Στις 17 Ιουνίου 1929, κατά τις 10:17 (τοπική ώρα), ένας καταστροφικός σεισμός έπληξε τη νότια Νέα Ζηλανδία. Κάταγράφηκαν δονήσεις και στη Φρανκφούρτη, την Κοπεγχάγη, το Μπακού και το Ιρκούτσκ.
Οι σεισμογράφοι της εποχής ήταν βαρείς και κρεμασμένοι από ένα πλαίσιο, το οποίο δονούταν ακριβώς όπως και η Γη. Εκείνοι, λόγω της δύναμης της αδράνειας, εκτελούσαν ένα διαφορετικό είδος κίνησης, το οποίο καταγραφόταν μ’ ένα στιλό, επάνω σ’ένα περιστρεφόμενο ρολό χαρτιού.
Τα πρώτα ακριβή σεισμόμετρα, ανταποκρίνονταν σε ανοδικές και καθοδικές κινήσεις. Λίγο πριν εκείνο το σεισμό της Νέας Ζηλανδίας, όμως, είχε κυκλοφορήσει ένα νέο μοντέλο, το οποίο κρεμόταν κάθετα κι όχι οριζόντια. Έτσι, ήρθε μία νέα εποχή για την επιστήμη.
View this post on Instagram
Η Inde Lehmann, σεισμολόγος και γεωφυσικός από τη Δανία, πέρασε δύο ολόκληρα χρόνια συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των διάφορων δονήσεων. Αρχικά, μελετούσε τα δημοσιευμένα δεδομένα. Προχώρησε, έπειτα, σε νέα, πρωτογενή. Ανακάλυψε, έτσι, ασυνήθιστα μοτίβα στα κύματα που καταγράφονταν.
Συνειδητοποίησε πως εκείνα που πραγματοποιούνται μεταξύ 104 και 140 μοιρών από το επίκεντρο, αλληλεπιδρούσαν μ’ έναν στέρεο, εσωτερικό πυρήνα. Αυτό πήγαινε κόντρα στην αντίληψη πως το κέντρο της Γης είναι υγρό.
Όπως είναι επόμενο, λόγω του φύλου της, έμεινε στην αφάνεια. Το επίτευγμα της Inge Lehmann αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά όταν το ανέφερε το doodle της Google, για τα 127α γενέθλιά της.