018) ή στο Δύο γυναίκες, δύο θεές (2017) από γλυπτά του Γιαννούλη Χαλεπά, αλλά εκείνη έχει διευκρινήσει:
«Δεν συμφωνώ ότι είναι τα πιο σημαντικά. Με ενοχλεί να με ταυτίζουν με ένα είδος, κι ας έχει πει ο Μαρωνίτης ότι ανανέωσα το ιστορικό μυθιστόρημα με τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά. Καταρχήν αν δεν με συγκινήσει ένα πρόσωπο ιστορικό, αν δεν μου βγάλει κάτι δικό μου, δεν πα να ‘ναι άνδρας, γυναίκα, πασάς ή ζωγράφος, δεν μπορώ να γράψω.
Στην ουσία με τον εαυτό μου ασχολούμαι, την εποχή μου και τους ανθρώπους που είναι σαν κι εμάς. Δεν κάνω επιστήμη, λογοτεχνία κάνω, που είναι ένας συνδυασμός με περίεργες ισορροπίες συναισθήματος και λογικής. Εμένα μου αρέσει η λογοτεχνία που θα με προβληματίσει -θα με κάνει να σκεφτώ- αλλά θα με συγκινήσει κιόλας». Εξάλλου εμφανίστηκε, διακρίθηκε και ως ποιήτρια της μεταπολίτευσης (Πλην εύχαρις).
Μεταξύ πολλών άλλων διακρίσεων στην πεζογραφία, έχει τιμηθεί δυο φορές με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (Ελένη, ή ο Κανένας -μυθιστορήματος 1999, Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι -διηγήματος 2005), το 2003 από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα και Ελένης Ουράνη για το μυθιστόρημα Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, το 2006 με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για το μυθιστόρημα Αμίλητα, βαθιά νερά... To πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της Η Άκρα Ταπείνωση, απέσπασε το βραβείο Balkanika Literary Award, τη διεθνή διάκριση των βαλκανικών χωρών (2019). Στη γαλλική του έκδοση, ήταν υποψήφιο για το Prix Méditerranée Étranger (2017).
Το μυθιστόρημά της Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά αποτελεί το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που εντάχθηκε το 1994 από την Ουνέσκο στη συλλογή της UNESCO Collection of Representative Works, ενώ το Ελένη, ή ο Κανένας διεκδίκησε το 1999 το Ευρωπαϊκό Βραβείο «Αριστείον» μπαίνοντας στην τελική τριάδα των υποψήφιων έργων.
Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκάξι γλώσσες. Αποσπάσματα από δυο μυθιστορήματά της έχουν ενταχθεί στη διδασκόμενη νεοελληνική λογοτεχνία της μέσης εκπαίδευσης. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων (1981).
Όσο για την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (1939 – 2020), αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της σύγχρονης εποχής, που εμφανίστηκε στα γράμματα πριν από το 1967 αλλά ξεχώρισε ιδιαίτερα στην πρωτοποριακή συλλογική έκδοση της εποχής Έξι ποιητές (1971). Συνέβαλε στην ανανέωση της ποίησης (μετά τους κολοσσούς Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο…). προσγειώνοντας του μύθους, δίνοντάς τους άλλο νόημα, χρησιμοποιώντας την παράδοση ως χρήσιμη παρακαταθήκη χωρίς να διακατέχεται από αίσθημα κατωτερότητας μπορστά στις ευρωπαϊκές τάσεις. Αλλά η ποίησή της διακρίνεται και από μία έντονα προσωπική, θετική στάση, που στηρίζεται στη φυσιολογία και τον ερωτισμό του γυναικείου σώματος.
Στο ποίημα Η άρνηση της Ιφιγένειας (από τη συλλογή Λύκοι και σύννεφα, 1971) όπου αφηγείται την ιστορία της θυσίας της κόρης του Αγαμέμνονα, ανατρέπει ολότελα τον μύθο εφόσον το θύμα αρνείται να θυσιαστεί, διότι θεωρεί τα αίτια ανάξια. Το εκτεταμένο αυτό λυρικό ποίημα κλείνει με τον εξής επιγραμματικό επίλογο:
Έκπληκτοι οι στρατιωτικοί
ανέβαλλαν τον πόλεμο
και την Ελένη βρήκαν ταπεινή
να ετοιμάζει το δείπνο