O λυρικός συνθέτης των σπαγκέτι γουέστερν και en masse πεντακοσίων ταινιών από το διεθνές σινεμά Ennio Morricone, άφησε την τελευταία του πνοή χτες στη Ρώμη σε ηλικία 91 ετών. Ο δικηγόρος του Giorgio Assummo επιβεβαίωσε ότι ο ιταλός μουσικός απεβίωσε πέφτοντας τη νύχτα στην κλινική όπου νοσηλευόταν ύστερα από κάταγμα στο μηριαίο οστό.
Οι ατμοσφαιρικές συνθέσεις του πλαισίωσαν κωμωδίες, θρίλερ, ιστορικά και προσωπικά δράματα μεγάλων δημιουργών από τον διεθνή κινηματογράφο -τον «ασπάστηκαν» τόσο οι πιο σύνθετοι «υπαρξιστές» Ευρωπαίοι όσο και οι πιο «στρωτοί» σκηνοθέτες του ποιοτικού αμερικανικού σινεμά: Bernardo Bertolucci, Pier Paolo Pasolini, Terence Malick, Roland Joffe, Brian de Palma, Michael Nichols, John Carpenter και εσχάτως Quentin Tarantino.
Ο Morriccone προσάρμοζε τις μελωδίες του στο προσωπικό ιδίωμα κάθε σκηνοθέτη, έτσι ώστε η μουσική να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του οπτικοακουστικού περιεχομένου κάθε ταινίας. Δεν λειτουργούσε ως υποτονικό «χαλί» αλλά ούτε ως αντίστιξη της δράσης (ώστε να ξεχωρίζει δημιουργώντας δήθεν «διάλογο» με την εικόνα). Σε ορισμένες περιπτώσεις η σκηνοθεσία προσομοίαζε σε χορογραφία των συνθέσεών του. Αρκετές από τις μελωδίες του μέσα στα σαράντα τόσα χρόνια δημιουργίας του έχουν αφήσει εποχή: Στο Κλουβί με τις τρελές (1978) του Molinaro, στο Φράντικ (1988) του Polanski, στο Σινεμά ο Παράδεισος (1988) του Tornatore, στους Αδιάφορους (1987) του De Palma. Την αναβίωσή του στη σύγχρονη φιλμογραφία εγγυήθηκε ο Tarantino στο Kill Bill (2003, 2004), στο Django: O Τιμωρός (2012) και το Οι Μισητοί Οκτώ (2015). Παραδόξως, ίσως, κάποτε κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Μορικόνε αποκάλεσε τον εκκεντρικό αμερικανό σκηνοθέτη «κρετίνο» επειδή του επέβαλε εξωπραγματικούς στόχους. Ο ίδιος όμως το είχε αρνηθεί.
Εντούτοις για τους Μισητούς οκτώ κέρδισε το πρώτο του Oscar(το 2016) για πρωτότυπο σάουντρακ, το οποίο κέρδισε και Χρυσή σφαίρα την ίδια χρονιά. Η Ακαδημία τον είχε ήδη τιμήσει με το πολυπόθητο αγαλματίδιο (το 2007) για τη συνολική του προσφορά. Είχε εξασφαλίσει άλλες πέντε υποψηφιότητες (η πρώτη για το 1900) στα Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες, Grammy και δεκάδες άλλα διεθνή βραβεία.
Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1928, ανάμεσα σε πέντε παιδιά και πατέρα τρομπετίστα. Έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις σε ηλικία έξι ετών. Σπούδασε στο Ωδείο της Σάντα Σετσίλια (Santa Cecilia) όπου για πρώτη φορά γνώρισε τον Sergio Leone. Η κλίση του για την κλασική μουσική έπρεπε να παραγκωνιστεί από την ανάγκη του για επιβίωση που τον ώθησε στις πρώτες συνθέσεις για ραδιοφωνικά δράματα.
Περισσότερο ίσως από όλες τις άλλες έχουν απομαγεύσει το κινηματογραφόφιλο κοινό οι μελωδίες και τα ηχητικά εφέ για τα σπαγκέτι γουέστερν σκηνοθεσίας Σέρτζιο Λεόνε τη δεκαετία του 1960, ειδικότερα για τη θρυλική πλέον τριλογία των δολαρίων ήτοι το Για Μια Χούφτα Δολάρια (A Fistful of Dollars, 1964), τη Μονομαχία στο Ελ Πάσο (For a Few Dollars More, 1965) και το Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος (The Good, the Bad and the Ugly, 1966) με πρωταγωνιστή τον Άνθρωπο χωρίς όνομα, που ενσάρκωσε μοναδικά ο πολύς Clint Eastwood. Ο ήχος από ρολόι τσέπης, η πινακίδα που τσιρίζει μέσα στον άνεμο, οι βοές των εντόμων, απόκοσμα σφυρίγματα, ξεροί, ρυθμικοί πυροβολισμοί, ο πένθιμος ήχος από μια οκαρίνα στο φόντο δημιούργησαν το γοητευτικό και οξύμωρο ηχητικό περιβάλλον αιχμηρού παραξενίσματος και τρυφερού μελοδραματισμού, ως συνοδεία στην υποβλητική εικόνα του Λεόνε για το φαρ ουέστ. Η μουσική συνομιλούσε γόνιμα με τα κινηματογραφικά κλισέ του ιταλοαμερικάνου σκηνοθέτη (εστίαση στα μάτια του Eastwood, μπανάλ γκρο πλάνα), την αργόσυρτη εξέλιξη της ωμής δράσης και το ενίοτε απλοϊκό σασπένς που απέδωσαν στην τριλογία τζίρο 280 εκατομμυρίων δολαρίων σε παγκόσμιες εισπράξεις και λατρευτικούς ακόλουθους. Το 2006 ο Morricone δήλωσε στον Guardian ότι θεωρούσε την πρώτη ταινία της τριλογίας «τη χειρότερη ταινία του Leone και η χειρότερη μουσική που εγώ έχω γράψει». Από τότε πάντως έως σήμερα το απαράμιλλο ύφος του δεν έχει πάψει ποτέ να κερδίζει νέους μιμητές.
Ποτέ δεν έμαθε Αγγλικά, ποτέ δεν εγκατέλειψε το παλάτσο του για να συνθέσει σε άλλο μέρος της γης και επί σειρά ετών αρνιόταν να ταξιδέψει οπουδήποτε στο εξωτερικό αν και τελικά αναγκάστηκε να γυρίσει τον κόσμο για να διευθύνει τις ορχήστρες που ερμήνευσαν συχνά δικές του συνθέσεις. Παρότι όμως υπήρξε από νωρίς στενός συνεργάτης του Χόλιγουντ, άργησε ανεξήγητα πολύ να επισκεφτεί τις ΗΠΑ, το 2007 για πρώτη φορά σε ηλικία 78 ετών.
Με περίσσεια γνήσιας ταπεινοφροσύνης (αλλά και αυτογνωσίας) είχε δηλώσει: «το ότι είμαι συνθέτης με πλούσιο έργο από μια άποψη αληθεύει. Ίσως οργανώνω καλύτερα από άλλους το χρόνο μου. Ωστόσο, εν συγκρίσει με κλασικούς όπως ο Bach, ο Frescobaldi, ο Palestrina ή ο Mozard, θα με χαρακτήριζα άνεργο».
Διαβάστε επίσης:
Milton Glaser: Ο άνθρωπος πίσω από το διάσημο λογότυπο «I ♥ New York»
4+1 κυρίες που τάραξαν τον κόσμο της τέχνης
Tamara de Lempicka: Το κακό κορίτσι της τέχνης
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση