Απόψεις

Η «μόδα» του ελληνικού #MeToo και οι γλωσσικές στρατηγικές των υπόπτων – Toυ Γιώργου Πολυμενέα

Photo by Lum3n from Pexels

Λίγες μόλις μέρες μετά τη λεπτομερή αφήγηση της Σοφίας Μπεκατώρου για τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη σε νεαρή ηλικία από τον Αριστείδη Αδαμόπουλο, τέως αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, μια σειρά προσωπικών εξομολογήσεων και καταγγελιών από άνδρες και γυναίκες ηθοποιούς κατέστησε ορατά πολυάριθμα περιστατικά εργασιακού εκφοβισμού, σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης στον χώρο του ελληνικού θεάτρου. Τα περιστατικά αυτά έγιναν γνωστά κυρίως μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων των θυμάτων σε τηλεοπτικές εκπομπές και κοινωνικά δίκτυα, ενώ, για έναν μεγάλο αριθμό σχετικών υποθέσεων, κατατέθηκαν επίσημες καταγγελίες είτε στις Αρχές είτε στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι συγκεκριμένες αφηγήσεις αποτέλεσαν βασικό όχημα προκειμένου να επιτευχθεί η για πολλούς (πρβλ. Arendt, 1973· Beck & Beck-Gernsheim, 2002· Budgeon, 2003· Ford, 2011· Rottenberg, 2014) επισφαλής μετάβαση από το προσωπικό βίωμα στο πολιτικό πρόταγμα, δηλαδή στην αμφισβήτηση και την ανατροπή των εδραιωμένων άνισων έμφυλων σχέσεων (Friedan, 1963· Hanisch, 1969). Για αρκετούς αναλυτές (πρβλ. Banet-Weiser, 2015, 2018· Clark-Parsons, 2019) άλλωστε του κινήματος #MeToo, υπάρχει μια πολύ σημαντική διάκριση ανάμεσα στις οικονομίες της ορατότητας και τις πολιτικές της ορατότητας. Οι πρώτες προτάσσουν τον ατομικό χαρακτήρα της προσωπικής εμπειρίας, την οποία διαχειρίζονται ως ένα ακόμα αγαθό μέσα στον καπιταλισμό, ενώ οι δεύτερες βλέπουν μια μαρτυρία ως τμήμα ενός συλλογικού αγώνα με πολιτικούς στόχους.

Καθώς η εξιστόρηση κακοποιητικών εμπειριών κυριαρχούσε στον δημόσιο λόγο, γινόταν σαφές ότι οι συμπεριφορές με τις οποίες έρχονταν αντιμέτωπα τα θύματα δεν ήταν μεμονωμένες, αλλά συνδέονταν άρρηκτα με ευρύτερα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ασύμμετρες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, τον τρόπο με τον οποίο αυτές εδραιώνονται μέσω της πατριαρχίας, καθώς και με την κατά περίπτωση ενεργοποίησή τους εντός του εργασιακού περιβάλλοντος (McDonald & Charlesworth, 2013).

Κρίσιμος παράγοντας της μελέτης του «ελληνικού κινήματος #MeToo» είναι ο λόγος, δηλαδή οι γλωσσικές αναπαραστάσεις που απαντώνται στις αφηγήσεις των θυμάτων και που μέσα από αυτές κατασκευάστηκε και νοηματοδοτήθηκε η πραγματικότητα (δράσεις, δρώντες κ.λπ.). Το παρόν κείμενο ωστόσο θα επικεντρωθεί στον αντίστοιχα κρίσιμο λόγο των φερόμενων ως δραστών των κακοποιητικών συμπεριφορών. Οι ύποπτοι μιας σειράς γλωσσικών στρατηγικών (Reisigl & Wodak, 20163) επιχείρησαν να ανασκευάσουν ή να υποβαθμίσουν τις κατηγορίες που τους αποδίδονται από τα θύματα.

