«Η άνοδος και η πτώση». Αυτή η φράση – που συχνά χρησιμοποιείται με τεράστια υπερβολή – δε θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο στην ιστορία της Aung San Suu Kyi. Με ποια άλλα λόγια θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε αυτήν τη γυναίκα; Πρόκειται για την κάτοχο Nobel Ειρήνης κι αργότερα Πρωθυπουργό της Μιανμάρ, η οποία δικαιολόγησε μία ολόκληρη γενοκτονία, ενώ ευθύνεται για τη φυλάκιση δημοσιογράφων και την απόλυτη φίμωση του Τύπου, οδηγώντας τη χώρα στην καταστροφή.
Το 2018, έχασε και το τελευταίο της ανθρωπιστικό βραβείο, με τη Διεθνή Αμνηστία να εκφράζει «απόλυτη απογοήτευση» προς το αλλοτινό σύμβολο ειρήνης.
«Μπορεί να ήταν ανέκαθεν πολιτικός, όμως ήταν μία πολιτικός που πάλευε για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, μαζί με την ελευθερία του Τύπου», δήλωσε ο Αμερικανός διπλωμάτης Bill Richardson, ο οποίος τη γνώριζε για 25 χρόνια. «Έχει ξεκάθαρα αποτύχει να λύσει τα ζητήματα αυτά, από τη μέρα που ανέβηκε στην εξουσία. Η κυβέρνησή της λάτρευε να καταδικάζει τους δημοσιογράφους και κάθε επικριτή των δράσεών της, ακριβώς όπως γινόταν και με το στρατιωτικό καθεστώς που επικρατούσε προηγουμένως.»
Πάντα, όμως, υπήρχε ένας μύθος που την περιέβαλε. Ποιο ήταν άραγε το πραγματικό της πρόσωπο; Μέχρι την ημέρα που εξελέγη στο ανώτατο αξίωμά της, ο κόσμος τη γνώριζε ως Κυρία. Ήταν η σχεδόν άγια φιγούρα, η αγαπημένη πολλών, μία υπέρμαχος της ελευθερίας, της ειρήνης και της δημοκρατίας που θυσίασε τα πάντα – ζωή, φίλους και οικογένεια – για τη χώρα της. Ήταν ο άνθρωπος που ανέβαινε πάνω σ’ ένα ετοιμόρροπο τραπέζι έξω από το πατρικό της σπίτι – στο οποίο βρισκόταν φυλακισμένη – και εκφωνούσε ανατριχιαστικές ομιλίες για την ισότητα.
Αλλά είχε και την άλλη πλευρά της, εκείνη που έβγαινε στην επιφάνεια όταν έκλειναν οι πόρτες. Πάντα αυταρχική, που ποτέ της δε δέχθηκε να διαπραγματευτεί το παραμικρό και είχε εμμονή με την καθοδήγηση κάθε συνάντησης, τον έλεγχο κάθε μηνύματος. Που δεν είχε την ιδεολογία της ως οδηγό, αλλά τη θέληση να συνεχίσει την κληρονομιά που άφησε ο πατέρας της, Gen Aung San, γνωστός κι ως «πατέρας» της σύγχρονης Μιανμάρ.
Κανείς δεν προσπάθησε, ούτε και τόλμησε να σκεφτεί κάτι άλλο παρά την εξιδανικευμένη πλευρά της Aung San Suu Kyi. Ακόμη κι η ίδια, είχε σχεδόν πειστεί από τα ψέματά της. «Είμαι μία απλή πολιτικός», είχε αναφέρει σε συνέντευξή της το 2015. «Δε μοιάζω στη Margaret Thatcher, όχι, σε καμία περίπτωση. Βέβαια, δεν είμαι ούτε μία δεύτερη Μητέρα Τερέζα. Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο.»
Η μεταμόρφωσή της από ακτιβίστρια υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ακριβώς αντίθετο, σε μία φιγούρα, δηλαδή, που καταδικάστηκε για τη συγχώρεση – αν όχι πρόκληση – γενοκτονίας και εθνικής εκκαθάρισης, σόκαρε, όπως είναι φυσικό, ακόμη και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της. «Δεν πιστεύω πως είναι ξενοφοβική αλλά, ίσως, λόγω της κρίσιμης κατάστασης της Βιρμανίας, η οποία είναι ιδιαίτερα εχθρική απέναντι στο Ισλάμ, έχει απλώς παρασυρθεί από όλο αυτό», δήλωσε στη Guardian το 2018 ο βιογράφος της, Peter Pophan. «Και το ότι στις εθνικές εκλογές του ’15 απέρριψε κάθε μουσουλμάνο υποψήφιο, ήταν αρκετά ανησυχητικό. Ήταν ξεκάθαρο σημάδι της αδυναμίας της.»
Η Aung San Suu Kyi γεννήθηκε το 1945 στη Μιανμάρ, όταν ακόμη βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή. Ήταν η κόρη ενός από τους πιο δημοφιλείς αξιωματικούς του κράτους, χάρη στον οποίο απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1947 όμως γρήγορα βρήκε άγριο θάνατο. Δολοφονήθηκε σχεδόν αμέσως. Εκείνη, σπούδασε στην Οξφόρδη και εργάστηκε για μία τριετία στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Παντρεύτηκε το 1972 με τον αγαπημένο της, Michael Aris, και ξεκίνησε μία ήρεμη ζωή στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η πατρίδα της, όμως, υπέφερε. Από το πραξικόπημα του 1962 κι έπειτα, επικρατούσε ένα αυστηρά στρατιωτικό καθεστώς και η χώρα αποκλείστηκε από τον υπόλοιπο κόσμο. Το ’88 λοιπόν, η Aung San Suu Kyi άφησε πίσω το σύζυγο και τα δυο παιδιά της, επέστρεψε στη Μιανμάρ και αφοσιώθηκε στη φροντίδα της άρρωστης μητέρας της. Σύμφωνα με το θρύλο, η παραμονή της εκεί την άλλαξε. Την έκανε να ενδιαφερθεί για τα κοινά, ήθελε να δει τον κόσμο να αλλάζει. Ο αγώνας της για την καθιέρωση της δημοκρατίας βρήκε εκατοντάδες υποστηρικτές, κάτι που κανείς δεν περίμενε. Εκείνη τη χρονιά συνίδρυσε το κόμμα Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία (ΕΣΔ) και, από το 1989 έως το 2010, βρέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Από την αρχή έδειξε τις ηγετικές της ικανότητες. Όταν βρισκόταν αιχμάλωτη στο ίδιο της το σπίτι, ο ΕΣΔ υπολειτουργούσε. Όλοι φοβούνταν να πάρουν πρωτοβουλίες και να δράσουν, ενώ δυσκολεύονταν να επικοινωνήσουν μαζί της. Δεν εμπιστευόταν κανέναν και δρούσε ατομικά, κάτι που γέμιζε υποψίες τους ακολούθους της. Αλλά κάποια στιγμή, αφέθηκε ελεύθερη. Έχοντας τη στήριξη της Βρετανικής Πρεσβείας, έφτιαξε το δικό της γραφείο στο σπίτι και το διαχώρισε από εκείνο του ΕΣΔ. Ξεκίνησε να θέτει όρια ανάμεσα στην ίδια και τα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος, τα οποία πάντα στέκονταν πλάι της. Ακόμη κι ο επενδυτής και φιλάνθρωπος, George Soros, ο οποίος πάλευε επίσης για τη δημοκρατία της Μιανμάρ, δυσκολευόταν να τη συναντήσει – κι όχι επειδή εκείνος δεν ήθελε.
«Τότε, πιστεύαμε πως ήταν η ηγέτιδα που θα έφερνε την αλλαγή που θέλαμε να δούμε στον κόσμο. Όμως, άρχισε να αγνοεί τους πρώην “συναγωνιστές” και συναδέλφους τους, ακόμη και τους εκπροσώπους των μειονοτήτων. Ήταν εξαιρετική ομιλήτρια, αλλά δεν ήξερε να ακούσει», έχει αναφέρει ο πολιτικός αναλυτής Yan Myo Thein.
