Art & Philanthropy

Τασούλα Επτακοίλη: Δημοσιογράφος και λογοτέχνης

Με το καινούργιο της μυθιστόρημα Κέρμα στον αέρα (εκδ. Καστανιώτη), η γνωστή και διαχρονική δημοσιογράφος της Καθημερινής Τασούλα Επτακοίλη αφηγείται την ιστορία μίας οικογένειας μέσα από την οποία αποκρυσταλλώνονται τα ενδόμυχα αισθήματα και οι ανείπωτες ματαιώσεις των πρωταγωνιστών της. Ο αναγνώστης μένει ενεός μπροστά στην ένταση της διεισδυτικότητάς της στην ανθρώπινη περιπέτεια.

Η λογοτεχνία πώς καλείται να ανταποκριθεί σε καιρούς εγκλεισμού και ανασφάλειας; 

Η λογοτεχνία είναι πάντα στο πλευρό μας για να μας παρηγορεί: μια αγκαλιά που μας κάνει να νιώθουμε ασφαλείς και, το κυριότερο, μας ωθεί να ονειρευόμαστε. Είναι αυτό που έχει πει ο Κωνσταντίνος Καβάφης (στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου») για την ποίηση, που «κάπως ξέρει από φάρμακα»…

Πώς θα περιγράφατε το βιβλίο σας;

Το Κέρμα στον αέρα είναι η ιστορία μιας οικογένειας, μέσω δέκα προσώπων. Αφηγούμαι μια μέρα στη ζωή καθενός, ξεκινώντας από το 1940 και φτάνοντας στο σήμερα. Κοινός παρονομαστής για τους πρωταγωνιστές είναι κατ’ αρχάς η αγάπη του ενός για τον άλλο, έστω κι αν δεν εκφράζεται πάντα επαρκώς, αλλά και ο πόνος που ένιωσαν σε κάποιες στιγμές της ζωής τους και το πώς στάθηκαν απέναντί του. Δεν του επέτρεψαν να τους λυγίσει αλλά τον άφησαν να τους αλλάξει, να τους κάνει καλύτερους. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι στους αναγνώστες κάποια από αυτά τα πρόσωπα θα φανούν πολύ οικεία – κι ας μην τα γνώρισαν ποτέ.

Πώς και γιατί διαμορφώθηκε αυτή η ιδέα;

Η πρώτη ιστορία -όχι η πρώτη, αλλά εκείνη της Νατάσας, δηλαδή η πέμπτη στο βιβλίο- γράφτηκε πριν από τρία χρόνια. Έμεινε όμως για αρκετό καιρό «ανέγγιχτη». Επανήλθα αποφασισμένη να ολοκληρώσω αυτό που είχα ξεκινήσει όταν βρήκα στο πατρικό μου μια φωτογραφία της γιαγιάς μου, της Στάσας, χήρας ήδη, στα χρόνια του Εμφυλίου, με τον πατέρα μου και τον θείο μου, πιτσιρίκια, στην αγκαλιά της. Ήταν μια ηρωίδα, που πάλεψε σκληρά σε αντίξοες συνθήκες. Σκέφτηκα ότι κάθε οικογένεια έχει τους δικούς της ήρωες· αθρώπους που ξεφύτρωσαν σαν πρασινάδες στο τσιμέντο και επεβίωσαν, στάθηκαν παλικαρίσια απέναντι στον πόνο και τις συμφορές, έκαναν ανατροπές, έπεσαν, σύρθηκαν στο χώμα, μάτωσαν, αλλά σηκώθηκαν ξανά και προχώρησαν.

Μέσα από ένα βιβλίο λες ένα «Σ’ αγαπώ» ή μια «Συγγνώμη» που παρέλειψες, δεν πρόλαβες, ή δεν τόλμησες να πεις. Τι υποννοεί αυτή η πρόταση για εσάς, για την δική σας προσωπική πορεία;

Τα «σ’ αγαπώ» και τις «συγγνώμες» που ήθελα και όφειλα να πω ευτυχώς πρόλαβα και τα είπα. Δεν κουβαλάω, λοιπόν, το βάρος τους. Αλλά ποτέ δεν είναι αρκετά. Και καταγεγραμμένα σ’ ένα βιβλίο έχουν άλλη ομορφιά.

Κατάγεστε από τη Σάμο όπου εν πολλοίς διαμορφώθηκε και η λογοτεχνική σας παιδεία. Όλως τυχαίως, εκεί εν μέρει διαμορφώθηκε και η παιδεία της Άλκης Ζέη. Και εκείνη έχει μιλήσει για έναν πολύ ιδιαίτερο παππού. Πώς ήταν εκείνη η εποχή των παιδικών σας χρόνων; Σας συνδέει κάτι άλλο μαζί της;

Είχα την τύχη να γνωρίσω την σπουδαία Άλκη Ζέη, με αφορμή μια συνέντευξη, πριν από μερικά χρόνια. Είχα πάει στο διαμέρισμά της, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Θυμάμαι το μικρό σαλόνι γεμάτο φωτογραφίες, κυρίως του συζύγου της, Γιώργου Σεβαστίκογλου. Ήταν πολύ πρόσφατος τότε ο θάνατος του δικού μου συζύγου. «Δεν σας πονάει να βλέπετε όλες αυτές τις φωτογραφίες;», την ρώτησα; «Όχι, το αντίθετο. Νιώθω καλά εδώ με τα φαντάσματά μου. Δεν φοβάμαι το παρελθόν», μου είχε απαντήσει. Πέρασε κάμποσος καιρός για να καταλάβω τι εννοούσε.

Κατά τα λοιπά, βιώσαμε και οι δύο, με διαφορά κάποιων δεκαετιών την ομορφιά της ζωής στην ύπαιθρο του νησιού μας. Μας κληροδότησε όμορφες αναμνήσεις και πολύτιμες εμπειρίες.

Με τον τίτλο «Κέρμα στον αέρα» έρχεται στο μυαλό μία από τις διάσημες ρήσεις του Αϊνστάιν, «Ο θεός δεν παίζει ζάρια». Υπάρχει στο βιβλίο σας, στις ζωές των ηρώων σας, η έννοια της αιτιοκρατίας; Τι σημαίνει για εσάς η Ειμαρμένη;

Δεν είμαι μοιρολάτρης. Οι επιλογές μας και το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την πορεία μας. Όμως υπάρχει και ο παράγων τύχη, δεν μπορώ να το παραβλέψω. Στην Αρχαία Ρώμη έλεγαν «Fortuna vitrea est: tum cum splendet frangitur». Η τύχη είναι γυαλί. Εκεί που λάμπει, σπάει. Το ίδιο ισχύει και για τη ζωή μας.

Έχετε γράψει και αγαπημένα παιδικά βιβλία. Πώς αλλάζει στην περίπτωσή τους ο τρόπος εργασίας σας;

Καθόλου δεν αλλάζει. Μια ιστορία «γεννιέται» στο μυαλό μου και θέλω να την αφηγηθώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ποιο κοινό θα αφορά είναι κάτι που με απασχολεί όταν πια την έχω ολοκληρώσει.

Το αυτοβιογραφικό «Το άλλο μου ολόκληρο» (Πατάκης) αποτελεί καταγραφή του πένθους για την απώλεια του συζύγου σας, δημοσιογράφου Κώστα Μοσχούδη. Ο Τζούλιαν Μπαρνς έγραψε παρομοίως για την αγαπημένη του Πατ Κάβανα, συνοδοιπόρος του επίσης ως ατζέντης των βιβλίων του. Πώς ήταν ο γάμος ανάμεσα σε δύο «ομότεχνους», αν επιτρέπεται ποιητική αδεία να χαρακτηριστούν έτσι δύο δημοσιογράφοι;

Σίγουρα όχι βαρετός. Αν και, επειδή και οι δύο δουλεύαμε πολλές ώρες, η έγνοια μας ήταν να μην μεταφέρουμε τις συζητήσεις, τις εντάσεις και τα άγχη της δουλειάς στο σπίτι. Από τον δημοσιογράφο Κώστα έμαθα πολλά: να προσπαθώ να έχουν ρυθμό στα κείμενά μου, να μην αφήνω απορίες αναπάντητες στα ρεπορτάζ μου και να είμαι… ντιρέκτ σε κάθε μου συναναστροφή, ακόμα κι όταν αυτό δεν με κάνει πάντα αρεστή.

Θα έλεγα ότι ο τίτλος του δικού σας βιβλίου υπερτερεί του Μπαρνς (πρωτότυπος και μεταφρασμένος).

Είναι κάτι που μου έλεγε ο Κώστας: «Είσαι το άλλο μου ολόκληρο». Αν είσαι μισός άνθρωπος, αν δεν έχεις λύσει τα θέματα με τον εαυτό σου, αν ετεροπροσδιορίζεσαι σε μια σχέση, τότε δεν μπορείς να αγαπήσεις πραγματικά – ούτε τον εαυτό σου, ούτε τους άλλους. Αυτό εννοούσε.

Ο Ρίτσος γράφει στο «Σχήμα της απουσίας»: και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμμα και πλάτεμα / σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή / καταμεσής καλοκαιριού στα ερημικά χωράφια… Και έχει προμετωπίδα: Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ /στην ίδια θέση /λυπημένο, αμίλητο […] Εκφράζουν κάτι δικό σας αυτοί οι στίχοι;

Ποιον δεν αγγίζουν αυτοί οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου για την απουσία; Εγώ προσπάθησα να περιγράψω τη μάχη μου μαζί της στη «Νηστεία», ένα ποίημά μου από τη συλλογή «Η γυναίκα στο ασανσέρ» (Καστανιώτης):

Πάνε χρόνια που νηστεύω το βλέμμα σου. / Λιπόσαρκη η μνήμη. / Μετρώ τα κόκκαλά της / μέσα από το δέρμα το ρυτιδιασμένο. / Ο καπνός από το τσιγάρο σου / που αναρριχάται στο σκοτάδι. / Το θρόισμα του γέλιου σου / του θνησιγέννητου. / Μια υγρή αγκαλιά, υστερόγραφο στο καλοκαίρι. / Σπαράγματα νευμάτων απροσδιόριστων. / Κι αυτός ο ήχος που ολοένα επανέρχεται / και με ξυπνάει τα βράδια / από τη φλέβα που χτυπά στο λαιμό σου.

Στη σημερινή εποχή της κοινωνικής δικτύωσης (όχι μόνο, αλλά κυρίως σήμερα), οι δημοσιογράφοι θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο public figures. Και σε αυτή τη συνθήκη, το προσωπικό ανάγεται στο δημόσιο. Αποτελεί και αυτό το βιβλίο ένα μέρος της εποχής του;

Αν εννοείτε την έκθεση, ναι, είναι. Όμως, από την άλλη, το να μοιράζεσαι με τους αναγνώστες σου τις αγωνίες, τους φόβους και τις ελπίδες σου, ακόμα και κάποια «στιγμιότυπα» από τη ζωή σου δεν είναι κάτι καινούργιο: είναι στον πυρήνα της λογοτεχνίας αυτή η ανάγκη. Ίσως αυτό διαφοροποιεί τη συγγραφή ενός βιβλίου από μια ανάρτηση στα social media: η βαθιά, ανυπόκριτη ανάγκη να μοιραστείς κάτι. Όχι να πετάξεις ένα… πυροτέχνημα προς άγραν «like».

Ο δημοσιογράφος είναι και λογοτέχνης; Και vice versa, ένας λογοτέχνης μπορεί να είναι και δημοσιογράφος;

Η σχέση (πρέπει να) είναι αμφίδρομη. Ο συγγραφέας οφείλει να λειτουργεί ως δημοσιογράφος: να παρατηρεί με οξυδέρκεια και ψυχραιμία πρόσωπα και καταστάσεις, να ξύνει την επιφάνεια των πραγμάτων για να δει τι βρίσκεται από κάτω, να ερευνά, να συλλέγει στοιχεία. Ο δημοσιογράφος, ο καλός δημοσιογράφος, τουλάχιστον, οφείλει να είναι βαθύς γνώστης της γλώσσας και της τέχνης της αφήγησης, για να γράψει ένα άρτιο κείμενο. Ο στόχος τους, άλλωστε, είναι κοινός: να κρατήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ώστε να μη γυρίσει σελίδα στην εφημερίδα ή στο βιβλίο που κρατά στα χέρια του.

Ποια ποιότητα κατά τη γνώμη σας συνέβαλε στην καθιέρωσή σας τη δημοσιογραφική και την ανθεκτικότητά σας στο χώρο;

Κι εγώ αναρωτιέμαι συχνά… Μάλλον η αγάπη μου για τη δουλειά μου -τετριμμένο ακούγεται, το ξέρω, αλλά είναι ειλικρινές- και ο ενθουσιασμός μου για καθετί. Έπειτα από σχεδόν τρεις δεκαετίες δημοσιογραφίας, χαίρομαι με κάθε καλή συνέντευξη λες και είναι η πρώτη.

Τώρα με τον εγκλεισμό πώς μπορεί κανείς να ταξιδέψει στη μουσική; Εσείς σε ποια μουσική ανατρέχετε συνήθως στην σημερινή καθημερινότητά σας;

Η μουσική ήταν πάντα στη ζωή μου λόγω και της «θητείας» μου στο ραδιόφωνο: στον Μελωδία Fm επί δεκαπέντε χρόνια και, εδώ και μερικές εβδομάδες, στον Αθήνα 9.84, το νέο ραδιοφωνικό μου σπίτι. Ακούω πολλή ελληνική και ξένη μουσική, αγαπώ τις μπαλάντες και τα ζεϊμπέκικα, και κολλάω με οτιδήποτε καταφέρει να με συγκινήσει. Αυτά τα τραγούδια δεν τα ξεχνάω ποτέ.

Τι περιμένετε από το μέλλον; Και από το εγγύς μέλλον, αν ξεπεραστεί σχετικά ανώδυνα η κρίση στην υγεία, και πιο μακροπρόθεσμα;

Περιμένω να δω πώς θα είναι η ζωή μας έπειτα από μια τέτοια περιπέτεια. Πόσο ανέμελοι θα μπορούμε να είμαστε βγαίνοντας από αυτό το «λαγούμι»; Εύχομαι να μας δοθεί η ευκαιρία για μια επανεκκίνηση με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Σε προσωπικό επίπεδο, ελπίζω να γράψω κι άλλα βιβλία και να έχω την ευκαιρία να γνωρίσω ακόμα περισσότερους ενδιαφέροντες ανθρώπους μέσα από αυτά. Όπως τώρα εσάς!