POWER

Clémence Royer: Η ιστορία της τελευταίας γυναίκας που ήξερε τα πάντα

H αυτοδίδακτη πανεπιστήμονας που κατέρριψε κάθε στερεότυπο του 19ου αιώνα

πηγή: wikipedia.org
πηγή: wikipedia.org

Όταν έφυγε από τη ζωή, στις 7 Φεβρουαρίου 1902, ο κόσμος έχασε ένα λαμπρό μυαλό. Η Clémence Royer είχε αφιερώσει τη ζωή της σ’ ένα σκοπό: Να μάθει τα πάντα. Μελετούσε διαρκώς και κατέγραφε τις σκέψεις της με τέτοια οργάνωση, που η μετάβαση από την ανθρωπολογία στην αστρονομία, από την κοινωνική θεωρία στη βιολογία και από τη θρησκεία στη βιομηχανία γινόταν τόσο απλά, σαν να ήταν φυσική.

Ήταν ο άνθρωπος που μετέφρασε την Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου στα γαλλικά, το 1862. Στην εισαγωγή της, μάλιστα, έγραψε για εφαρμογές της εξελικτικής θεωρίας στην ανθρωπότητα που ούτε ο ίδιος ο Δαρβίνος δεν τολμούσε να εκφράσει δημόσια για εννέα ολόκληρα χρόνια, ώσπου έγραψε την Καταγωγή του Ανθρώπου. Για την εποχή της, ήταν η γυναίκα που ήξερε τα πάντα, με τις εγκυκλοπαιδικές της γνώσεις να ξεπερνούν κάθε προηγούμενο και να της επιτρέπουν την εισαγωγή στα σπουδαιότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Η Clémence Royer δε γεννήθηκε λόγια. Χρειάστηκε να ξεπεράσει τεράστια εμπόδια προκειμένου να φτάσει ψηλά. Ήταν, άλλωστε, μία γυναίκα που γεννήθηκε το 1830 – μία εποχή που ο ρόλος της στην κοινωνία θεωρούταν ξεκάθαρα διακοσμητικός. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Ελβετία, όπου ήταν εξόριστος ο στρατιωτικός πατέρας της. Πήγε σχολείο μόνο για μία χρονιά, στα 10 της. Τότε αποφάσισε πως ο Χριστιανισμός δεν την εξέφραζε. Δεν της άρεσε, όμως, καμία άλλη θρησκεία. Αποφάσισε πως ο άνθρωπος είναι η ανώτατη ύπαρξη του σύμπαντος, πως ο κάθε θεός είναι δημιούργημα της φαντασίας για να αισθάνονται οι θνητοί πως δεν τελειώνουν όλα με το θάνατο. Ήταν μόνη και βαθιά δυστυχισμένη. Έδινε μάχη με την κατάθλιψη, η οποία δεν την άφηνε ενα απολαύσει την ανεμελιά της ηλικίας της. Όλα φάνταζαν μάταια μέχρι τα 13 της, που μετακόμισε με τους γονείς της στο Παρίσι. Εκεί, κάτι ξεκίνησε να αλλάζει.

H πόλη του φωτός έσφιζε από ζωή και η Royer «χάθηκε» μέσα της από το πρώτο λεπτό. Άφησε τους έντονους ρυθμούς της να την παρασύρουν κι ερωτεύτηκε  το χορό πόλκα. Αυτός ήταν που της έδωσε νέα όρεξη για τα πάντα. Έκανε μαθήματα, έβγαινε τα βράδια και ήρθε κοντά με τις απόψεις που εξέφραζε ο κόσμος του 1848. Η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά κι όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της, το 1849, αποφάσισε να σταθεί ολομόναχη στα πόδια της. Επέλεξε να γίνει οιονομικά ανεξάρτητη και προσπάθησε να κάνει καριέρα ως συγγραφέας. Και, ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε απολύτως τίποτα.

Ναι, είχε αρκετές γνώσεις, αλλά καμία ουσιαστική. Δεν είχε ιδέα για τη δημιουργία του κόσμου, την ανθρώπινη συμπεριφορά, το λόγο που η πραγματικότητα που γνώριζε είχε εκείνη τη μορφή. Γιατί ο άνθρωπος είχε γνώμη; Και γιατί δεν είχαν όλοι την ίδια; Πώς οι απόψεις του επηρέαζαν τη συμπεριφορά του; Η Clémence Royer κατάλαβε πως εκείνος ο ένας χρόνος που πήγε σχολείο δεν αρκούσε, πως η κατάθλιψη την είχε κρατήσει πίσω, πως τώρα πια θα είχε την ελευθερία να βελτιώσει τα πράγματα.

Αποφάσισε να ζήσει τη ζωή που ήθελε, χωρίς να προσπαθεί να ικανοποιήσει τις προσδοκίες άλλων. Επέστρεψε στην Ελβετία και νοίκιασε το φτηνότερο δωμάτιο που βρήκε δίπλα σε μια βιβλιοθήκη. Στο δωμάτιο εκείνο περνούσε άγρυπνη τα βράδια της, μελετώντας. Από ανθρωπολογία, αστρονομία, βιολογία και οικονομική θεωρία, μέχρι φιλοσοφία, θρησκεία και μαθηματικά, προσπάθησε να καταλάβει τον κόσμο γύρω της όπως ελάχιστοι το είχαν – κι έχουν, μέχρι σήμερα – κάνει. Εκείνη την εποχή κατέληξε πως οι οιονομικοκοινωνικές δομές της ιστορίας είχαν επιστημονικές εξηγήσεις, απαλλαγμένες από θείες δυνάμεις. Κατάλαβε πως για κάποιον λόγο οι γυναίκες έμεναν αμόρφωτες, πως ήταν εξίσου ικανές με τους άνδρες κι έκανε σκοπό ζωής της την αλλαγή. Μοιραζόταν όσα μάθαινε με όλες εκείνες που θέλησαν να πάνε σχολείο, όμως δεν τους το επέτρεωε κανείς.

Δίδασκε ολιγομελή τμήματα γυναικών, με τις οποίες μιλούσε για την έρευνά της στις ρίζες της ανθρώπινης σκέχης και των κοινωνιών. Γρήγορα μαθεύτηκε πως υπήρχε ένας άνθρωπος που δε δίσταζε να παραδεχτεί πως δεν είχε είδωλα, αλλά γνώριζε τα πάντα για τη γερμανική θεωρία της θρησκείας, την αγγλική θεωράι της βιολογίας και τη γαλλική κοινωνική θεωρία. Ακόμη  και άνδρες ήθελαν να εγγραφούν στα μαθήματα που παρέδιδε. Κανείς δεν καταλάβαινε πώς μία αυτοδίδακτη γυναίκα όχι απλώς κατανοούσε, αλλά πήγαινε ένα βήμα παρακάτω όλα όσα ήταν γνωστά, πως χρησιμοποιούσε τη φωνή της για να καταρρίπτει μύθους και στερεότυπα του 19ου αιώνα.

Όσο τη θαύμαζαν για το μυαλό της, άλλο τόσο τους κέρδιζε με τη γοητεία της. Κατάφερνε να σαγηνεύει οποιονδήποτε βρισκόταν στο δρόμο της, ανεξαρτήτως φύλου. Το 1858 γνώρισε το δημοσιογράφο Pascal Dupart, οι πολιτικές απόψεις του οποίου διαφωνούσαν μ’ εκείνες του Ναπολέοντα και τον οδήγησαν στην εξορία. Την ερωτεύτηκε σχεδόν κεραυνοβόλα κι εκείνη θαμπώθηκε από τον αντιστασιακό με τη μοντέρνα σκέψη που, όμως, ήταν παντρεμένος. Ο παράνομος δεσμός τους κράτησε για δύο ολόκηρες δεκαετίες, απέκτησαν μαζί ένα παιδί. Εκείνος έκανε ό, τι μπορούσε για να στηρίξει οικονομικά τη δεύτερη οικογένειά του. Αυτό που κατάφερε, ήταν να οδηγηθεί στην απόλυτη οικονομική καταστροφή.

Ο Pascal Dupart, πηγή: wikipedia.org

Η Royer δε σταμάτησε να γράφει και να μορφώνεται, όταν έγινει μητέρα. Ένιωθε, όμως, ότι δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τους σύγχρονους λογίους. Από την ημέρα που ο Dupart έφυγε από τη ζωή, το 1885, εκείνη μετακόμισε σ’ ένα σπιτάκι στο Neuilly. Έμεινε στο μέρος αυτό μέχρι να αφήσει την τελευταία της πονή, γράφοντας, καταρρίπτοντας παλιές θεωρίες και διατυπώνοντας καινούργιες. Τα χειρόγραφά της έμειναν, δυστυχώς, ανεκμετάλλευτα, κανείς δε δεχόταν να τα εκδώσει ώσπου, το 1897, μερικοί επιφανεις φίλοι της τα συγκέντρωσαν σ’ έναν τόμο για τη ζωή και το έργο της. Και τότε ήρθε η αλλαγή που δεν περίμεναν κανείς. 

Οι Γάλλοι, ξαφνικά, θυμήθηκαν πως στη χώρα τους ζούσε ένα από τα κορυφαία μυαλά της ιστορίας. Ένας θαυμαστής της τής έδωσε έξι χιλιάδες φράγκα για να εκδόσει το βιβλίο La Constitution du Monde. Η Marguerite Durand την έδωσε μία ολόκληρη στήλη στο φεμινιστικό περιοδικό La Fronde, ενώ η ίδια η κυβέρνηση αναγνώρισε την προσφορά της με το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, το 1900.

Δύο χρόνια μετά, έκλεισε τα μάτια της. Τα τελευταία της λόγια ήταν για τον ήλιο, το σύμβολο του Διαφωτισμού που εξαφάνιζε ο σκοτάδι και αποκάλυπτε την αλήθεια. Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη του ανθρώπου που πέρασε μία ζωή γεμάτη γνώση, αφιερωμένη στην εξέλιξη. Πήγε κόντρα στους μύθους, εξήγησε τα πάντα γύρω της. Απάντησε σε όλα τα γιατί, τα πώς και τα πότε που πέρασαν από το νου της, έμαθε όλα όσα μπορούσε να αντέξει η ανθρώπινη αντίληψη. Κατάλαβε τα πάντα, αρνήθηκε να μείνει στην άγνοια.

 

Διαβάστε επίσης:

Amelia Earhart: Τελικά, τι συνέβη στην πρώτη γυναίκα πoυ πέταξε πάνω απ’ τον Ατλαντικό;

Rosalind Franklin: Μία από τις πιο αδικημένες γυναίκες της επιστήμης

Helen Keller: «Η ζωή είναι είτε μία παράτολμη περιπέτεια, ή ένα τίποτα»