Η ανικανότητά της να συμμετάσχει σε διάλογο δεν άργησε να απειλήσει την εικόνα που έβγαζε προς τα έξω – εκείνη της μοναδικής ελπίδας της Μιανμάρ. Το 2012, όταν ταξίδεψε στην Αγγλία για να συναντήσει τους συμβούλους της, έδειξε πως δεν εμπιστευόταν κανέναν και τίποτα. Κέρδισε, όμως, τις εκλογές, με πλειοψηφία της τάξης του 70%, κι έγινε Πρωθυπουργός. Ο κόσμος υπολόγιζε σ’ εκείνη.
Όπως αποδείχθηκε, δεν άξιζε την ψήφο των πολιτών. Επέμενε σε ό, τι θεωρούσε σωστό, συγκέντρωσε στο πρόσωπό της τα υπουργεία εκπαίδευσης, εξωτερικών, ηλεκτρικής ενέργειας και προεδρικού γραφείου, έπαιρνε μόνη της τις μεγάλες αποφάσεις. Η κυβέρνησή της αποδείχθηκε άκρως αναποτελεσματική.
«Το γνωρίζαμε, γνωρίζαμε πως οι εκλογές του 2015 θα ήταν μία μετάβαση προς τη δημοκρατία, γνωρίζαμε πως η μετριοπάθεια του στρατού δεν ήταν ειλικρινής, αλλά ελπίζαμε πως, τουλάχιστον η Aung San Suu Kyi, θα έκανε κάτι καλό. Θα έκανε όσα υποσχέθηκε, θα αποφυλάκιζε τους αιχμαλώτους, θα αναθεωρούσε το απόλυτα καταπιεστικό Σύνταγμα, θα έλυνε οικονομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Αλλά όχι. Κάθε προσδοκία μας, έμεινε στον αέρα», ανέφερε ο Mark Farmaner, ένας από τους Άγγλους βοηθούς της.
Το αποκορύφωμα ήρθε όταν αρνήθηκε να καταδικάσει τη βία απέναντι στην κοινότητα των Μουσουλμάνων Ροχίνγκα, τη φυλάκιση των δημοσιογράφων του πρακτορείο Reuters, Wa Lone και Kyaw Soe Oo, για τους οποίους φημολογείται πως στήθηκε ολόκληρη παγίδα, έπειτα από τα αποκαλυπτικά τους άρθρα για την απαράδεκτη συμπεριφορά του στρατού.
Οι Ροχίνγκα αποτελούσαν πάντα μία από τις πιο ταλαιπωρημένες μειονότητες της Μιανμάρ, όμως είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στο πρόσωπο της Aung San Suu Kyi. Θεωρούσαν πως εκείνη θα αναγνώριζε τα δικαιώματά τους, δε θα τους αντιμετώπιζε σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Διαδήλωναν υπέρ της από το 1990, αγωνίστηκαν υπέρ της ΕΣΔ. Δε θα μπορούσαν να είχαν κάνει μεγαλύτερο λάθος. Λέγεται, μάλιστα, πως εξέφραζε την ενόχλησή της, κάθε φορά που κάποιος τους ανέφερε. Δεν της άρεσε να αναφέρεται το συγκεκριμένο θέμα στα συμβούλια, έχει τονίσει ο εισηγητής του ΟΗΕ, Yanghee Lee. Αρνήθηκε να τους βοηθήσει, τη μία στιγμή που την είχαν ανάγκη – περισσότερη ανάγκη από ποτέ.
Υπερασπίστηκε τη χώρα της, λέγοντας πως ο στρατός «δεν είχε σκοπό τη γενοκτονία» τους. Δήλωσε πως δεν ήθελαν να τους εξοντώσουν – όμως, το έκαναν.
Σήμερα, η Aung San Suu Kyi είναι 75 ετών. Από σύμβολο ειρήνης, κατέληξε στο περιθώριο της κοινωνίας.
Διαβάστε επίσης:
Margaret Thatcher: H «Σιδηρά Κυρία» της πολιτικής
Benazir Bhutto: Η γυναίκα που πάλεψε για τη δημοκρατία στο Πακιστάν
Gauri Lankesh: Η ατρόμητη Ινδή δημοσιογράφος και ακτιβίστρια
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση