Power

H τραγική ιστορία της Νίνα Σιμόν

πηγή: wikipedia.org

«Θέλω να με θυμούνται σαν την ντίβα που ποτέ δε συμβιβάστηκε με όσα στερήθηκε εξαιτίας του ρατσισμού και της κοινωνίας, που παρέμεινε η ίδια μέχρι το τέλος».

Αυτό είπε η Νίνα Σιμόν (Nina Simone) σε συνέντευξή της στο περιοδικό Details, αναλογιζόμενη τη ζωή της. Τα λόγια της δε θα μπορούσαν να είναι πιο αληθινά. Μέχρι σήμερα, φέρνοντάς τη στο μυαλό μας γνωρίζουμε πως ήταν πολλά περισσότερα από μία εμβληματική ερμηνεύτρια, στιχουργός και πιανίστρια. Πάλεψε για τα δικαιώματα των Μαύρων και δεν είχε κανένα πρόβλημα να θυσιάσει την καριέρα της για αυτό.

Πώς, όμως, αυτή η γυναίκα που γεννήθηκε με το όνομα Γιουνίς Καθλίν Γουέιμον σε μία φτωχή οικογένεια της Βορείου Καρολίνα, που ονειρευόταν να πετύχει ως κλασική πιανίστρια, κατάφερε να γίνει ένας από τους ανθρώπους που άλλαξαν για πάντα τον 20ο αιώνα; Η απάντηση δε βρίσκεται απλώς στο ταλέντο και το δυναμισμό της.

πηγή: wikipedia.org

Η επαφή με το ρατσισμό από το πρώτο κιόλας ρεσιτάλ πιάνου

Από πολύ μικρή ηλικία, η Γιουνίς έδειξε το ταλέντο της. Έπαιξε για πρώτη φορά πιάνο όταν ήταν ακόμη τριών ετών, ενώ φημολογείται πως μπορούσε να παίξει οποιοδήποτε κομμάτι άκουγε. Λάτρευε τον Μπαχ, το Σοπέν και τον Μπετόβεν, ενώ στα 11 της ήταν καθ’ όλα έτοιμη για το πρώτο της ρεσιτάλ, σε μια δημοτική βιβλιοθήκη. Εκείνη ήταν η πρώτη από τις χιλιάδες δημόσιες εμφανίσεις της.

Δεν είχε έρθει ποτέ πριν σε επαφή με το ρατσισμό, δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο δεν την αντιμετώπιζαν ως ίση. Η ώρα, όμως, είχε φτάσει. Οι γονείς της κάθονταν στην πρώτη σειρά, έτοιμοι να τη στηρίξουν. Την ώρα που έπαιζε, μπήκαν στην αίθουσα κάποιοι αργοπορημένοι λευκοί. Οι ταξιθέτες, τότε, ζήτησαν από τους δικούς της να μετακινηθούν και να τους δώσουν τις θέσεις τους. Αυτό, φυσικά, δεν πέρασε απαρατήρητο. Εκείνη, δεν άντεξε την ταπείνωση. Σταμάτησε κι αρνήθηκε να συνεχίσει. Το έκανε, τελικά, όταν οι γονείς της επέστρεψαν. Την επόμενη μέρα, ξύπνησε «λιγότερο αθώα, περισσότερο σκληρή, λίγο περισσότερο μαύρη», έχει αναφέρει.

Η κλασική καριέρα που δεν ήρθε ποτέ

Ξεκινώντας την καριέρα της, δεν θεωρούσε τον εαυτό της τραγουδίστρια. Ήταν μία πιανίστρια που απλώς είχε καλή φωνή. Μάλιστα, ονειρευόταν να κατακτήσει τις μεγαλύτερες σκηνές χάρη στο πιάνο της, παίζοντας τα μεγαλύτερα κλασικά έργα.

Αποφοίτησε πρώτη από την τάξη της, το 1950, και η πόλη της έκανε έρανο για να τη βοηθήσει να συνεχίσει τις σπουδές της στην Καλλιτεχνική Σχολή Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη. Το  καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, ενώ οι υπόλοιποι 18χρονοι απολάμβαναν τις πρώτες απόλυτα ελεύθερες διακοπές τους, εκείνη προετοιμαζόταν νυχθημερόν για τις οντισιόν στο Μουσικό Ινστιτούτο Κέρτις της Φιλαδέλφεια.

Η μέρα της ακρόασης της έφτασε, έδωσε τον καλύτερό της εαυτό και τα πήγε περίφημα. Κι όμως, δεν κατάφερε να γίνει δεκτή. Προσπάθησε και την επόμενη χρονιά, αλλά άδικα. Όταν, αργότερα, η Γιουνίς έγινε διάσημη ως Νίνα Σιμόν, δήλωσε δημόσια πως την απέρριψαν λόγω του χρώματός της.

Η κρυφή επαφή με την jazz

Σπούδαζε μουσική, αλλά κάπως έπρεπε να βγάλει τα προς το ζην. Εργάστηκε ως βοηθός φωτογράφου, καθηγήτρια πιάνου, μουσικός για τραγουδιστές. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε πως η δική της φωνή είχε αυτό το «κάτι» κι άρχισε να δίνει συμβουλές στους μαθητές της. Σιγά – σιγά, ξεκίνησε να κερδίζει χρήματα τραγουδώντας.

Κάποια μέρα, έμαθε πως ένα από τα παιδιά που βοηθούσε έπαιζε πιάνο σε ένα μπαρ για 90 δολάρια την εβδομάδα – κέρδιζε διπλάσια από εκείνη. Σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει το ίδιο, οπότε το 1954, έπιασε δουλειά στο Midtown Bar & Grill του Ατλάντικ Σίτι.

Μοναδικό πρόβλημα; Η μητέρα της. Δεν ενέκρινε με τίποτα το επάγγελμα αυτό. «Για εκείνη, ήταν σαν να δούλευα για τις φωτιές της Κόλασης», έγραψε η καλλιτέχνιδα στην αυτοβιογραφία της. Για να μην τη ζαλίζει, λοιπόν, άλλαξε το όνομά της. Για τους γονείς της, ήταν η Γιουνίς Γουέιμον. Για τον κόσμο, έγινε η Νίνα Σιμόν – ένας συνδυασμός του χαϊδευτικού με το οποίο τη φώναζε ο τότε σύντροφός της και του μικρού της Γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ. Και κάπως έτσι, μια σταρ άρχισε να γεννέται.

Η άρνηση των πνευματικών δικαιωμάτων

Δεν άργησε να την πλησιάσει ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας Bethlehem Records, Σιντ Νέιθαν. Της πρότεινε να ηχογραφήσει το πρώτο της άλμπουμ. Εκείνη, επέμενε να επιλέξει όλα της τα κομμάτια και αρνήθηκε αυτά που της προτάθηκαν. Ήταν σίγουρη πως μπορούσε να τα καταφέρει ολομόναχη, ενώ δεν την ένοιαζε καθόλου το να γίνει διάσημη. Ίσα ίσα, πίστευε πως ίσως αυτό την απομάκρυνε από τις κλασικές φιλοδοξίες της.

πηγή: wikipedia.org

Ο δίσκος Little Girl Blue κυκλοφόρησε το 1959 και εκτοξεύθηκε. Ξαφνικά, η Σιμόν βρέθηκε να παίζει στις μεγαλύτερες σκηνές της Νέας Υόρκης χωρίς μάνατζερ, χωρίς ατζέντη. Πείστηκε, μάλιστα, να πουλήσει τα πνευματικά της δικαιώματα έναντι τριών χιλιάδων δολαρίων. Υπέγραψε συμβόλαιο χωρίς καν να διαβάσει τους όρους και, όταν τελικά το τραγούδι My Baby Just Cares For Me έφτασε στην κορυφή, κατάλαβε πως είχε χάσει μία περιουσία.

Ο τοξικός γάμος

Όσο θριάμβευε στη καριέρα της, άλλο τόσο δυστυχούσε στα προσωπικά της. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1958, τον jazz drummer Ντον Ρος. Στην αυτοβιογραφία της, έγραψε πως δε θυμόταν καν την ημερομηνία του γάμου, «μία σαφής ένδειξη για τα συναισθήματά μου προς εκείνον». Όταν μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσει εκείνη την επιτυχία της, αποφάσισαν να χωρίσουν.

Το 1961, μπήκε στη ζωή της ο Άντριου Στάουντ, ένας αστυνομικός από το Χάρλεμ. Έγινε, έπειτα, μάνατζέρ της κι απέκτησε πλήρη έλεγχο στα οικονομικά της. Διοργάνωνε τις περιοδείες της κι εκείνη το περιέγραφε ως τον «καλύτερο μάνατζερ του κόσμου». Κατάφερνε να την ηρεμεί στις πιο σκοτεινές της στιγμές. Κι όμως, χρόνια μετά το διαζύγιό τους αποκαλύφθηκε πως την κακοποιούσε σωματικά και ψυχικά. Κι εκείνη τα υπέμενε όλα, τυφλή από έρωτα.

Ο ακτιβισμός

Κατά τη διάρκεια των 60s, η Νίνα Σιμόν έγινε μία από τις μεγαλύτερες ακτιβίστριες του κινήματος κοινωνικών δικαιωμάτων. Χάρη σ΄αυτήν, πολλοί λόγιοι – ανάμεσά τους ο Τζέιμς Μπόλτουιν – πήγαν στη Νέα Υόρκη και μίλησαν μαζί της για τις διακρίσεις και την πολιτική. Εκείνη, είπε κάποτε πως οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από «τον Μαρξ, τον Λένιν και την επανάσταση».

Δύο ήταν, όμως, τα περιστατικά που την οδήγησαν να γράψει τα τραγούδια – ύμνους του κινήματος, στα οποία εξέφρασε το θυμό και τον πόνο της, τα οποία της χάρισαν τις δυνατότερες παραστάσεις. Το πρώτο, ήταν η δολοφονία του βετεράνου  και ακτιβιστή Μέντγκαρ Έβερς στο Μισισίπι, στις 12 Ιουνίου 1963. Το δεύτερο, η έκρηξη στην Εκκλησία Βαπτιστών της Αλαμπάμα, στις 15 Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς. Τέσσερα κορίτσια έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες τραυματίστηκαν. Όλα τους, προκλήθηκαν από λευκούς εξτρεμιστές.

Έτσι προέκυψαν το Mississippi Goddam, το πρώτο κομμάτι που έγραψε ποτέ για το κίνημα.

Η αυτοεξορία

Αποσύρθηκε από την αμερικανική μουσική βιομηχανία – κι ολόκληρη την κοινωνία – στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Τότε ήταν που αποφάσισε να ζήσει στην Ευρώπη και να ξεκινήσει να εμφανίζεται στο Λονδίνο. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, πήγαινε στην Ελβετία κι έπειτα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η πόλη αυτή την κέρδισε από το πρώτο λεπτό, «το κοινό της σέβεται τους σοβαρούς καλλιτέχνες», έγραψε στην αυτοβιογραφία της.

Η διπολική διαταραχή

Η ζωή και η καριέρα της Νίνα Σιμόν βρίσκονταν είτε στον ουρανό, είτε στο έδαφος – τίποτα ενδιάμεσο. Ή θα ήταν τρισευτυχισμένη, ή θα πονούσε βαθιά. Γινόταν βίαιη, η διάθεσή της άλλαζε χωρίς προειδοποίηση, ξεσπούσε όλο και συχνότερα. Φτάνοντας στο ναδίρ, στα χρόνια του Παρισίου, άκουσε τη συμβουλή ενός γνωστού της και πήγε στην Ολλανδία. Εκεί, διαγνώστηκε με μανιοκατάθλιψη – ή, όπως την αποκαλούμε σήμερα, διπολική διαταραχή.

Ξεκίνησε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, προκειμένου να πάψουν τα κυκλοθυμικά επεισόδια. Το Trilafon, το χάπι που της χορηγήθηκε, είχε σημαντικές παρενέργειες. Δεν μπορούσε πια να οδηγήσει, καθόταν στο πιάνο και ήταν αδύνατο να παίξει. Η άρθρωσή της επηρεάστηκε σημαντικά και η καριέρα της τελείωσε άδοξα.

πηγή: wikipedia.org

Ο τελευταίος έρωτας

Στο τέλος της δεκαετίας του ’90, η Νίνα Σιμόν μιλούσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια στις συνεντεύξεις που έγινε. Έμενε, πια, στα νότια της Γαλλίας και λάτρευε να συζητά με Αμερικανούς δημοσιογράφους για την προσωπική ζωή και το σπίτι της.

Το 1997, από το περιοδικό Details τη ρώτησαν για τους δίσκους της από τα 60s που είχαν επανακυκλοφορήσει. Εκείνη, σεν δίχε ιδέα.

«Αν ζούσατε στις ΗΠΑ αντί για τη Γαλλία, ίσως και να γνωρίζατε πόσο διάσημη έχετε γίνει εδώ», της είπαν. Μπορεί να είχε δίκιο, όμως η Σμόν δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Ζούσε το δικό της δράμα.

«Είχα μία έντονη σχέση μ’ έναν Τυνησιανό πέρσι, αλλά δεν ξέρω αν θέλω να ξαναγνωρίσω κανέναν. Του ανοίχτηκα σαν ηφαίστειο και σχεδόν καταστράφηκα», αποκάλυψε. Ο δεσμός τους δεν είχε διάρκεια – κυρίως επειδή ο αγαπημένος της δεν μπορούσε να πάρει γαλλική υπηκοότητα.

Αργότερα, όταν τη ρώτησαν από το BBC, η απάντησή της ήταν απλή και περιεκτική. «Κράτησε αρκετά, όμως, για να μην τον ξεχάσω ποτέ, αυτό σας λέω μόνο.»

 

Διαβάστε επίσης:

Aretha Franklin: Η «Βασίλισσα της Soul» με την πολυτάραχη ζωή

Μαρία Κάλλας: Η λάμψη που δεν έσβησε ποτέ, ο μύθος που ζει για πάντα

Frida Kahlo: Η γυναίκα πίσω από το θρύλο

 

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση