Η Ελλάδα θρηνεί μία ακόμη σημαντική απώλεια
Το παιδικό όνειρο για πολλές γενιές ανθρώπων έσβησε χθες αργά το βράδυ, όταν έγινε γνωστή η είδηση ότι έφυγε από την ζωή η συγγραφέας Άλκη Ζέη, που με την μοναδική της πένα, κράτησε συντροφιά σε αμέτρητα παιδιά για χρόνια, μέσω του σπουδαίου λογοτεχνικού της έργου. Η Άλκη Ζέη «χάρισε» σε πολλούς εφήβους την ανάγνωση της τελευταίας ανεμελιάς, αλλά και την γνώση για τη ζωή που τους περίμενε ως ενήλικες σε έναν ταχύτατα εναλλασσόμενο κόσμο, εφοδιάζοντάς τους πάντοτε, μέσα από τις ιστορίες της, με την απαραίτητη πίστη και ελπίδα.
Μέσα από μία συγγραφική βόλτα στα προσωπικά της βιώματα και με το ιδιαίτερο ταλέντο της στην γραφή, που έδωσε ταυτότητα στο έργο της, η Άλκη Ζέη τοποθετούσε τις εμπειρίες της μέσα στην ιστορία, θέλοντας να βάλει τον δικό της λίθο στην σύνθεση της εξιστόρησης της πορείας της Ελλάδας και του λαού της.
Μπορεί, θεωρητικά, το πλούσιο μυθιστορηματικό έργο της Άλκης Ζέη να απευθυνόταν σε νέους και εφήβους, η γραφή της ωστόσο έγινε σημείο αναφοράς και προσωπικής συσχέτισης και για πολλούς ενηλίκους. Γιατί αυτό έκανε η συγγραφέας: Απευθυνόταν στους νέους όχι με παιδικότητα, αλλά με σοβαρότητα και ωριμότητα, όπως εκείνοι θέλουν να αντιμετωπίζονται, ως ίσοι συνομιλητές. Έτσι κατάφερε να γίνει μία από τις πιο διαχρονικά αγαπημένες συγγραφείς μικρών και μεγάλων και να βάλει τα βιβλία στον κόσμο των παιδιών, που σήμερα τείνουν να στρέφουν το βλέμμα τους σε όλες τις νέες και εντυπωσιακές τεχνολογικές κατασκευές.
Τα ανέμελα χρόνια στο νησί και η δύσκολη περίοδος στην Αθήνα
Γεννημένη στις 15 Δεκεμβρίου του 1923 στην Αθήνα, κόρη του Ζήνωνα Ζέη, τραπεζικού υπαλλήλου, μεγαλωμένου στην Κρήτη και της Έλλης, η Άλκη Ζέη πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Σάμο, μαζί με την αδελφή της, μεγαλώνοντας με τους γονείς της μητέρας της. Το τοπίο γύρω της, η θάλασσα και οι αγροί, αλλά και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, με τον μορφωμένο παππού της να απαγγέλλει Οδύσσεια και να ψέλνει βυζαντινούς ύμνους, αποτέλεσαν τις πρώτες προσλαμβάνουσες της ζωής της σπουδαίας συγγραφέως.
Η ζωή δεν ήταν εύκολη, καθώς η Άλκη Ζέη πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της μακριά από την μητέρα της, η οποία νοσηλευόταν με φυματίωση σε σανατόριο της Πάρνηθας, ενώ στη συνέχεια πήγε να μείνει με τον σύζυγό της στο Μαρούσι. Η συγγραφέας μετακόμισε με την μητέρα της σε ηλικία έξι ετών. Η αλλαγή στη ζωή της ήταν μεγάλη. Από την ανεμελιά και την ελευθερία του νησιού, η Άλκη Ζέη και η αδερφή της βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα αθηναϊκό σπίτι, όπου επιβάλλονταν αυστηροί κανόνες, περιορισμοί, ακόμη και τιμωρίες.
Η σκληρότητα του πατέρα της ήταν το στοιχείο εκείνο που καθόρισε την σχέση της συγγραφέως μαζί του. Δεν τον φώναξε ποτέ με το όνομά του, αλλά ούτε και με την ιδιότητά του. Αντιθέτως, προτιμούσε να τον φωνάζει «εκείνος». Η ψυχρή στάση του πατέρα της ήταν καθοριστική όχι μόνο για την μεταξύ τους σχέση, αλλά και για την προσωπική πορεία της συγγραφέως τα επόμενα χρόνια. Ο χαρακτήρας του ήταν ακριβώς εκείνο που δεν ήθελε να γίνει η Άλκη Ζέη.
Έτσι, δημιουργήθηκε σταδιακά το μικρόβιο για τη συγγραφή, έναν χώρο όπου η Άλκη Ζέη θα μπορούσε να είναι ελεύθερη και δημιουργική, χωρίς κανείς να την περιορίζει. Από 10 ετών, η συγγραφέας γνώριζε ότι αυτός ήταν ο δρόμος που ήθελε να ακολουθήσει στην ζωή της. Ευτυχής συγκυρία για την επίτευξη των στόχων της στάθηκε η μετακόμιση της οικογένειας στην Κυψέλη, που έδωσε την δυνατότητα στην συγγραφέα να φοιτήσει στην σχολή Αηδονοπούλου.
Τα πρώτα βήματα στη συγγραφή και ο μεγάλος έρωτας
Εκεί, η Άλκη Ζέη έγραφε για την εφημερίδα του σχολείου, έχοντας για αρχισυντάκτριά την αυστηρή Ελένη Βακαλό και μια καθηγήτρια που μόλις είχε έρθει από την Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Εκείνη ήταν που ενθάρρυνε την μικρή ακόμη Άλκη να γράψει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Έτσι, μπήκε στη ζωή της το θέατρο, αλλά και ο έρωτας.
Την εποχή εκείνη, το κουκλοθέατρο δεν απευθυνόταν αποκλειστικά σε παιδιά, αλλά έχαιρε και της εκτίμησης πολλών διανοούμενων της εποχής. Το πρώτο έργο της Άλκης Ζέη για το κουκλοθέατρο ήταν ο «Κλούβιος», ένα ναυτάκι που έκανε κόλαση τη ζωή του Οδυσσέα. Ανάμεσα στο κοινό του έργου ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Μάριος Πλωρίτης.
Παρών, όμως, ήταν και ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας. Όταν τον γνώρισε, η Ζέη ήταν μόλις 16 ετών. Εκείνος την θαύμαζε για το έργο της, εκείνη γοητεύτηκε από την ιδιοφυία του. Γρήγορα, οι δυο τους έγιναν ζευγάρι, ενώ ο Σεβαστίκογλου στάθηκε δίπλα της και ως μέντορας, καθώς εκείνη δεν σταμάτησε ποτέ να επιζητά την έγκρισή του σε ό,τι έκανε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ιδιαίτερου δεσμού που είχαν μεταξύ τους ήταν το γεγονός ότι, ενώ εκείνη θέλησε κάποτε να γίνει ηθοποιός και σπούδασε μάλιστα στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, με καθηγητή τον Ροντήρη, ο Σεβαστίκογλου της είπε ότι δεν είναι καλή ηθοποιός και εκείνη εγκατέλειψε την προσπάθεια. «Έπαιξα για λίγο στο θέατρο. Όμως, όταν έβγαινα στη σκηνή, με ακολουθούσε το βλέμμα του. Τα παράτησα», είχε δηλώσει χρόνια αργότερα, σε κάποια συνέντευξή της η συγγραφέας. Η Άλκη Ζέη σπούδασε και φιλοσοφία του θεάτρου στην Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου των Αθηνών.
Το 1945, οι δυο τους παντρεύτηκαν.
Η εξορία και η ζωή στην Σοβιετική Ένωση
Το 1948, ο Σεβαστίκογλου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα, ως αριστερός κυνηγημένος, πηγαίνοντας στην Τασκένδη. Η Ζέη προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά την συνέλαβαν και την εξόρισαν στη Χίο, λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων. Ωστόσο, η επιρροή του στην Άλκη Ζέη εξακολουθεί να υπάρχει, ακόμη και όταν εκείνος βρίσκεται πλέον πολύ μακριά. Όντας αριστερή και η ίδια, οργανώνεται στην ΕΠΟΝ, όπου, μαζί με την κολλητή της φίλη ήδη από το σχολείο, τη Διδώ Σωτηρίου έκαναν συναντήσεις με επιφανείς αντιστασιακούς για να οργανωθούν.
Αργότερα, η Άλκη Ζέη θα αφηγούνταν σε συνεντεύξεις της τα αθώα παιχνίδια με την αδερφή της, όπου εκείνη έκανε την σύζυγο του Χίτλερ, ενώ η ίδια έκανε την γυναίκα του Ρούσβελτ. «Ο Αδόλφος, δεν θα έρθει σήμερα για φαγητό» έλεγε η αδελφή της στα παιχνίδια, εξιστορούσε γελώντας η Άλκη Ζέη. Η συγγραφέας θυμόταν επίσης και την εποχή που ένιωσε ως τη χειρότερη της ζωής της. Όπως έλεγε, ήταν ο Δεκέμβρης του 1944, τότε που «δεν ήξερες αν θα φας μια σφαίρα στον δρόμο και από που θα σου έρθει». Για την ελληνική κοινωνία, ο εμφύλιος χάραξε βαθύτερη πληγή και από την γερμανική Κατοχή.
Το 1954, ύστερα από προσπάθειες έξι ετών, η Άλκη Ζέη μεταβαίνει στην Τασκένδη για να συναντήσει και πάλι στον Σεβαστίκογλου. «5 Απρίλη του 1954, μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου», είχε δηλώσει η συγγραφέας. Απέκτησαν μαζί δυο παιδιά, την Ειρήνη (1956) και τον Πέτρο (1959). Εκεί, πολύ μακριά από την Ελλάδα έμελλε να γράψει τα πρώτα κείμενα που θα εκδίδονταν, προσέχοντας ταυτόχρονα το φαγητό.
Εκεί, σε εκείνο το τραπέζι της κουζίνας γεννήθηκε και το «Καπλάνι της βιτρίνας», το ιστορικό μυθιστόρημα που μεταφράστηκε σε 33 χώρες. Παρά το γεγονός ότι το βιβλίο ενείχε σαφή σχόλια πολιτικής χροιάς, αναφερόμενο στην περιπέτεια της Ελλάδας κατά την περίοδο της Κατοχής, αλλά και του Εμφυλίου πολέμου, δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ πολιτικό βιβλίο. Το «Καπλάνι της βιτρίνας» θεωρείται από τα πλέον κλασικά βιβλία ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, ενώ αποτελεί πιθανώς το πρώτο παιδικό βιβλίο με σαφείς πολιτικές αναφορές στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.
«Το έγραψα στη Μόσχα, με μια νοσταλγία για τα παιδικά μου χρόνια», είχε πει παλαιότερα, σε συνέντευξή της στην LiFO. «Ξεκίνησε επειδή διηγούμουν πολύ τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων με τον παππού μου στα παιδιά μου. Το έγραψα γρήγορα και το έστειλα στον φίλο μου, τον Δημήτρη Δεσποτίδη, που είχε τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο. Δεν μου απάντησε και όταν ήρθα στην Ελλάδα τον ρώτησα, «τι γίνεται με το βιβλίο;». Μου είπε, «να το, στη βιτρίνα είναι». Κυκλοφορούσε πολύ λίγο τότε, αλλά έκανε μεγάλη επιτυχία μετά τη Μεταπολίτευση – και οι γονείς αλλά και οι δάσκαλοι ξενίστηκαν με αυτό το βιβλίο. Σκέφτηκαν, γιατί να μιλάμε στα παιδιά για δικτατορία;»
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην ΕΣΣΔ συνέχισε το γράψιμο και μια σειρά παιδικών διηγημάτων της δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νεανική Φωνή, που είχε τότε ως συντακτική επιτροπή τον Μάριο Πλωρίτη, τον Τάσο Λιγνάδη και τον Κωστή Σκαλιώρα.
Μιλώντας, κάποτε, για το έργο της, η Άλκη Ζέη είχε πει: «Θα μπορούσα να έχω γράψει περισσότερα βιβλία στη ζωή μου. Ασφαλώς. Προτίμησα όμως να έχω περισσότερες ώρες για να παίξω με τα παιδιά μου», έλεγε η Άλκη Ζέη.
Η επιστροφή στην Αθήνα, η Χούντα και το Παρίσι
Τα χρόνια που έμεινε στην Ρωσία, η συγγραφέας σπούδασε και κινηματογράφο στο τμήμα σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας. Αργότερα, το 1964, η οικογένεια επιστρέφει στην Αθήνα, όπου θα παραμείνει για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, διάρκειας περίπου 3 χρόνων, αφού η Χούντα θα τους αναγκάσει να φύγουν και πάλι, το 1967, αυτή τη φορά για το Παρίσι. Εκεί, η Άλκη Ζέη θα βρεθεί σε θορυβώδη διαμερίσματα, παρούσα σε συζητήσεις Ελλήνων διανοούμενων για την πολιτική κατάσταση, να διαβάζουν Καντ. Στο φόντο αυτού του περιβάλλοντος ο Χατζιδάκις, που του επισκεπτόταν τακτικά, παίζοντας πιάνο για ώρες χωρίς παρτιτούρα.
Τα χρόνια της παραμονής της στο Παρίσι, η Άλκη Ζέη θα γράψει το σπουδαίο «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», αυτή τη φορά με θέμα την Κατοχή και την απελευθέρωση. Στα ιστορικά της μυθιστορήματα είναι εμφανή τα αυτοβιογραφικά βιώματα των ηρώων της.
Συνολικά, τα βιβλία της Άλκης Ζέη, μεταφράστηκαν σε είκοσι γλώσσες, ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας, βραβεύτηκαν. Το εφηβικό μυθιστόρημα «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» κέρδισε το 2003 το βραβείο εφηβικού μυθιστορήματος του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (ελληνικό τμήμα της IBBY) και, έναν χρόνο αργότερα, η Ζέη ήταν υποψήφια για το βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και το βραβείο Άστριντ Λίντγκρεν λογοτεχνίας. Για τις εκδόσεις των έργων της στις Ηνωμένες Πολιτείες (Το καπλάνι της βιτρίνας, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου και Κοντά στις ράγες) της απονεμήθηκε το Βραβείο Mildred L. Batchelder της απονεμήθηκε. Το 2010 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της και το 2014 αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτορα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 2015 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Μία σπουδαία γυναίκα
Αποκαλύπτοντας στοιχεία για τον τρόπο που συνέθετε κάθε βιβλίο, η Άλκη Ζέη είχε εξομολογηθεί ότι έγραφε κάθε βιβλίο σε δυο φάσεις. Η διαδικασία ξεκινούσε από τις ώρες που περπατούσε, που χρησιμοποιούσε το τρένο, ή στις περιηγήσεις της στην πόλη ή την εξοχή. Η έμπνευση ερχόταν όσο η ίδια βρισκόταν σε κίνηση, μέσα στον κόσμο και την φασαρία γεννιόταν η ιδέα του νέου έργου, οι χαρακτήρες, η πλοκή.
Η αφήγηση κάθε ιστορίας ξεκινούσε μόνο όταν η Άλκη Ζέη είχε σκεφτεί και αποφασίσει τον τίτλο, αλλά και την τελευταία φράση. Για να συνθέσει το κάθε έργο της, η Άλκη Ζέη αποζητούσε και πάλι τον κόσμο, τη φασαρία, την απόδειξη της ζωντανής ύπαρξης. Καμιά φορά, όταν επισκεπτόταν την κόρη της που ζούσε στις Βρυξέλλες, προτιμούσε να γράφει στο σαλόνι, παρέα με τα χαρούμενα γέλια του εγγονού της και τα παιχνίδια της εγγονής της. Από εκείνη εμπνεύστηκε και τον τίτλο ενός άλλου βιβλίου της, από κάτι που συνήθιζε να της λέει: «γιαγιά, πόσα χρόνια θα ζήσεις;»
Σαν από ευλογημένη τύχη για όλους όσους αγάπησαν την Άλκη Ζέη μέσα από το μοναδικό έργο της, έζησε πολύ, για να χαρίσει απλόχερα σε γενιές και γενιές ανθρώπων μια σκληρή αλήθεια, ιδωμένη όμως με μια ματιά αθώα, χρωματισμένη με ελπίδα, που έγινε πολύτιμος σύντροφος για όλους μας σε μία τόσο τρυφερή ηλικία.
«Από τα μικρά μου χρόνια ως σήμερα, ας μην πω με ακρίβεια πόσα είναι γιατί θα τρομάξω κι εγώ η ίδια, έζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους πολέμους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές», έλεγε παλιότερα. «Δεν τα έζησα σαν απλός παρατηρητής, αλλά παίρνοντας ενεργό μέρος κάθε φορά κι έτσι και να ήθελα δεν θα μπορούσε το συγγραφικό μου έργο να μην επηρεαστεί από τα γεγονότα αυτά που συγκλόνισαν τον τόπο μας. Άθελά μου η ζωή μου μπλέχτηκε μέσα στην ιστορία κι έγινα κι εγώ ένα κομμάτι της. Το συγγραφικό μου λοιπόν έργο, θέλω δεν θέλω είναι γεμάτο ιστορία. Αν πέτυχα να κάνω τα παιδιά να την ακούσουν τουλάχιστον, το μέλλον θα δείξει». Και η Άλκη Ζέη το πέτυχε.