Θα ξεπερνούσε κατά πολύ τους στόχους του παρόντος κειμένου μια λεπτομερής ανάλυση του λόγου των υπόπτων. Θα ξεχωρίσω ωστόσο δηλώσεις τεσσάρων εξ αυτών, του Γιώργου Κιμούλη, του Δημήτρη Λιγνάδη, του Κώστα Σπυρόπουλου και του Πέτρου Φιλιππίδη και θα αναφερθώ σύντομα σε ορισμένες γλωσσικές στρατηγικές με τις οποίες κάθε ένας από τους προαναφερόμενους επιχειρεί να κατασκευάσει γλωσσικά τη δική του εκδοχή των γεγονότων ή να αντικρούσει τους ισχυρισμούς για τις πράξεις που του αποδίδονται. Όλες οι δηλώσεις είτε έγιναν σε ΜΜΕ είτε απεστάλησαν σε ΜΜΕ με σκοπό τη δημοσίευσή τους και σε κάθε περίπτωση αναπαράχθηκαν και σχολιάστηκαν από τα ΜΜΕ.

Παρά τις ομοιότητές τους στο περιεχόμενο, οι δηλώσεις που θα αναλυθούν στη συνέχεια διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς δύο βασικές παραμέτρους. Η πρώτη αφορά την πηγή της προέλευσής τους. Οι Κιμούλης και Λιγνάδης τοποθετήθηκαν οι ίδιοι, ενώ οι Σπυρόπουλος και Φιλιππίδης έκαναν δηλώσεις μέσω των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Η δεύτερη παράμετρος σχετίζεται με το κειμενικό είδος στο οποίο ανήκουν. Οι δηλώσεις του Γ. Κιμούλη προέρχονται από συνεντεύξεις (Mega Channel, news247.gr). Εκείνες του Δ. Λιγνάδη ανήκουν στο κειμενικό είδος της επιστολής και, τέλος, οι δηλώσεις των Φιλιππίδη και Σπυρόπουλου στο κειμενικό είδος της εξώδικης δήλωσης.

Κοινή στρατηγική σε όλους τους υπόπτους είναι η συστηματική υποβάθμιση της αξιοπιστίας των καταγγελιών. Αυτό επιτυγχάνεται διττά. Πρώτον, αξιολογείται αρνητικά το περιεχόμενο αυτών των καταγγελιών, όπως και ο βαθμός αξιοπιστίας τους. Για παράδειγμα, ο Δ. Λιγνάδης στην επιστολή παραίτησής του από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, κάνει λόγο για φήμες, υπονοούμενα και διαρροές γύρω από το πρόσωπό του. Με τις συγκεκριμένες λεξικές επιλογές υιοθετεί αρνητική στάση ως προς τον βαθμό αληθείας και αξιοπιστίας των όσων είχαν καταγγελθεί εναντίον του τη στιγμή δημοσιοποίησης της επιστολής. Αντίστοιχα, ο Γ. Κιμούλης αναπαριστά αρνητικά τις καταγγέλλουσες και τους καταγγέλλοντες υποβαθμίζοντας το περιεχόμενο του λόγου τους χρησιμοποιώντας ψευδοευθύ λόγο (Polymeneas, 2018). («Ο κάθε πικραμένος θα βγαίνει τώρα και θα λέει “αυτός μου φέρθηκε άσχημα” ή “με κοίταξε στραβά και μου είπε αυτό”», news24.7). Δεύτερον, τονίζεται η έλλειψη θεσμικού κύρους του λόγου των θυμάτων, καθώς πολλές από αυτές τις καταγγελίες δεν κατατέθηκαν, αρχικά, σε κάποιο επίσημο όργανο ή φορέα. Ο Π. Φιλιππίδης επιλέγει τα «τηλεδίκες» και «τηλεδικαστήρια», τονίζοντας έτσι σιωπηρά την έλλειψη θεσμικής νομιμοποίησης των όσων καταγγέλλονται και ο Σπυρόπουλος αντίστοιχα στη δική του δήλωση αναφέρει ρητά ότι «δεν υφίσταται καταγγελία που να μπορεί να ερευνηθεί από τον μόνο θεσμό που έχει αυτή την εξουσία, ήτοι τη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ». Παράλληλα, όλοι οι ύποπτοι στις δηλώσεις τους αναφέρουν ρητά ότι οι δικές τους πράξεις κινούνται εντός του θεσμικού πλαισίου που ορίζεται από τους δικονομικούς κώδικες. Η επίκληση στις νομικές διαδικασίες που ακολουθούν οι ίδιοι συγκροτεί μια στρατηγική νομιμοποίησης (Martin Rojo & van Dijk, 1997) των δικών τους δράσεων για την αποφυγή των κατηγοριών και, το σημαντικότερο, του δικού τους λόγου έναντι του λόγου των καταγγελλουσών. Υπό αυτό το πρίσμα, επιχειρούν να κατασκευάσουν τον δικό τους λόγο ως περισσότερο αξιόπιστο και να τον αντιπαραβάλλουν με τον λιγότερο αξιόπιστο λόγο των θυμάτων, ο οποίος παράχθηκε έξω από τα αντίστοιχα θεσμικά πλαίσια (πρβλ. «[Α]λλά η Πολιτεία έχει θεσπίσει μια συγκεκριμένη διαδικασία για κάθε καταγγελία, και σίγουρα αυτή δεν είναι μέσω τηλεοπτικών εκπομπών, ιστοσελίδων ή μέσων κοινωνικής δικτύωσης», Φιλιππίδης). Μάλιστα, ο Γ. Κιμούλης υποβαθμίζει την αξιοπιστία της εναντίον του καταγγελίας από την ηθοποιό Ζέτα Δούκα, υποδεικνύοντας τις τυπικές διαδικασίες που θα όφειλε να είχε ακολουθήσει εκείνη εφόσον ήθελε να καταγγείλει περιστατικά εργασιακού εκφοβισμού («Μιλάμε για μια υποτιθέμενη εργατική διαφωνία, διαφωνία εργασίας που θα μπορούσε να λυθεί με απλό τρόπο. Πάει κανείς στον εργοδότη λέει “μου φέρεται άσχημα παρακαλώ πάρα πολύ αν δεν σταματήσει θα πάω στην επιθεώρηση εργασίας”», Mega· «Αν υπήρχε ένα είδος bullying, εκείνη εκ των πραγμάτων έπρεπε να πάει στον παραγωγό και να πει “αν συνεχίσει να μου φέρεται έτσι, εγώ θα πάω στην επιθεώρηση εργασίας”»).

