Αν και «δεν έσκασε σαν βόμβα εν αιθρία» -κατά την κλισέ δημοσιογραφική έκφραση- καθώς πρόκειται για μια συμφωνία που απασχολεί τον Τύπο εδώ και περίπου τρία χρόνια, εντούτοις το deal προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση, κυρίως για το τίμημα – μαμούθ που καλούνται να καταβάλουν οι Αμερικανοί της Mondelez για την απόκτηση της Chipita. Τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια για εξαγορά εταιρείας δύσκολα απαντώνται στη σύγχρονη επιχειρηματική ιστορία του τόπου μας…
Ποια είναι λοιπόν η ελληνική εταιρεία που υποχρέωσε έναν πολυεθνικό κολοσσό να βάλει «βαθιά το χέρι στην τσέπη» για να την αποκτήσει; Τι είναι αυτό που την καθιστά τόσο δελεαστική; Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, η Chipita είναι ένα από τα λιγοστά «success story» στην ελληνική βιομηχανία τροφίμων που έτυχε παγκόσμιας αποδοχής. Η άλλη που διεκδικεί αντίστοιχες δάφνες είναι η ΦΑΓΕ, της οικογένειας Φιλίππου.
Ιδρύθηκε το 1973, με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία αλμυρών snacks, με βασικό προϊόν τα Extra τυρογαριδάκια. Ωστόσο η πορεία προς την κορυφή ξεκίνησε όταν πέρασε στον έλεγχο του Σπύρου Θεοδωρόπουλου το μακρινό 1987. Η εταιρεία τότε στεγαζόταν στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Μοσχάτο και είχε μόλις 45 εργαζόμενους ενώ έκανε 400 χιλ. ευρώ τζίρο.
Με ένα μικρό δάνειο και τα χρήματα που κέρδισε από την ενασχόλησή του με το εμπόριο σπίρτων, ο ταλαντούχος επιχειρηματίας αποφάσισε να κάνει πράξη την πρωτοποριακή για την εποχή ιδέα που είχε: να συσκευάσει κρουασάν με γέμιση σοκολάτα. Μια ιδέα που έμελλε να τον εκτοξεύσει. Ο λόγος για το κρουασάν Molto.
Η εταιρεία αρχίζει να εξάγει ατομικά κρουασάν, mini κρουασάν και bake rolls στην ευρωπαϊκή αγορά κατακτώντας έτσι την πρώτη θέση στις εξαγωγές. Για να ενισχύσει το δίκτυο διανομής αναπτύσσει συνεργασία με την Pepsico η οποία ήταν δικτυωμένη σε περισσότερες από 25 χώρες στην Ευρώπη και στην Αφρική. Το 1990, ενισχύεται με τα κεφάλαια του Eurohellenic Fund (Olayan, De Benedetti, Alpha Finance και ΤΙΤΑΝ ενώ το 1994 μπαίνει στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, η οποία τόνωσε την αναπτυξιακή δυναμική της εταιρείας.
Τα επόμενα 16 χρόνια η εταιρεία δημιούργησε πολλά νέα προϊόντα και διεθνοποιείται με εξαγωγές σε πολλές χώρες. Δημιούργησε μονάδες παραγωγής σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Νιγηρία. Επεκτάθηκε με συνεργασίες σε Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και Μεξικό. Το 2006 η Chipita συγχωνεύεται με τη γαλακτοβιομηχανία Δέλτα, την Goody’s και την Μπάρμπα Στάθης. Έτσι γεννήθηκε η Vivartia.
Τον αμέσως επόμενο χρόνο η Vivartia εξαγοράζεται από τη Marfin Investment Group (ΜIG). Το καλοκαίρι του 2010 ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος μαζί με τον όμιλο Olayan, αλλά και με άλλους Έλληνες επιχειρηματίες εξαγόρασε πάλι την Chipita. O όμιλος Olayan απέκτησε το 80% καταβάλλοντας τη μερίδα του λέοντος, 735 εκατ. ευρώ και ένας νέος κύκλος ανάπτυξης άνοιξε. Φθάνοντας στο σήμερα, όπου πλέον θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς αλμυρών και γλυκών σνακ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, με περίπου 580 $ εκατομμύρια έσοδα το 2020.
Κατέχει ηγετική θέση στην αγορά και στην παραγωγή συσκευασμένων κρουασάν και ψημένων σνακ, και διαχειρίζεται ένα χαρτοφυλάκιο εμβληματικών εμπορικών σημάτων που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων τα: 7Days, Chipicao και Fineti ενώ διαθέτει 13 μονάδες παραγωγής με παρουσία σε περισσότερες από 50 χώρες και απασχολεί περισσότερους από 5.100 εργαζόμενους.
Διαβάστε επίσης:
Νέα επένδυση από την Coffee Island: Ανοίγει κατάστημα στην Ελβετία
Η Adidas «μπαίνει» στην Ερμού – Το νέο κατάστημα και η μάχη με την Nike
TGI Friday’s: Το νέο concept φαγητού και οι σκέψεις για τα malls του Ελληνικού
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση