Ο Αντουάν Αρνό, o μεγαλύτερος γιος του ιδρυτή της Moët Hennessy Louis Vuitton (LVMH) θυμάται την επίδειξη μόδας του πολυτελούς ομίλου που πραγματοποιήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο πριν από τέσσερα χρόνια και γνωρίζει ότι αυτές οι μέρες πιθανότατα έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Στον κόσμο μετά τον κορονοϊό, η ιδέα του να μεταφέρει αεροπορικώς τους καλεσμένους από όλο τον κόσμο στη Νότια Αμερική, αρχίζει να φαντάζει άπιαστη ακόμη και για αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της βιομηχανίας πολυτελών ειδών.
«Η μεταφορά του μισού κόσμου της μόδας στο Ρίο για 48 ώρες για μία επίδειξη μόδας μέσω κρουαζιέρας ήταν ωραία, αλλά μάλλον ήταν πάρα πολύ», δήλωσε ο Αντουάν Αρνό, ο οποίος επιβλέπει την εικόνα, τις επικοινωνίες και τα περιβαλλοντικά θέματα του γνωστού οίκου, σε συνέντευξη που παραχώρησε αυτή την εβδομάδα στο Παρίσι.
«Αναγνωρίζουμε ότι υπήρξε πιθανώς μια φρενίτιδα τα τελευταία χρόνια, και ίσως εμείς οι ίδιοι έχουμε παρασυρθεί σε αυτόν τον ανεμοστρόβιλο, επιδιώκοντας πάντα να προσφέρουμε κάτι νέο, υπερβολικό».
Η LVMH, ιδιοκτήτρια εμπορικών σημάτων, όπως τα Louis Vuitton και Dior, ακολουθεί τους ανταγωνιστές της και ασπάζεται τις αλλαγές που έρχονται στον κόσμο της μόδας.
Ο Αλεσάντρο Μισέλ, δημιουργικός διευθυντής της Gucci, ανακοίνωσε τον Μάιο ότι η εταιρεία, που ανήκει στον όμιλο Kering SA, θα μειώσει τον αριθμό των ετήσιων σόου που παρουσιάζει σε δύο από πέντε που ήταν πριν. Εστίασε στην «φθαρμένη», όπως είπε χαρακτηριστικά, φύση του κλάδου, μία άποψη που συμβαδίζει με τις απόψεις του Συμβουλίου Σχεδιαστών Μόδας της Αμερικής και του Βρετανικού Συμβουλίου Μόδας.
Ακόμη και πριν ο Covid-19 πλήξει τον κλάδο, οι εταιρείες ειδών πολυτελείας αντιμετώπιζαν πίεση από τους καταναλωτές και τις ρυθμιστικές αρχές για να μειώσουν τον περιβαλλοντικό τους αντίκτυπο. Ο έντονος ανταγωνισμός ώθησε τα εμπορικά σήματα να διοργανώνουν ολοένα και περισσότερα φανταχτερά σόου τα τελευταία χρόνια, και η αυξανόμενη ζήτηση από την Κίνα για ρούχα και υποδήματα οδήγησε τους κατασκευαστές στην χρήση περισσότερων από τους πόρους του πλανήτη.
Ο κόσμος της μόδας προσαρμόστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προσφέροντας πράγματα όπως εικονικές εκδηλώσεις για την προβολή των ρούχων των σχεδιαστών. Ο Αρνό, του οποίου ο πατέρας είναι ο πρόεδρος και ιδρυτής της LVMH, Μπερνάντ Αρνό, αναγνώρισε ότι «δεν είναι όλα τέλεια» με αυτό το μέσο παρουσίασης.
«Αυτά τα διάσημα, θεαματικά σόου θα συνεχίσουν να πραγματοποιούνται, αλλά με πιο αργό ρυθμό», δήλωσε ο Arnault, ο οποίος μίλησε μέσω του Zoom κατά την Κλιματική Εβδομάδα της LVMH, όπου η εταιρεία παρουσίασε πάνελ με ειδικούς στα θέματα αειφορίας, για τους 160.000 υπαλλήλους της. «Αυτό θα εξελιχθεί.»
Υπήρξαν και άλλες αλλαγές. Από το 2022, οι εταιρείες μόδας δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να καταστρέφουν τα εμπορεύματα που δεν πωλούνται στη Γαλλία, μια διαδεδομένη πρακτική για την μείωση των εκπτώσεων των ισχυρών εμπορικών σημάτων της μόδας. Οι απώλειες πωλήσεων από τα lockdowns, οδήγησαν σε μεγαλύτερους όγκους αποθεμάτων από το συνηθισμένο. Η LVMH ανταποκρίθηκε μεταφέροντας ορισμένα από αυτά τα προϊόντα στην Ασία, όπου τα καταστήματα άνοιξαν ξανά νωρίτερα μέσα στο έτος, δήλωσε ο Αρνό.
«Καταστρέψαμε πολύ λίγα», τόνισε.
Η LVMH έχει δημιουργήσει μια επιτροπή για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του κλάδου και θα δημοσιεύσει τα ευρήματά της στις αρχές του επόμενου έτους, δήλωσε η Ελέν Βαντάλ, διευθύντρια περιβαλλοντικής ανάπτυξης της εταιρείας.
Ο όμιλος έχει ήδη θέσει ως στόχο όλες οι επιχειρήσεις να λειτουργούν με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2030 και να απαγορεύσει το παρθένο πλαστικό με βάση τα ορυκτά, στη συσκευασία έως το 2026. Έχει επίσης δεσμευτεί να διασφαλίσει ότι για όλα τα ζωικά υλικά που χρησιμοποιούνται στα προϊόντα του, θα είναι δυνατός ο εντοπισμός της προέλευσης τους.
Η LVMH αντιμετώπισε κριτική από την ομάδα για τα δικαιώματα των ζώων PETA, για τη χρήση δερμάτων εξωτικών ζώων σε προϊόντα και για ζητήματα που σχετίζονται με τη θεραπεία των ζώων. Ο Αρνό είπε ότι η πολιτική της LVMH είναι να επιτρέπει σε κάθε εμπορικό σήμα να αποφασίζει ποιο υλικό από ζώα θα χρησιμοποιεί.
Σημειώνεται ότι ο όμιλος LVMH κατέχει μερίδιο στο brand Στέλλα Μακ Κάρντεϊ, γνωστό για τη χρήση βιώσιμων υλικών. Μια άλλη μάρκα, η Fendi, προσφέρει μπουφάν από βιζόν στην τιμή των 14.000 ευρώ (17.000 δολαρίων).
«Η Fendi θα συνεχίσει να προσφέρει γούνα, ενώ η Στέλλα Μακ Κάρντεϊ δεν θα το κάνει», είπε ο Αρνό, προσθέτοντας ότι η LVMH κατέχει τα περισσότερα από τα αγροκτήματα που παράγουν εξωτικά δέρματα. «Δεν έχουμε καμία επιθυμία να κάνουμε αυτά τα ζώα να υποφέρουν».
πηγή: mononews
Διαβάστε επίσης:
Στα χέρια του Bernard Arnault της Louis Vuitton η Tiffany, με μειωμένη τιμή
Η Louis Vuitton ενισχύει τη νομική της ομάδα στη μάχη για τη συγχώνευση με τον οίκο Tiffany
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση