Στο μικροσκόπιο αρχαιολόγων, συντηρητών, πανεπιστημιακών, των πλέον ειδικευμένων στην Ιταλία μπαίνει μία από τις σπουδαιότερες, αλλά και διασημότερες απεικονίσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το περίφημο ψηφιδωτό της μάχης της Ισσού, στην οποία ο Αλέξανδρος κατατρόπωσε για πρώτη φορά τους Πέρσες το 333 π.Χ., ανοίγοντας οριστικά το δρόμο για τις μεγάλες κατακτήσεις στην Ανατολή. Το τεράστιο και από πλευράς μεγέθους έργο, που προέρχεται από την Πομπηία και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης έχει ανάγκη συντήρησης, η οποία αρχίζει στα τέλη του μήνα και θα διαρκέσει ως και τον Ιούλιο.
«Θα είναι μια μεγάλη αποκατάσταση, που θα γίνει με τα μάτια του κόσμου πάνω μας», όπως λέει ο διευθυντής του μουσείου, Paolo Giulierini, που βλέπει να ανοίγεται μπροστά τους ένα συναρπαστικό ταξίδι, καθώς «με την έναρξη της αποκατάστασης του ψηφιδωτού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα γράψουμε μια σημαντική σελίδα στην ιστορία του μουσείου και στη διατήρηση ολόκληρης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας».
Και, για το σκοπό αυτό, επιστρατεύθηκαν το Κεντρικό Ινστιτούτο Αποκατάστασης της Ιταλίας (που έχει και την διεύθυνση του έργου), το Πανεπιστήμιο του Molise (UNIMOL) και το Κέντρο Έρευνας της Αρχαιομετρίας και της Επιστήμης της Συντήρησης.
Το ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου βρέθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1831 στην πλούσια «Έπαυλη του Φαύνου» -όπως έχει ονομαστεί- της οποίας το δάπεδο κοσμούσε. Χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια ως το 1843, που μεταφέρθηκε στην Νάπολη, ενώ στο σημείο της εύρεσής του τοποθετήθηκε μόλις το 2003 ένα ακριβές αντίγραφο.
Οι αρχαιολόγοι το έχουν χρονολογήσει στον 2ο π.Χ. αιώνα, ενδεχομένως γύρω στο 180 π.Χ., και κατά την επικρατέστερη θεωρία απεικονίζει την μάχη της Ισσού εναντίον του Δαρείου Γ΄, την πλέον σημαντική στην αρχή της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Υπάρχει, όμως, και η εκδοχή να αναπαριστά την μάχη στα Γαυγάμηλα, όπου και πάλι «συναντήθηκαν» με τον Δαρείο, το 331 π.Χ., με νίκη και εκεί του Αλέξανδρου.
Ο πίνακας
Ένας ζωγραφικός πίνακας του Απελλή (4ος π.Χ. αιώνας), που ήταν σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χρησιμοποιήθηκε, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι μελετητές, ως πρότυπο του έργου. Κατ’ άλλους, όμως, μπορεί να είναι αντίγραφο μιας νωπογραφίας του Φιλόξενου του Ερετριέα (τέλη 4 ου – αρχές 3 ου π.Χ.), στον οποίο το είχε παραγγείλει ο Κάσσανδρος, όπως αναφέρει ο Πλίνιος στο σύγγραμμά του «Φυσική Ιστορία».
Σύμφωνα με μία ακόμη εκδοχή, εξάλλου, το ψηφιδωτό μπορεί να φιλοτεχνήθηκε στην Ελλάδα και μετά να μεταφέρθηκε στην Ιταλία, όπως και πολλά άλλα έργα τέχνης. Όπως και να έχει, το έργο επιβεβαιώνει την μεγαλοπρέπεια της μνημειώδους ζωγραφικής της Ελληνιστικής εποχής, με την χρήση περιορισμένου συνόλου χρωμάτων, για την ακρίβεια τεσσάρων.
Οι αρχικές του διαστάσεις είναι 5,82 Χ 3,13 μέτρα και αποτελείται από 1, 5 εκατομμύριο κομμάτια περίπου, συναρμολογημένα με μια τεχνική τοποθέτησης των ψηφίδων, που είναι γνωστή ως «opus vermiculatum». Μία από τις πλέον απαιτητικές και περίπλοκες μεθόδους, προκειμένου να τονισθεί το περίγραμμα, κάθε φορά γύρω από ένα θέμα. Και το τελικό αποτέλεσμα, όπως αποδεικνύεται στο συγκεκριμένο ψηφιδωτό, είναι αριστοτεχνικό, καθώς δημιουργήθηκε από μεγάλο καλλιτέχνη.
Ο Αλέξανδρος
Το έργο δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, τύχη αγαθή, όμως, μέσα από την μεγάλη καταστροφή που έχει υποστεί η μία πλευρά του, η αριστερή, ξεπροβάλλει ατόφιο το πορτρέτο του Αλέξανδρου, την στιγμή ακριβώς της «τροπής» της μάχης. Εκεί όπου η επίθεση του Μακεδόνα στρατηλάτη αλλάζει την πορεία της σύγκρουσης και τρέπει σε φυγή τον Δαρείο και τους Πέρσες του.
Μια σκηνή εξαιρετικά σύνθετη, που αποδίδεται εκπληκτικά, με κάθε σημείο της να έχει μια ιδιαίτερη ιστορική αξία, πράγμα που αποδεικνύει όχι μόνον την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία του δημιουργού του, αλλά και ιστορικές γνώσεις του.
Στα αριστερά κυριαρχεί η μορφή του έφιππου Αλέξανδρου, επάνω στον Βουκεφάλα, ενώ ετοιμάζεται να σημαδέψει τον Δαρείο. Χωρίς κράνος, αλλά με τον περίτεχνο θώρακά του με το γοργόνιο, κάνει έφοδο, προσπαθώντας να σημαδέψει τον Δαρείο.
Το πρόσωπο του Αλεξάνδρου έχει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τις περίφημες προτομές του και θεωρείται ότι αντιστοιχεί στο λεγόμενο τύπο του Λυσίππου, στον οποίο ανήκει και η κεφαλή της Περγάμου. Το κεφάλι του, δηλαδή, δεν αποδίδεται εξιδανικευμένο με μακριές μπούκλες και λεπτά χαρακτηριστικά, ως ενσάρκωση του Δία ή του Απόλλωνος Ηλίου. Αντίθετα, δείχνει πιο αδύνατο, με τεταμένα τα μήλα του προσώπου και με βαθιές ρυτίδες.
Τα μαλλιά του κοντά, ίσα που καλύπτουν τ΄ αυτιά του. Τα μάτια του και η γεμάτη ένταση έκφρασή του αποδίδουν την προσπάθεια που καταβάλλει, αλλά και τη βεβαιότητα της νίκης του. Ελάχιστοι Μακεδόνες με τα κράνη τους διακρίνονται γύρω του, ωστόσο, λόγω της φθοράς του έργου.
Η μάχη
Το κυριότερο μέρος της εικόνας, περίπου τρία τέταρτα της συνολικής επιφάνειας, ανήκει στους Πέρσες, με τον Δαρείο να βρίσκεται στο κέντρο επάνω σε άρμα, ενώ διατάζει τους στρατιώτες του, που τρέπονται σε φυγή. Με τρομαγμένα, ορθάνοιχτα μάτια κοιτάζει προς τα αριστερά, όπου ένας από τους άνδρες της προσωπικής φρουράς του διαπερνάται από το δόρυ του Αλέξανδρου. Το βλέμμα του εκφράζει πανικό, ο ίδιος δεν μάχεται και είναι ήδη θύμα του γενικού τρόμου.
Στο κέντρο βλέπουμε επίσης τον αδερφό του, τον Οξειάρτη, που πέφτει στη μάχη για να σώσει τον βασιλιά, ενώ ο ηνίοχος του άρματος του Δαρείου δίνει το σήμα της οπισθοχώρησης με το μαστίγιό του, που κινείται στον αέρα.
Αντίθετα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας κατευθύνει δυναμικά την μάχη. Μπορεί να σκοτώνει τον σωματοφύλακα του Δαρείου, αλλά δεν τον κοιτάζει καν, γιατί τα μάτια του στοχεύουν στον Πέρση βασιλιά. Ακόμη και η Γοργώ στην πανοπλία του στρέφει την ματιά της προς τον φοβισμένο εχθρό, σαν να θέλει να ενδυναμώσει την υποβλητική δύναμη αυτού του βλέμματος.
Μια απόδειξη της υπεροχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έφθασε να καθυποτάξει τη μεγάλη και πανίσχυρη Περσική αυτοκρατορία αποτελεί αυτή η εικόνα εντέλει, που δείχνει με έναν τρόπο την τυπολογία της νίκης του. Γιατί, τόσο στην μάχη της Ισσού, όμως όσο και αυτής των Γαυγαμήλων, ο Αλέξανδρος είχε υιοθετήσει μια ασυνήθιστη και παράτολμη τακτική: Αιφνιδιαστική επίθεση, μαζί με τους έφιππους εταίρους του, κατά της εχθρικής γραμμής, ώσπου να σπάσει την αντίστασή τους και να βρεθεί εντελώς απρόβλεπτα μπροστά στον Δαρείο, απειλώντας τον.
Ήταν, μάλιστα, τόσο απροσδόκητη αυτή η ήττα για τους σίγουρους για την δύναμή τους Πέρσες, που ο Δαρείος είχε αφήσει πίσω στην Ισσό την οικογένειά του και την γυναίκα του, που περίμενε παιδί, έτσι που, τελικά, έπεσαν όλοι στα χέρια του Αλεξάνδρου.
Η Πομπηία καταστράφηκε, όπως είναι γνωστό, το 79 μ.Χ.. Η οικία του Φαύνου είχε κτισθεί, όμως, ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα και ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές, ιδιωτικές κατοικίες της πόλης. Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, μάλιστα, φαίνεται ότι υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον σεισμό του 62 μ.Χ. και επισκευάσθηκε στη συνέχεια, ως την έκρηξη όμως του Βεζούβιου, που χάθηκε για πάντα, βυθισμένη μέσα στις πέτρες και τη στάχτη.
Διαβάστε επίσης:
Εδώ η Σαλώμη ζήτησε το κεφάλι του Ιωάννη Βαπτιστή – Τι υποστηρίζουν οι αρχαιολόγοι
Η σκληρή χρονιά του πολιτισμού – Έργα και ημέρες του 2020
Τα μουσεία του μέλλοντος είναι εδώ
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση