Από την αρχή της χιλιετίας, η αγορά της Κίνας αλλάζει. Υπολογίζεται πως περισσότερα από 1.000 καταστήματα έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με τους κολοσσούς Dongliang και Alter, τους δύο μεγαλύτερους εμπορικούς ομίλους που ξεκίνησαν από το Πεκίνο και τη Σανγκάη. Κι όσο περνούν τα χρόνια, η πολυτελής αγορά της Κίνας επηρεάζει τους καταναλωτές ολόκληρου του κόσμου. Συχνά, μάλιστα, αποφασίζει αν και πόσο θα διαρκέσει η δημοτικότητα των brands.
Τα εμπορικά κέντρα και τα πολυκαταστήματα παραμένουν σημαντικά για την πολυτελή μόδα αλλά, όπως συμβαίνει σε πολλά μέρη του κόσμου, δίνεται αγώνας για «επιβίωση» λόγω του ηλεκτρονικού εμπορίου. Την ώρα που η αξία των καταστημάτων ένδυσης και υπόδυσης «έπεσε» από το 38,6% στο 26,3% κατά τη διάρκεια της πενταετίας 2014 – 2019, εκείνη των eshops σχεδόν τριπλασιάστηκε.
Το ξέσπασμα της πανδημίας, φυσικά, ενίσχυσε αυτήν την κατάσταση, με τις πωλήσεις των φυσικών καταστημάτων να μειώνονται κατά 9,8% σε έναν μόλις χρόνο, ενώ των ηλεκτρονικών αυξήθηκαν κατά 5,8%.
Προκειμένου να μην αντικατασταθούν από το διαδίκτυο, τα φυσικά καταστήματα έπρεπε να κινηθούν γρήγορα και να προσφέρουν περισσότερα στους καταναλωτές. Όχι μόνο βελτίωσαν τη διακόσμησή τους και έκαναν θελκτικά τα προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά συνεργάστηκαν με εξειδικευμένους πωλητές. Στόχος τους; Να κατακτήσουν το δυσκολότεροι κοινό: Την Gen Z. Και, όπως φαίνεται, τα καταφέρνουν μία χαρά.
«Οι νεαροί λάτρεις της μόδας από την Κίνα, είναι μία γενιά με γνώσεις, με διεθνείς επιρροές. Είναι πολύ δύσκολο να τους προσεγγίσεις χωρίς προσωπική πινελιά και ιδιαίτερη έκφραση», δήλωσε ο Έρικ Γιανγκ, ιδρυτής του καταστήματος Le Monde de Shanghai Chic, ο οποίος προμηθεύεται προϊόντα από οίκους όπως οι Lanvin, Rokh και Coperni.
Μεγάλα και ισχυρά «ονόματα», ανάμεσά τους οι Galeries Lafayette, IT, Lane Crawford και Joyce, έκαναν την είσοδό τους στην κινέζικη αγορά πολύ πριν ιδρυθούν τα ανεξάρτητα καταστήματα. Λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο και οι πωλήσεις τους είναι αξιοπρεπείς. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι έχουν πλέον εξοικειωθεί με το τοπικό μοντέλο και απευθύνονται στον Κινέζο καταναλωτή, χωρίς να επιμένουν στα δυτικά πρότυπα.
«Πολλά από τα καταστήματά τους σχεδιάζονται από ντόπιους αρχιτέκτονες και καλύπτουν τις ανάγκες της εκάστοτε περιοχής, χωρίς να “κρύβεται” η ταυτότητα του ιδρυτή και της εταιρείας», εξηγεί ο Μάικ Ρόμπερτς, COO της συμβουλευτικής εταιρείας Green Room, ο οποίος έχει συνεργαστεί με κορυφαίους του χώρου, όπως τον Burberry.
Παρέχοντας μία απόλυτα ξεχωριστή εμπειρία στον καταναλωτή, τα φυσικά καταστήματα «χτίζουν» και την ιντερνετική τους παρουσία. Τους προσεγγίζουν fashion bloggers που συχνά διαφημίζουν τα προϊόντα τους, με αποτέλεσμα να προσεγγίζουν μεγαλύτερη μερίδα πελατών.
Οι μεγάλες μπουτίκ έχουν βρει το «μυστικό όπλο» τους, απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό που έχει άποψη, χρήματα και διάθεση να κάνει τη διαφορά. Δεν ενδιαφέρονται στο να πουλήσουν ποσότητα – λίγα πολυτελή και ιδιαίτερα ακριβά προϊόντα, αρκούν. Πλέον, οι Κινέζοι έχουν πάψει να ενδιαφέρονται για τη γρήγορη μόδα. Οι infuencers στρέφονται στα πολυκαταστήματα, τις ανεξάρτητες μπουτίκ που έχουν σπανιότερα κομμάτια. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, η ανάπτυξη των επιχειρήσεων αυτών είναι τεράστια.
«Το να έχεις πολλά brands σε ένα κατάστημα, μπορείς να μπεις στην αγορά καλύπτοντας μεγάλο εύρος καταναλωτών. Όσο περισσότερες συλλογές βασίζονται στις ανάγκες τους, τόσο περισσότερο θα αγαπηθεί το brand σου. Το κοινό σου θα παραμείνει πιστό, υγιές, ενημερωμένο», σημειώνει ο Ρόμπερτς.
Διαβάστε επίσης:
Οι πολυτελείς μάρκες εκτοξεύθηκαν στην αγορά της Κίνας εν μέσω πανδημίας
Στο digital μεταφέρεται η διαφημιστική δαπάνη των πολυτελών brands
Στα χέρια του Bernard Arnault της Louis Vuitton η Tiffany, με μειωμένη τιμή
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση