Καλλιτέχνης μέχρι μυελού οστέων: το αποδεικνύει η ψυχοσύνθεση της Νικομάχης Καρακωστάνογλου Μπουτάρη, η προσωπικότητα, η όψη, η επικοινωνία, η αφιέρωση της ζωής της στην τέχνη σε μία εποχή χρησιμοθηρική όπου οι αξίες αποτιμώνται μόνο με το χρήμα.
Συνεχίζει, κατά κάποιο τρόπο, την ολοκληρωτική παράδοση της Σοφίας Λασκαρίδη (στο πνεύμα, καθότι εντελώς διαφορετικές σε ύφος και περιεχόμενο), απαλλαγμένη από τη φεμινιστική ανάγκη για δικαίωση της μοντέρνας και σύγχρονης εποχής.
Στην υπέροχη κατοικία τους στο Νυμφαίο όπου στεγάζεται και το ατελιέ της, βρίσκεται αυτή τη στιγμή η γλύπτρια και ζωγράφος για να δημιουργήσει τη νέα σειρά μαρμάρινων γλυπτών. Το ταξίδι της μέχρι το σήμερα ξεκινάει όλως περιέργως από την Κίνα.
Τα χρόνια της εκπαίδευσης
Οι ρίζες έχουν τεθεί από τον πατέρα της Μιχάλη Καρακωστάνογλου, ξεχωριστό συλλέκτη ελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα. Έβαζε σε παράταξη τις τέσσερις κόρες του Μαρία, Νικομάχη, Λητώ (Lito Fine Jewelry), Μυρτώ και ξεκινούσε το παιχνίδι: παρουσίαζε πίνακες Παρθένη, Ιακωβίδη, Ροϊλό και εκείνες προσπαθούσαν να νικήσουν μαντεύοντας το όνομα του ζωγράφου.
Τις πήγαινε τακτικά στην Εθνική Πινακοθήκη «και καθώς διασχίζαμε την αερογέφυρα κοιτούσα από κάτω τα γλυπτά ατάκτως εριμμένα μέσα στη γενικότερη αφροντισιά του κήπου και νομίζω ότι σε ένα ασυνείδητο επίπεδο είχα νιώσει ότι κάποια στιγμή θα δημιουργήσω δικά μου έργα», αναγνωρίζει σήμερα. Ήταν τότε μικρότερη από δέκα ετών.
Σπούδασε πρώτα Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά πήγε στο Λονδίνο όπου σπούδασε κατά σειρά, εσωτερική διακόσμηση στο KLC School of Design, μία σύντομη προετοιμασία στο City & Guilds of London Institute και τελικά Public Art (Τέχνη σε δημόσιους χώρους) στο Chelsey College of Art, το αντικέιμενο στο οποίο έμελλε να θάλλει αργότερα στη ζωή της: εκεί που διασταυρώνονται η ψυχολογία, η οικονομία, το μάρκετινγκ και οι καλές τέχνες. Από εκεί μεταπήδησε στο Wimbledon School of Art όπου σπούδασε γλυπτική.
Ο πατέρας της την έφερε και πάλι προ των ευθυνών της ρωτώντας την αν ύστερα από εννιά χρόνια σπουδών ήταν έτοιμη να ζήσει τη ζωή του καλλιτέχνη. Τότε η Νικομάχη δεν ένιωσε να έχει «τα κότσια», την κυρίευσε ο φόβος της έκθεσης.
Επιδόθηκε στο interior design, στην εσωτερική διακόσμηση. Στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τον πρώτο της πελάτη, έναν τραπεζίτη της Merrill Lynch και το υπέροχο σπίτι στην περιοχή του Μεριλεμπόν (Marylebone), ανέπτυξε μία ιδιοφυή μαιευτική μεθοδολογία της για να ανασύρει την αλήθεια (των πελατών της) μέσα από βιβλία με εικόνες απο το Διάστημα, τη Γη απο ψηλά, δυσπροσιτους προορισμους, τη θάλασσα και το βυθό της και τέλος εικονες απο το μικροσκόπιο.
Ηταν μια καλοσχεδιασμενη διαδρομη«από την μάκρο εικόνα, στην μίκρο εικόνα»:
«Ζητούσα λοιπόν από τους πελάτες μου να σταματήσουν σε εικόνες που τους δημιουργούσαν έντονα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα. Έτσι συγκέντρωνα πληροφορίες με τις οποίες δημιουργούσα το προφίλ του πελάτη, και αυτό αποτελούσε το brief του έργου. Ηταν πληροφορίες που αφορούσαν τη σχέση του με τους όγκους, το φως, το σκοτάδι, τις επιφάνειες, τις υφές, πληροφορίες που θα αποτελούσαν τις πρώτες ύλες, με τις οποίες θα σχεδίαζα το χώρο σε συνδυασμό με τις πρακτικές του ανάγκες. Ονόμασα λοιπόν αυτήν την προσωπική μέθοδο προσέγγισης SCULPTING SPACE, και δούλεψα πάνω σε αυτήν και μαζί με αυτην δέκα επτά χρονια».
Τα χρόνια της Κίνας
Δηλαδή από το 1998 ως το 2011. Εν τω μεταξύ παντρεύτηκε τον οινοποιό πέμπτης γενιάς Μιχάλης Μπουτάρη και απέκτησε την κόρη τους. Ποτέ δεν ξέχασε την προτροπή του καθηγητή της στο Wimbledon «να μην σταματήσεις ποτέ να σχεδιάζεις γιατί αυτό είναι το νήμα με την ψυχή σου» (σ.σ. η γλυπτική ξεκινάει από το σχέδιο).
Έτσι «έχω εκατοντάδες μικρά σχέδια τα οποία δημιουργούσα κάθε καλοκαίρι σε διάφορα απομονωμένα νησιά, όπως η Ηρακλειά πριν είκοσι χρόνια, όπου καθόμουν για έναν μήνα. Όταν επέστρεφα, εργαζόμουν πάλι στο SCULPTING SPACE design studio».
Μέχρι που ο οξύνους Μιχάλης Μπουτάρης έστρεψε την προσοχή του στην Κίνα. Ύστερα από πολυετή έρευνα ανακάλυψε μία περιοχή με μικροκλίμα, εξήντα χιλιόμετρα από το σημείο όπου αρχίζει η έρημος Γκόμπι. Αφού εξασφάλισε συνεργασία με κινεζική εταιρία το 2011 το ζευγάρι με την εξάχρονη κόρη τους μετοίκισαν στη Σαγκάη.
Τα πρώτα χρόνια αποδείχθηκαν εξαιρετικά δύσκολα. «Δεν είχαμε μετακομίσει σε μια ξένη χώρα αλλά σε έναν άλλο πλανήτη όπου είμασταν εμείς οι εξωγήινοι. Οι προκλήσεις ήταν πολλές, καθημερινές, σε πολλαπλά μέτωπα».
Ωστόσο όταν η κόρη τους έγινε οχτώ, έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Έτσι, τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε με την Αλκμήνη στην Αθήνα αλλά η Νικομάχη εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται για να στηρίζει τον άνδρα της.
«Έζησα έξι χρόνια τεράστιας κακοποίησης», παρατηρεί με ψυχραιμία σήμερα. Αλλά ύστερα από αυτήν την περιπέτεια (με αίσιο τέλος), ένιωσε ότι δεν φοβόταν τίποτα πια και βυθίστηκε στη δημιουργία.
Τα πρώτα βήματα
Όταν η Τίνα Μαυρίκη διοργάνωσε έκθεση με δώδεκα γυναίκες καλλιτέχνες και σχεδιάστριες, η Νικομάχη συμμετείχε για πρώτη φορά ως εικαστικός. Στο Νυμφαίο κάτω από μια μηλιά, όταν μία σκιά αιχμαλωτίστηκε στο λευκό χαρτί που είχε απλώσει πάνω στο τραπέζι δημιουργήθηκε μια σειρά έργων η οποία θαρρείς έπαιζε με τη μεταμόρφωση: το φως μέσα στο σκοτάδι και vice versa.
Γρήγορα ακολούθησε η πρώτη της ατομική έκθεση Μέσα από τα μάτια της Νικομάχης – Confronting Maximalism στο παλαιοπωλείο Μαρτίνος στο πλαίσιο της σειράς Through the eyes of που είχε συλλάβει η Ελένη Μαρτίνου.
Η Νικομάχη χρησιμοποίησε και τους τρεις ορόφους του παλαιοπωλείου για να δημιουργήσει έναν διάλογο ανάμεσα στον μαξιμαλισμό των θησαυρών του και τον μινιμαλισμό των έργων της και μάλιστα τον φωτισμό επιμελήθηκε ο φωτιστής του θεάτρου Νίκος Βλασσόπουλος. «Με ενδιαφέρει ο διάλογος με το οικείο, όχι με το ανοίκειο των λευκών τοίχων μίας γκαλερί», εξηγεί εκείνη.