Επίσης, κοινή σε όλους τους υπόπτους είναι και η γλωσσική αναπαράσταση των εαυτών τους ως θυμάτων (Xu & Tan, 2020). Η αρχική στρατηγική της υποβάθμισης των καταγγελιών έρχεται να ενισχυθεί με τη στρατηγική της θυματοποίησης: ο Δ. Λιγνάδης αναφέρει ότι «[α]φού οι επιθέσεις, έστω κι έτσι, είναι προσωπικές, επιλέγω να σταθώ κι εγώ όρθιος απέναντί τους ως πρόσωπο και όχι να κρυφτώ στην κουίντα του Εθνικού Θεάτρου» και κάνει λόγο για στοχοποίηση. Παρόμοια, στην εξώδικη δήλωση του συνηγόρου Κ. Σπυρόπουλου συναντάμε το «στοχοποιείται βάναυσα», ενώ ο Π. Φιλιππίδης χρησιμοποιεί μεταφορικό λόγο («Αρνούμαι να κατακρεουργηθώ σε τηλεοπτικά παράθυρα»).

Στις δηλώσεις του Π. Φιλιππίδη και του Κ. Σπυρόπουλου παρατηρούμε ότι οι ύποπτοι, παράλληλα με τη γλωσσική κατασκευή των ίδιων ως θυμάτων, προβάλλουν θετικά τους εαυτούς τους επικαλούμενοι τη μακροχρόνια επαγγελματική τους διαδρομή, θεωρώντας ότι αποτελεί αυταπόδεικτο τεκμήριο αξιοπιστίας ή ακόμα και αθωότητας («Ξέρετε ποιος είμαι τα τελευταία 35 χρόνια», Φιλιππίδης· «Υπενθυμίζω ότι στη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του […] οι συνεργασίες του υπήρξαν πάντοτε αρμονικές, μέσα σε πλαίσια αμοιβαίου σεβασμού της ανθρώπινης προσωπικότητας», Σπυρόπουλος).

