Έχουν περάσει επτά χρόνια από την κατάρρευση του ξενοδοχείου Rana Plaza, εξαιτίας της οποίας έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες εργαζόμενοι. Σήμερα, τα μέτρα προστασίας τους έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Οι μεγαλύτερες εταιρείες, έμποροι και κέντρα διακίνησης προϊόντων έχουν δεσμευθεί νομικά κι έχουν κάνει την αλλαγή στους χώρους τους.
Χάρη στη δέσμευση εκείνη, έγινε ξεκάθαρη η διαφορά μεταξύ υποχρεωτικών και προαιρετικών μέτρων. Πριν από εκείνη, οι περισσότερες μονάδες παραγωγής δε διέθεταν καν ανιχνευτές φωτιάς και συναγερμούς.
Τελευταία, ασκείται πίεση στη βιομηχανία της μόδας, ώστε να συμπεριφερθεί με σεβασμό τόσο στους υπαλλήλους, όσο και στο περιβάλλον. Ήδη, έχει τεθεί σε εφαρμογή μία σειρά πρωτοβουλιών που οδηγούν τα brands σε συνεχή εξέλιξη, καταγράφοντας την πρόοδό τους. Το θέμα εδώ είναι πως δεν υπάρχει καμία επίβλεψη της καταγραφής αυτής. Δεν υπάρχει διαφάνεια για τις δράσεις αυτές κι έτσι εμείς, ως καταναλωτές, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποιες είναι αποτελεσματικές και ποιες όχι.
Γίνονται κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως με τη Sustainable Apparel Coalition (SAC). Εκείνη, μαζί με τις Ethical Trading Initiative, Fair Wear, Zero Discharge of Hazardous Chemicals (ZDHC), συνεργάζεται με εταιρείες και προμηθευτές είτε για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, είτε για τη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης – για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, για παράδειγμα. Αυτοί οι οργανισμοί δεν είναι ελεγκτικοί και δε φέρουν καμία ευθύνη για την τήρηση των μέτρων που θέτει η συμφωνία που αναφέραμε παραπάνω. Αντί γι’ αυτό, σχηματίζουν ένα οικοσύστημα πόρων από τους οποίους η βιομηχανία της μόδας μπορεί να τραφεί και να γίνει καλύτερη, ιδιαίτερα απέναντι στον πλανήτη, μόνο εάν το θελήσει.
Παρότι γίνονται μικρά και σταθερά βήματα προς τη βιωσιμότητα, συχνά βγαίνει προς τα έξω μία πλαστή υπόσχεση για ένα ασφαλέστερο και φωτεινότερο μέλλον. Στην πραγματικότητα, η αλλαγή είναι ελάχιστη.
«Ο αληθινός εχθρός είναι η έλλειψη του οράματος», δήλωσε στη Vogue Business o Kohl Gill, ο οποίος εξειδικεύεται στην επίβλεψη των εργατών και τις προβλέψεις της αλυσίδας προμηθειών. Το πρόβλημα βρίσκεται στα θεμέλια του χώρου και δεν μπορεί να διορθωθεί με πρόχειρες λύσεις.
Είναι ανάγκη να υπάρχει κάποια βεβαίωση ότι οι επιχειρήσεις ακολουθούν πιο ηθικές πρακτικές. Οι ομάδες σαν τη SAC, σίγουρα τις βοηθούν να κινηθούν με τη βιωσιμότητα σαν πυξίδα, δίνουν συμβουλές και οδηγίες για τη σωστή χρήση των χημικών. Όμως, δεν κάνουν το βασικό, που είναι ο έλεγχος.
Η Kate Larsen, πρώην στέλεχος της Burberry και ιδρύτρια της συμβουλευτικής εταιρείας SupplyEsChange, τονίζει πως ορισμένοι μηχανισμοί σε τέτοιου είδους οργανισμούς είναι πολύ χρήσιμοι και μπορούν να φέρουν την αλλαγή, εάν τα brands αποφασίσουν να τους εντάξουν στην πολιτική τους. Αλλά και πάλι, η διαφάνεια δεν υπάρχει πουθενά.
«Πολλοί λένε πως η κλιματική αλλαγή τους ανησυχεί. Αλλά θα κάνουν κάτι για αυτό; Και πώς;», σημείωσε ο Gary Cook, υπεύθυνος για τις παγκόσμιες καμπάνιες της Stand.earth. Για τις εκπομπές CO2, για παράδειγμα. «Δε θέλουμε να τις δούμε να πολλαπλασιάζονται. Θέλουμε οι εταιρείες να είναι ειλικρινείς για τις πράξεις τους.»
Στο μεταξύ, η ZDHC οδήγησε πολλούς βιομηχάνους στη μείωση τοξικών χημικών, όμως κανείς δεν ασχολείται με εκείνους που συνεχίζουν απτόητοι να επιβαρύνουν το περιβάλλον. Ο διευθύνων σύμβουλος, Frank Michael, δίνει μεγάλο αγώνα για να επηρεάσει περισσότερους ανθρώπους.
«Μας έχουν κρίνει σκληρά για την περιορισμένη μας δράση. Μπορούμε να γίνουμε πιο αυστηροί, όμως αυτό θα έφερνε τεράστια δυσφορία στη βιομηχανία», τόνισε.
Η SAC, στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων οι όμιλοι Kering και LVMH, είναι ο οργανισμός πίσω από το Δείκτη Higg, ο οποίος συλλέγει τα δεδομένα που αφορούν στο αντίκτυπο της της βιομηχανίας της μόδας τόσο στο περιβάλλον, όσο και στην κοινωνία. Αυτή τη στιγμή, αναπτύσσει ένα μηχανισμό που θα υπολογίζει το αντίκτυπο αυτό αν και, μέχρι στιγμής, δεν είναι στις πρώτες θέσεις της λίστας των προτεραιοτήτων της. «Ο στόχος μας είναι να βοηθήσουμε τη μόδα να βελτιωθεί», δήλωσε ο CEO της Higg Co. Βέβαια, τα δεδομένα δε δημοσιοποιούνται. Ακόμη και τα ίδια τα brands δεν επιτρέπεται να γνωστοποιήσουν τα αρχεία τους.
Το πρόβλημα με τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, είναι ότι δημιουργούνται και, συχνά, ελέγχονται από την ίδια τη βιομηχανία.
«Δεν υπάρχει καμία πιστοποίηση που να μας δείχνει ότι οι εργαζόμενοι αμείβονται μ’ ένα μισθό που τους εξασφαλίζει τα προς το ζην, ούτε ότι υπάρχει σεβασμός προς τα δικαιώματά τους», ανέφερε η Liana Foxvog, διευθύντρια των εκστρατειών του Διεθνούς Φόρουμ για τα Δικαιώματα των Εργαζομένων.
Τώρα που, λόγω της πανδημίας, οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν τους προμηθευτές τους και ακυρώνουν τις παραγγελίες, οι εργοστασιάρχες αναγκάζονται να θέσουν σε διαθεσιμότητα το προσωπικό τους. Την περασμένη εβδομάδα, δέκα οργανισμοί υπέγραψαν μία ανοιχτή επιστολή, με την οποία καλούν brands και εμπόρους να φερθούν υπεύθυνα, να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους ή, τουλάχιστον, να καλύψουν τους μισθούς που δε δόθηκαν. Η ιδρύτρια της ΜΚΟ Remake, Ayesha Barenblat, περιμένει να δει πού θα οδηγήσει όλο αυτό. Όσο δεν υπάρχουν επιπτώσεις για εκείνους που αδιαφορούν, δε θα έρθει η αλλαγή που θέλουμε να δούμε.