Με «αρχιτεκτονική» συνισταμένη, η έκθεση Η τέχνη ενός κυττάρου που οργανώνει ο Ανδρέας Μελάς αποτελεί εμβάθυνση προς την πρωτοπορία. Ανάμεσα στους εξαιρετικούς καλλιτέχνες που συγκεντρώνει, ξεχωρίζει ίσως η Γερμανίδα Σάρλοτ Ποζενένσκε (Charlotte Posenenske 1930 – 1985) που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Η μεγάλη αναδρομική που διοργάνωσε πέρυσι προς τιμήν της το περίφημο Dia Foundation στην Αμερική απέδειξε το αμείωτο ενδιαφέρον στο ιδιοσυγκρασιακό της έργο τα τελευταία χρόνια -με πρωτοστάτες κολοσσούς όπως το MoMA και την TATE, μεταξύ πολλών άλλων. Παρότι βραχύβιο, κινείται στην αιχμή του δόρατος όσον αφορά το σύγχρονο θεωρητικό προβληματισμό για την αξιολόγηση του δημιουργού, της δημιουργικής διαδικασίας, του βιώματος της τέχνης.
Με ελάχιστους καλλιτέχνες ισχύει σε τέτοιο βαθμό η ταύτιση βιώματος και πεποιθήσεων με την ίδια τη φόρμα και το περιεχόμενο του έργου τους όσο στην περίπτωση της Σάρλοτ Ποζενένσκε.
Εβραϊκής καταγωγής, κατά τη διάρκεια του Πολέμου έβρισκε καταφύγιο στα διάφορα φιλικά της σπίτια αλλά ο πατέρας της αυτοκτόνησε ώστε να γλιτώσει την αιχμαλωσία όταν εκείνη έκλεισε τα εννιά. Αμέσως μετά τον πόλεμο μαθήτευσε υπό τον Βίλι Μπαουμάιστερ ο οποίος πιθανόν να τη μύησε στην ανάγλυφη ζωγραφική, την αφαίρεση και το μοντερνισμό, τις επιτοίχιες δομές με την τρισδιάστατη υφή.
Πολύ σύντομα όμως μετακινήθηκε στην ιδιότυπη, αφαιρετική, μαζικής παραγωγής γλυπτική της εδραιώνοντας ακαριαία το μοναδικό της γλωσσικό ιδίωμα -ανεπανάληπτο έως σήμερα.
Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια της πρακτικής της η Σάρλοτ Ποζενένσκε συνέβαλε πέντε σειρές από μεγάλης κλίμακας γεωμετρικά γλυπτά, μαζικά κατασκευασμένα σε εργοστάσια -τη σειρά B, C, D, DW και E, με τίτλους που θυμίζουν εργοστασιακούς κωδικούς. Εντελώς ξεγυμνωμένα από διάκοσμο, με αδρά υλικά από ατσάλι, αλουμίνιο και χαρτόνι, εκφράζουν αισθητικά τη βία της βιομηχανοποίησης αλλά και την αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης στη μηχανιστική αλυσίδα της μαζικής παραγωγής.
Η καινοτομία όμως έγκειται κυρίως στην ταύτιση φόρμας και περιεχομένου. Η ίδια είχε συλλάβει αυτά τα κινητά γλυπτά ως γλυπτικά παιχνίδια με αέναους συνδυασμούς, όπου κάθε γλυπτό αποτελεί έναν συγκερασμό από συναρμολογημένα κομμάτια, από τετράγωνους σωλήνες σε συστοιχία χωρίς οριστικό σχήμα. Καθένα μπορούσε εν δυνάμει να αναπροσαρμοστεί σε άλλη φόρμα, να συναρμολογηθεί εκ νέου με άλλο τρόπο ανάλογα με το χώρο στον οποίο φιλοξενούταν. Καθένα από αυτά επαναπροσδιοριζόταν ατέρμονες φορές από τους ίδιους τους «καταναλωτές» -όπως η ίδια κατονόμαζε τον καλλιτέχνη, τους εργάτες, τους συλλέκτες, τους επιμελητές, τους εμπόρους που έρχονταν σε επαφή με τα έργα της. Έτσι η Ποζενένσκε υποστήριζε ότι τα κινητά γλυπτά της αποτελούσαν πρότυπα μαζικής παραγωγής, δείγματα συλλογικής σύλληψης και κατασκευής.
Το 1967 η ίδια περιέγραφε τη χειρονακτική τους διάσταση με τρόπο που προσιδίαζε εγχειρίδιο οδηγιών κατασκευής: «Μπορείτε να προχωρήσετε σύμφωνα με προδιαγεγραμμένο διάγραμμα ή να διαλέξετε ατομικές επιλογές ανάλογα με το γούστο σας. Εξάλλου, υπάρχουν πολλές. Μην ανησυχείτε αν δεν τελειώνετε ποτέ οριστικά διότι η συνδυασμοί μπορούν να εξελίσσονται αέναα χωρίς ποτέ να καταντούν βαρετοί».
Τέλος, τα έργα αυτά (και κάθε κομμάτι τους ξεχωριστά) πωλούνταν στην τιμή κόστους των υλικών τους εν είδει μη κερδοσκοπικής τέχνης. «Παρότι η φορμαλιστική πρόοδος της τέχνης προχωράει με αυξημένο ρυθμό, η κοινωνική της λειτουργία έχει οπισθοχωρήσει», είχε παρατηρήσει.
Αποδυναμώνοντας το στοιχείο της σπανιότητας ή της μοναδικότητας που ανεβάζει την αξία ενός έργου, αρνιόταν να προσδιορίζει τα γλυπτά της ως τέχνη στις επίσημες ιεραρχίες και δομές (σε αντίθεση με πολλούς καλλιτέχνες της γενιάς της που εμφανίζονταν ως απολογητές της Αριστεράς). Κατασκευασμένα σε εργοστάσια και χωρίς την υπογραφή από τον έναν και μοναδικό θεό – δημιουργό, τα γλυπτά της συμπύκνωναν κύριους άξονες του σύγχρονου οικονομικού προβληματισμού. Εκείνη απλώς διοχέτευε τα υλικά και τα κομμάτια του γλυπτού. Εκεί σταματούσε ο ρόλος της. Σταδιακά, άρχισε να αδιαφορεί ολότελα για την καλλιτεχνική πορεία τους.
Το 1968 και σε ηλικία τριάντα επτά ετών σταμάτησε εντελώς κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα για να αφοσιωθεί εντελώς στην κοινωνιολογική έρευνα γύρω από την εργατική τάξη και τις συνθήκες εργασίας μαζί με τον σύντροφό της Μπέρχαρντ Μπρουν. Εκείνο τον ταραχώδη Μάιο της ίδιας χρονιάς είχε παρατηρήσει: «Δυσκολεύομαι να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι η τέχνη δεν μπορεί να συμβάλλει καθόλου στην επίλυση επιτακτικών κοινωνικών προβλημάτων».
Πληροφορίες:
‘Fate of a Cell / Η Τύχη ενός Κυττάρου’
Παρουσιάζονται έργα των: Αριστείδης Αντονάς, Μπία Ντάβου, Lois Dodd, Κ.Α. Δοξιάδης, Lena Henke, Charlotte Posenenske, Ettore Sottsass, Vivian Suter, Oscar Tuazon
10 Σεπτεμβρίου έως 7 Νοεμβρίου
Στο παλαιοπωλείο Μαρτίνου, Πανδρόσου 50, Αθήνα 10555
Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο 10 πμ – 3 μμ
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 10 πμ – 6 μμ
κατόπιν ραντεβού.