Το Halloween είναι η αγαπημένη μέρα μικρών και μεγάλων στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία κι όχι μόνο. Θεωρείται η πιο τρομακτική μέρα του χρόνου, αλλά και μία από τις πιο εμπορικές. Μόνο το 2019, οι Αμερικανοί ξόδεψαν 8.8 δισεκατομμύρια δολάρια για κοστούμια και γλυκά.
Πώς, όμως, ξεκίνησαν όλα; Πώς μία αρχαία παράδοση έγινε η γιορτή που όλοι γνωρίζουμε σήμερα;
Ο κόσμος έμαθε τη λέξη Halloween μέσα από τη λογοτεχνία όταν, πίσω στο 1785, ο Σκωτσέζος Robert Burns έγραψε το ομώνυμο ποίημα που έμελλε να μείνει στην ιστορία.
Ας δούμε την ετυμολογία της. Είναι σύνθετη. Το πρώτο μέρος, hallow (αγιάζω, στα ελληνικά), αναφέρεται στην 1η Νοεμβρίου που είναι η γιορτή των Αγίων Πάντων. Το δεύτερο, een, είναι παραλλαγή της λέξης eve (παραμονή). To Halloween, δηλαδή, είναι συντομογραφία της «παραμονής των Αγίων Πάντων».
Ας δούμε, τώρα, το λόγο που η παραμονή των Αγίων Πάντων έχει τόσο ανατριχιαστική θεματολογία. Οι ιστορικοί έχουν συνδέσει την 31η Οκτωβρίου με το κέλτικο φεστιβάλ για το τέλος του καλοκαιριού, το οποίο γιορτάζεται στη Σκωτία, την Ιρλανδία και τη Νήσο Μαν. Σύμφωνα με τη μυθολογία των Κελτών, το πέπλο ανάμεσα στον Κόσμο των Νεκρών κι εκείνον των ζωντανών λεπταίνει τόσο την τελευταία μέρα πριν το χειμώνα, που τα πνεύματα των νεκρών μπορούν να μετακινηθούν πέρα – δώθε. Προκειμένου να τους φερθούν καλά, οι άνθρωποι τους πρόσφεραν φαγητό και γλυκά.
Μάλιστα, αντί για παραμονή των Αγίων Πάντων, μέχρι το 836 λεγόταν Μέρα των Ψυχών. Ο Πάπας Γρηγόριος Δ’, όμως, άλλαξε το όνομά του το 837, για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους.
Τα «μήλα που επιπλέουν»
Το Halloween έχει συνδεθεί, κατά κύριο λόγο, με τις κολοκύθες. Και τα μήλα, όμως, είναι σημαντικά για την ιστορία του. Το παιχνίδι «μήλα που επιπλέουν», μάλιστα, που παραμένει δημοφιλές, θεωρούταν τρόπος σύνδεσης με τον Άλλο Κόσμο. Άνδρες και γυναίκες χάραζαν μήλα. Έπειτα, βύθιζαν το κεφάλι του σε κουβάδες με νερό και προσπαθούσαν με το στόμα τους να βγάλουν τα μήλα που ήταν τοποθετημένα μέρα, γιατί έτσι τα πνεύματα θα τους έδιναν στοιχεία για εκείνον που θα παντρεύονταν. Το μήλο που θα έπαιρναν, είχε, υποτίθεται, χαραγμένο το αρχικό του μελλοντικού τους συντρόφου.
Οι σκαλιστές κολοκύθες του Jack O’ Lantern
Αν συναντήσεις το Διάβολο σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι, μην τον κάνεις να σκαρφαλώσει σε δέντρο γιατί θα καταλήξεις σαν τον καημένο Jack O’ Lantern, λέει ο μύθος.
Ο Jack ήταν ένας μέθυσος αγρότης, κατεργάρης, τεμπέλης. Ήταν, όμως πανέξυπνος και παμπόνηρος. Κατάφερε, μάλιστα, να ξεγελάσει τον ίδιο το Διάβολο.
Τα σατανικά κατορθώματα του O’Lantern είχαν φτάσει στ’ αυτιά του Άρχοντα του Σκότους. Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει να δει με τα ίδια του τα μάτια περί τίνος πρόκειται. Πράγματι, την παραμονή των Αγίων Πάντων ανέβηκε στη Γη και συνάντησε τον Jack σ’ ένα λιθόστρωτο μονοπάτι. Εκείνος κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα του να πεθάνει και ζήτησε να του πραγματοποιηθεί μία τελευταία επιθυμία. Ζήτησε από το Διάβολο να τον οδηγήσει σε μια ταβέρνα, να πιει για τελευταία φορά. Έπειτα, τον έπεισε να μεταμορφωθεί σε ασημένιο νόμισμα για να πληρώσει το λογαριασμό. Αντί να τον δώσει στον ταβερνιάρη, τον έβαλε στη δεξιά του τσέπη που μέσα είχε έναν σταυρό. Του ήταν αδύνατο να αποδράσει και, προκειμένου να ελευθερωθεί, υποσχέθηκε στον ήρωά μας άλλα δέκα χρόνια ζωής.
Ο καιρός πέρασε και οι δυο τους συναντήθηκαν, πάλι τη νύχτα του Halloween. Πάλι ο Jack ζήτησε μια τελευταία χάρη, πάλι ο Διάβολος δέχθηκε. Αυτή τη φορά, θέλησε να φάει ένα μήλο. Ο δεύτερος σκαρφάλωσε στη μηλιά για να το κόψει κι ο O’Lantern χάραξε στον κορμό του δέντρου έναν σταυρό – άλλη εκδοχή της ιστορίας τον θέλει να μπήγει σταυρούς στον κορμό σχηματίζοντας έναν κύκλο – παγιδεύοντάς τον στα κλαδιά. Για να κατέβει, του πρότεινε μία συμφωνία: Όταν θα πέθαινε, δε θα δεχόταν την ψυχή του στην κόλαση. Κι ο Jack συμφώνησε.
Γέρος πια, άφησε την τελευταία του πνοή. Δε γινόταν, όμως, να πάει στον παράδεισο λόγω του άσωτου βίου του. Πήγε στην κόλαση και βρήκε τις πύλες κλειστές. Ρώτησε το Διάβολο πού να πάει, τι να κάνει. Εκείνος, του πέταξε μια σπίθα από τις φλόγες του Άδη, που δε θα καιγόταν ποτέ. Ο Jack σκάλισε ένα από τα γογγύλια που είχε μαζί του – μιας και ήταν το αγαπημένο του φαγητό – και έβαλε εκεί μέσα τη φλόγα. Έχοντας ως μοναδικό οδηγό αυτό το αυτοσχέδιο φανάρι για να φωτίζει το δρόμο, η ψυχή του άρχισε να περιπλανιέται για πάντα στα πέρατα της γης, ανάμεσα στον κόσμο του καλού και του κακού, ψάχνοντας ένα μέρος έτσι ώστε να μπορέσει επιτέλους να ξεκουραστεί.
Φάρσα ή κέρασμα;
Οι αρχαίοι Κέλτες μεταμφιέζονταν σε σατανικά πνεύματα, προκειμένου να ξεγελάσουν τους δαίμονες. Στη μεσαιωνική Αγγλία, οι μασκαράδες αντί να τρομοκρατούν τον κόσμο και να κάνουν φάρσες, προσεύχονταν για τις ψυχές των ανθρώπων. Το μόνο που ζητούσαν για αντάλλαγμα, ήταν ένα κομμάτι τούρτα.
Οι Ιρλανδοί και Σκωτσέζοι μετανάστες έφεραν μαζί τους το έθιμο αυτό, όταν πήγαν στις ΗΠΑ το 19ο αιώνα.
Η γρουσουζιά της Μαύρης Γάτας
Οι μαύρες γάτες θεωρούνται από πολλούς κακοί οιωνοί, κατηγορούνται πως φέρνουν γρουσουζιά. Πίσω στο Μεσαίωνα, ο κόσμος πίστευε ότι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τον κόσμο των μαγισσών, συνεργοί του Διαβόλου.
Σύμφωνα με το θρύλο, οι μάγισσες είχαν την ικανότητα να μεταμορφώνονται σε μαύρες γάτες, να τις ανασταίνουν και να τις σκοτώνουν όποτε ήθελαν. Φυσικά, η αλαζονική συμπεριφορά των συγκεκριμένων ζώων δεν θα μπορούσε παρά να ενισχύσει την αντίληψη αυτή. Μέχρι σήμερα, μάλιστα,πολλοί συνεχίζουν να τις αντιμετωπίζουν διστακτικά.
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση