Σύμφωνα με έρευνα της Vogue Business, όσο περισσότερο αγαπάμε ένα brand, τόσο πιο «ηθικό» θεωρούμε πως είναι, όσο μη-βιώσιμες πρακτικές κι αν ακολουθεί.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από το Νοέμβριο του 2019 μέχρι το φετινό Ιανουάριο, έδειξε πως οι πολυτελείς οίκοι Louis Vuitton, Hermès and Chanel που λατρεύουν οι καταναλωτές, βρίσκονταν στις κορυφαίες θέσεις για την περιβαλλοντική, κοινωνική και συνεργατική τους στρατηγική – παρά το γεγονός ότι μοιράζονται μαζί μας ελάχιστες λεπτομέρειες για την παραγωγή των ενδυμάτων τους. Μάλιστα, φάνηκε πως οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ξοδεύουν τουλάχιστον 2.500 χιλιάδες δολάρια ετησίως σε luxury ρούχα και αξεσουάρ, ενώ δεν κάνουν καμία προσπάθεια να ελέγξουν την πολιτική των εταιρειών, πριν αποφασίσουν να τις ενισχύσουν οικονομικά.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι μπορεί οι έρευνες μας θέλουν να κάνουμε βιώσιμες αγορές, όμως συνεχίζουμε ακάθεκτοι να στηρίζουμε εκείνους που δεν προωθούν τις αξίες που, θεωρητικά, μας ενδιαφέρουν. Πολλοί λέμε πως οι υπάλληλοι στις μονάδες παραγωγής των αναπτυσσόμενων κρατών αξίζουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και είναι ανάγκη να φροντίσουμε τον πλανήτη μας, αλλά δεν κάνουμε τίποτα για να βοηθήσουμε την κατάσταση. Φερόμαστε σαν να μην επηρεάζουν τον κόσμο οι καταναλωτικές μας συνήθειες.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Οικονομική ανάλυση του BlackRock – του μεγαλύτερου ομίλου διαχείρισης περιουσιών στον κόσμο – ανέφερε πως η βιωσιμότητα θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα κάθε επιχείρησης που θέλει να προχωρήσει δυναμικά στο μέλλον, ειδικά στην εποχή που τώρα έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, εκείνη μετά την πανδημία.
Η διευθύντρια, Sarah Melvin, τόνισε στη Vogue Business πως το τεράστιο χάσμα μεταξύ των πεποιθήσεων και των πράξεων των καταναλωτών, δε θα έχει διάρκεια. «Είχαμε την ίδια κατάσταση για καιρό και στο χώρο των επενδύσεων», είπε. Παρότι αρκετοί υποστήριζαν με σθένος τη βιωσιμότητα και τις επιχειρήσεις που πορεύονται μ’ αυτήν ως πρώτη προτεραιότητα, στο τέλος επένδυαν το κεφάλαιό τους αλλού.
Ήδη έχουν γίνει κινήσεις προς την «πράσινη» πλευρά, με brands να υιοθετούν πιο βιώσιμες πρακτικές, χάρη στην αυξημένη ζήτηση. Όμως, φαίνεται πως η ενημέρωσή μας είναι ελλιπής και οι δράσεις μας προβληματικές. Άλλωστε, δε θα έπρεπε να είναι δική μας αρμοδιότητα η βελτίωση των αλυσίδων παραγωγής.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Μήπως, λοιπόν, ήρθε η ώρα να αρχίσουν οι οίκοι να αλλάζουν από μόνοι τους, έμπρακτα, το προφίλ της επιχείρησής τους, αντί να απαιτούν να δουν την καταναλωτική συμπεριφορά να αλλάζει;
«Η πολυτέλεια δεν κινείται σοφά, περιμένοντας να δει τι θέλει ο κόσμος. Εξ ορισμού, αυτή είναι που δημιουργεί τη ζήτηση. Η πολυτέλεια αποφασίζει τις τάσεις, δεν τις ακολουθεί», τόνισε η Sylvia Long-Tolbert, βοηθός καθηγητή στο Johns Hopkins Carey Business School, η οποία ειδικεύεται στην έρευνα της καταναλωτικής συμπεριφοράς και τη διοίκηση επιχειρήσεων.