Όταν επισκέφτηκε τον χώρο ο Βασίλης Φωτόπουλος αναρωτήθηκε διαμιάς: «ποιον θεατράνθρωπο φέρατε να σας φωτίσει τον χώρο;». Πουλήθηκαν γρήγορα και τα τριάντα τρία έργα. «Δεν μου λένε αυτό θέλω μου αλλά μου λένε αυτό χρειάζομαι», διαπιστώνει η ίδια για τους ανθρώπους που αγοράζουν την τέχνη της.
Τα σχέδια της Νικομάχης διακρίνονται από ιδιαίτερα χρώματα (βαθειά αλλά φωτεινά) και απροσδιόριστα σχήματα: μία αφαιρετικότητα ιδιαίτερα εκφραστική.
Απομονώνεται στο Νυμφαίο για δέκα πέντε ημέρες κάθε μήνα. Η ιεροτελεστεία που ακολουθεί μοιάζει περίπου ασκητική: «Ξυπνάω νωρίς και πάω στο δάσος. Εκεί κάποια στιγμή σταματάω, κάνω διαλογισμό και τολμάω να κλείσω τα μάτια. Εκείνη τη στιγμή καλείσαι να διαχειριστείς τους φόβους σου και αυτό αποτελεί μία κατάδυση στο φως. Κάθε μέρα το κάνω αυτό. Ύστερα επιστρέφω, κάνω ντους, τρώω πρωινό, κοιτάζω τα χαρτιά μου και ξέρω αμέσως τι θα κάνω: αποτυπώνω στιγμές υψηλής δόνησης όπως τις έχω βιώσει μέσα στη φύση. Από εκεί έρχονται αυτά τα σχήματα. Και τα χρώματα, θυμάμαι μία στιγμή ένα φθινόπωρο μέσα στο δάσος που άνοιξα τα μάτια μου και ήταν όλα κόκκινα».
Μεταφυσική δημιουργός
Αμέσως μετά την ατομική της έκθεση στον Μαρτίνο, ακολούθησε η ανάθεση απο το Grand Hyatt προκειμένου να δημιουργήσει εκ νέου, τη συλλογή έργων τέχνης, που θα κοσμούσαν το ξενοδοχείο. Στο έργο αυτό είχε το διττό ρόλο του επιμελητη αλλα και του public artist. Το brief του έργου ειναι ο χρυσός αιώνας του Περικλή στην Αθηνα καθως και τα brand values του Grand Hyatt.
Η σύλληψη της Νικομάχης για την υλοποίηση του τεράστιου αυτού έργου (2019-2019) και πάλι αποδείχθηκε ιδιοφυής:
Προσλάμβανει μια ξεναγό και της ζητάει να την ξεναγήσει για τέσσερις ωρες στην Αθηνα, ακολουθώντας την τυπική ξενάγηση που θα έκανε για εναν ξένο επισκέπτη. Μέσα απο αυτήν την ξενάγηση αντιλάμβανεται τί δεν θα έπρεπε να ξαναδεί ο πελατης του ξενοδοχειου μεσα στους χώρους του.
Παραλληλα αναθέτει σε έμπειρη αρχαιολόγο να της παρουσιάσει μία εργασία σχετικα με τον 5ο αιωνα π.Χ. Μέσα απο αυτήν προκύπτουν οι πέντε αξονες που συγκροτούν το φαινόμενο του χρυσού αιώνα: η Δημοκρατία, η οικονομία, η φιλοσοφία, η θρησκεία, το κάλλος. Αναθετει εν συνεχεία σε εικαστικούς να συνθέσουν εργα για τους χώρους του ξενοδοχείου με βάση αυτούς τους πέντε εννοιολογικούς άξονες, ενώ παράλληλα δημιοουργεί και η ίδια κάποια απο αυτά.
Κινήθηκε δηλαδή με εννοιολογικό τρόπο, με εικόνες και αντικείμενα που ερμηνεύουν και μετουσιώνουν αυτήν την ιστορία (για παράδειγμα, οι φωτογραφίες της Έφης Χαλιωρή από το λατομείο του Διονύσου μιλούν καταρχήν για το μάρμαρο ως πρωτογενές υλικό για τη δημιουργία του Παρθενώνα).
Πάντα διατηρούσε μία ενδόμυχη επιθυμία («και εγώ ό,τι σκέφτομαι το πραγματοποιώ»), να ταξιδέψει στην έρημο του Σουδάν με καραβάνι. «Θεωρείται άγονη γη αλλά σε μένα μοιάζει εξαιρετικά γόνιμος, σαν διαλογισμός, σαν νηστεία σαράντα ημερών. Αλλά ποιος πηγαίνει τώρα εκεί, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο».
Αντιθέτως, τον Οκτώβριο του 2019 βρήκε άκρη μέσω ενός διεθνούς residency καλλιτεχνών και κατέφυγε με την αδελφή της Λητώ στην έρημο Ατακάμα, το πιο άνυδρο σημείο του πλανήτη. Εκεί λόγω υψομέτρου «ο ουρανός αποκτά τα πιο εξωπραγματικά χρώματα στη δύση», συμπληρώνει η ίδια.
Έμεναν σε σκηνή στην άκρη μίας όασης όπου κάθε πρωί ύστερα από τον διαλογισμό τους επέστρεφαν για να εργαστούν, η καθεμία στο αντικείμενό της. Μπαίνοντας πάλι μέσα στη σκηνή από το εκτυφλωτικό φως της ερήμου «με πόναγαν τα μάτια μου. Τα έκλεινα για λίγη ώρα για να τα ξεκουράσω. Ένιωθα ότι δεν έβλεπα. και αναρωτήθηκα αν τυφλωθώ πώς θα δουλεύω; και τότε αποφάσισα ότι θα ακολουθώ το νερό, όχι το φως, και έτσι έσβησα το φως».
Τότε δημιουργήθηκε το υλικό της τελευταίας της έκθεσης που παρουσιάστηκε στην Κύπρο με τίτλο Ατακάμα.
Από εκεί πήρε μαζί της μισό μπουκάλι με άμμο της ερήμου -«όσο πιο λίγο γινόταν από σεβασμό, δεν μπορείς να ξεριζώσεις τη φύση». Με αυτό το τόσο ιδιαίτερο υλικό που μοιάζει με χρωστική σκόνη πρόκειται να δημιουργήσει τα τελευταία σχέδιά της πάνω σε χαρτί.
Πρόσφατα ολοκλήρωσε την πρωτη της σειρά κεραμικών έργων εξαίσιας ομορφιάς σε πολύ μεγάλες φόρμες που μοιάζουν με Κάνθαρους.
Κατά τη διάρκεια του ψησίματός τους παρουσίασαν μικρά ατυχήματα και επειδή πάντα μοιράζεται το αισθητικό σύμπαν της Λητώς, τα πήγε στον αργυροχρυσοχόο της που συνήθως βέβαια «δουλεύει σε άλλα επίπεδα φινέτσας». Εκείνος τα έτριψε ολόκληρα σαν να ήταν κοσμήματα και δημιούργησε έτσι μία νέα υφή, «τα επούλωσε με ασήμι».
Αγοράστηκαν από την Αθανασία Κομνηνού για το ξενοδοχείο το οποίο πρόκειται να ανοίξει το καλοκαίρι στην Αντίπαρο, από το Four Seasons καθώς και από το Pavilion του Μουσείου Μπενάκη.
Και διερωτώμενη αν πλέον θα προχωρήσει σε έργα λευκής πορσελάνης ή μαρμάρου, μπήκε στο μυαλό της η όλη θεωρητική συζήτηση περί του τέλειου έργου.
Στα κεραμικά αποτυπώνεται η ανθρώπινη υφή, ο πηλός έχει μνήμη. Σκανάρει σε πολύ ψηλή ανάλυση τα έργα και προωθεί την πληροφορία στο εργοστάσιο του ομίλου FHL Κυριακίδη στη Δράμα (το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια): ώστε η πληροφορία μέσω της τεχνητής νοημοσύνης των ρομπότ να αποτυπωθεί πάνω στο μάρμαρο.
Ωστόσο το ρομπότ τελικά δεν τα καταφέρνει και το τελευταίο στάδιο ολοκληρώνεται από ένα μαρμαρογλύπτη. «Το ρομπότ δεν υποκαθιστά τον άνθρωπο και η τέχνη μπορεί να φτάσει εκεί που θέλεις μόνο με τον άνθρωπο, μόνο με τη συνεργασία», καταλήγει η Νικομάχη.
Και τελικά καταλαβαίνει, ίσως σε μία περίοδο μεγαλύτερης καλλιτεχνικής ωριμότητας, ότι «τα μάρμαρα είναι τελικά η Ιθάκη μου»