Πριν ολοκληρώσουμε, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι δηλώσεις του Γ. Κιμούλη έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον διότι οι καταγγελίες εις βάρος του για εργασιακό εκφοβισμό και βιαιοπραγία ήταν οι πρώτες που αφορούσαν τον χώρο του θεάτρου. Στον δικό του λόγο, λοιπόν, απαντώνται ορισμένες στρατηγικές που αξιοποιούν συνήθως οι ύποπτοι για τέτοιες πράξεις και συμπεριφορές (πρβλ. Lumsden & Morgan, 2017· Xu & Tan, 2020), οι οποίες ωστόσο απουσιάζουν από τον λόγο των υπόλοιπων υπόπτων, πιθανόν κάτω από το βάρος της ολοένα αυξανόμενης δημόσιας κατακραυγής. Ο Γ. Κιμούλης κατηγορεί τη Ζ. Δούκα, το θύμα των συμπεριφορών του, και της αποδίδει ιδιοτελή κίνητρα (το περίφημο «τώρα το θυμήθηκε;») και παράλληλα επιχειρεί να μεταβάλει το θέμα της συζήτησης και να παραβλέψει τη σημασία των εις βάρος του καταγγελιών, κάνοντας έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην υπόθεση της Μπεκατώρου και της δικής του υπόθεσης («Θεωρώ απαράδεκτο το να χρησιμοποιείται η πολύ σωστή πράξη της κυρίας Μπεκατώρου και να προσπαθεί ο οποιοσδήποτε έχει νιώσει προσβεβλημένος, θιγμένος, θυμωμένος, έχει στεναχωρηθεί να έρχεται μετά από 13 χρόνια, να περιγράφει ένα γεγονός, να υπερβάλει, να προσθέτει ψευδή γεγονότα που θα τα πάρει πίσω συν τω χρόνω», Mega· «Είναι τραγικό αυτό το μοδάτο πράγμα που πάει να ξεκινήσει αυτήν τη στιγμή. Το να αντιμετωπίζουμε σοβαρές καταγγελίες ως μία μόδα […] Στην Μπεκατώρου βιαιοπράγησαν σεξουαλικά. Δεν είναι το ίδιο», news247.gr).

Συνοψίζοντας, οι τέσσερις ύποπτοι επιλέγουν γλωσσικές στρατηγικές μέσω των οποίων ενεργοποιούν για τους εαυτούς μια ταυτότητα πολλαπλά προνομιακή: έχουν τη δικαιοδοσία να υποβαθμίσουν την αξιοπιστία του λόγου των θυμάτων, νομιμοποιούν τις δικές τους θέσεις επικαλούμενοι και τηρώντας τις τυπικές διαδικασίες που θα όφειλαν, κατά τους ίδιους, να είχαν ακολουθήσει και τα θύματα, επιτίθενται στα θύματα κατηγορώντας τα για ιδιοτέλεια, αντικρούουν κατηγορίες χρησιμοποιώντας ως τεκμήριο τη χρονική διάρκεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας. Ακόμα και η στρατηγική της αυτοθυματοποίησης λειτουργεί ως δείκτης ανωτερότητας καθώς προβάλλει τους θύτες, όχι μόνο ως αδίκως κατηγορούμενους, αλλά και ως γενναία αντιστεκόμενες μονάδες απέναντι στην οργή ενός απρόσωπου όχλου. Με όλα τα παραπάνω να αναπαράγουν την άνιση σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα. Το κυριότερο: φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται η θέση (Bacchi & Eveline, 2010· Uggen & Blackstone, 2004) ότι εντός της πατριαρχίας κάθε κακοποιητική συμπεριφορά δεν αποτελεί απλώς μια στατική και μονοδιάστατη έκφανση έμφυλης επιβολής και εξουσίας, αλλά μια δυναμική πρακτική μέσα από την οποία πραγματώνεται η αρρενωπότητα.

* Γιώργος Πολυμενέας, Δημοσιογράφος, Δρ., Τμήμα Μετάφρασης και Επιστημών της Γλώσσας, Universitat Pompeu Fabra, Βαρκελώνη – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #4 – Eλληνικό #ΜeToo & δημόσιος λόγος» που θα δημοσιεύσει τη Δευτέρα 26 Απριλίου 2021 η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, στο www.enainstitute.org