Ζούμε πρωτόγνωρες συνθήκες. Μένουμε σπίτι. Δεν μπορούμε να δούμε το σύντροφό μας, αν δε συζούμε. Δεν μπορούμε να δούμε τη μαμά, τον μπαμπά, τη γιαγιά, τον καλύτερό μας φίλο. Εργαζόμαστε από το δωμάτιό μας, είμαστε 24 ώρες με τους ίδιους ανθρώπους – ή ολομόναχοι. Δεν ξέρουμε τι ξημερώνει την επόμενη μέρα, έχουμε νεύρα, κλαίμε. Και, συχνά, περιμένουμε ειδική μεταχείριση επειδή βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση.
Θα μιλήσουμε απότομα σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μας, επειδή μας ενοχλεί η συνεχής του παρουσία, επειδή δεν καταλαβαίνει πώς είναι να μην μπορείς να βγεις, πόσο δυσκολευόμαστε, πόσο πιεζόμαστε. Ή μήπως, καταλαβαίνει απόλυτα; Μήπως κι εκείνος δυσκολεύεται όσο εμείς αλλά δεν το δείχνει; Μήπως με τη συμπεριφορά μας κάνουμε το δικό του φορτίο να φαντάζει αβάσταχτο;
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Τζον Πάβλοβιτς, Hope and Other Superpowers (Ελπίδα και Άλλες Υπερδυνάμεις). Ίσως μας προβληματίσει. Και, ποιος ξέρει, ίσως από αυτό το lockdown βγούμε καλύτεροι άνθρωποι.
«Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου, ήμουν στο μανάβικο κι έπαιρνα μπανάνες.
Θυμάμαι να σκέφτομαι “Είναι τρελό. Ο μπαμπάς σου μόλις πέθανε. Για ποιον αναθεματισμένο λόγο αγοράζεις μπανάνες;”
Αλλά χρειαζόμασταν μπανάνες. Θα ξυπνούσαμε νωρίς για πρωινό το επόμενο πρωί και δε θα είχαμε – οπότε γι’ αυτό πήγα να πάρω.
Έπρεπε να κάνω κι άλλα πράγματα, οπότε τις υπόλοιπες μέρες θα πήγαινα από μέρος σε μέρος, θα περίμενα σε ουρές εστιατορίων, θα καθόμουν σε παγκάκια – θα κρατούσα τα δάκρυά μου, θα πάλευα να σταθώ στα πόδια μου και, γενικώς, θα ήμουν στα πρόθυρα απόλυτης κατάρρευσης.
Ήθελα να φορέσω μία πινακίδα που θα έγραφε: ΜΟΛΙΣ ΕΧΑΣΑ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ. ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗ ΜΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΚΟΝΤΡΑ.
Μόνο αν κάποιος περαστικός κοιτούσε βαθιά στα κατακόκκινα μάτια μου ή πρόσεχε τη φωνή μου που “έσπαγε” πού και πού θα με ρωτούσε τι τρέχει, δεν είναι πως θα ήξερε κανείς τι συμβαίνει μέσα μου ή γύρω μου. Δε θα είχε κανείς ιδέα πως είχε μόλις ανοίξει μια τεράστια τρύπα που άνοιξε και ρούφηξε την κανονική ζωή του άνδρα που στέκεται δίπλα τους στο διάδρομο με τα φρούτα.
Κι ενώ δεν ήθελα να φοράω στο στήθος μου αυτά που μου συνέβαιναν, αν το έκανα, ίσως οι γύρω μου μού έδιναν χώρο, μου μιλούσαν πιο απαλά ή πιο προσεκτικά – κι ίσως έκαναν το αβάσταχτο, υποφερτό.
Όλοι γύρω σου – οι άνθρωποι που περιμένουν μαζί σου στην ουρά του σούπερ μάρκετ, που προσπερνάς στην κίνηση, που κάθονται δίπλα σου στη δουλειά, που είναι απέναντί σου στο τραπέζι της κουζίνας – όλοι βιώνουν μία υπαρξιακή καταστροφή. Όλοι πενθούν για κάποιον, κάποιος τους λείπει, για κάποιον ανησυχούν. Οι γάμοι τους ίσως καταρρέουν, ο μισθός τους μπορεί να αργεί να μπει ή να περιμένουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων των παιδιών τους ή παίρνουν μπανάνες πέντε χρόνια μετά από έναν θάνατο και ακόμη κρατιούνται για να μην κλάψουν, επειδή η απώλεια είναι τόσο δυνατή, όσο την πρώτη μέρα.
Κάθε ένας που έχει περάσει από δίπλα σου ως τώρα, παλεύει να βρει την ηρεμία του και να αντιμετωπίσει το φόβο – να κάνει απλές καθημερινές πράξεις χωρίς να καταρρεύσει στο διάδρομο με τα λαχανικά ή στο φανάρι ή στο ταχυδρομείο.
Ίσως δε θρηνούν για τον ξαφνικό, τραγικό θάνατο ενός γονέα, όμως λυπημένοι, εξαντλημένοι, όλο πόνο άνθρωποι είναι παντού, τους κοιτάζουμε κάθε μέρα – κι όμως, τον περισσότερο καιρό είμαστε αρκετά κακοί μαζί τους:
Γονείς με παιδιά σε τελικό στάδιο ασθένειας.
Ζευγάρια στα πρόθυρα διαζυγίου.
Άνθρωποι που πενθούν για το χαμό αγαπημένων και σχέσεις που τελείωσαν.
Άνθρωποι που θυμούνται ότι σαν σήμερα πέθανε ο άνθρωπός τους.
Γονείς που ανησυχούν για το έφηβο παιδί τους που έχει κατάθλιψη.
Άνθρωποι που οι σύντροφοί τους βρίσκονται στο πεδίο της μάχης.
Οικογένειες που δεν έχουν ιδέα πώς θα κρατήσουν τα φώτα ανοιχτά.
Μονογονείς που μεγαλώνουν μόνοι τα παιδιά τους με ελάχιστοι βοήθεια κι ελάχιστο ύπνο.
Όλοι πενθούν για κάτι και ανησυχούν και φοβούνται, αλλά κανείς τους δεν κρατάει πινακίδες, δε φοράει πινακίδες, δεν έχει γραπτές προειδοποιήσεις που λένε ΠΟΝΑΩ, ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΕΥΓΕΝΙΚΟΙ.
Και εφόσον δεν το κάνουν, είναι στο χέρι σου να τους κοιτάς πιο προσεκτικά, πιο βαθιά: Στη δουλειά ή στο βενζινάδικο ή στο διάδρομο με τα λαχανικά, και να μην υποθέτεις ποτέ πως δεν κρέμεται η ζωή τους από μία κλωστή. Επειδή οι περισσότεροι κρέμονται από μία κλωστή – και η ίδια μας η ευγένεια μπορεί να είναι αυτή η κλωστή.
Πρέπει να θυμίζουμε στον εαυτό μας πόσο δύσκολες μπορεί να είναι οι ιστορίες των γύρω μας, και να τους πλησιάζουμε σαν να είναι εύθραυστοι, πολύτιμοι θησαυροί – και να τους δίνουμε την προσοχή που τους αξίζει.
Πηγαίνοντας στη δουλειά σήμερα, κανείς δε θα φοράει πινακίδα στο στήθος του που θα ανακοινώνει το θρήνο του ή να σε ενημερώνει για το φόβο του – αν κοιτάξεις στα μάτια τους, όμως, θα δεις τα σημάδια
Ο κόσμος γύρω σου πονάει.
Πρόσεξε.»
Διαβάστε επίσης:
Donatella Versace: Ένα γράμμα απ’ το Μιλάνο – Μία πόλη φάντασμα
«Σας γράφω από την Ιταλία, σας γράφω λοιπόν από το μέλλον σας»: Μία επιστολή που συγκλονίζει
«Θέλω να σε αγκαλιάσω»: Το βίντεο-ύμνος στις αγκαλιές που τόσο μας έχουν λείψει
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση