Power

Laurene Powell Jobs: H δισεκατομμυριούχος που είναι αποφασισμένη να αλλάξει τον κόσμο

Dia Dipasupil/Getty Images/Ideal Image

Αρκετοί τη γνωρίζουν ως τη χήρα του Steve Jobs. Είναι, όμως, πολλά παραπάνω.

Η 56χρονη δισεκατομμυριούχος έχει έντονη παρουσία στον κόσμο των επενδύσεων, και πρόκειται να συμβάλλει στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος των ΗΠΑ για το 2020. Χρησιμοποίησε τα 27.5 δις που κληρονόμησε από τον αείμνηστο σύζυγό της ώστε να επεκτείνει τη δική της επιχείρηση και να οργανώσει ακόμη καλύτερα το φιλανθρωπικό της έργο.


Η Laurene Powell Jobs γεννήθηκε στο New Jersey το 1963. Έχασε τον πατέρα της σε αεροπορικό δυστύχημα όταν ήταν ακόμη πολύ μικρή, ενώ η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε.

Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, ενώ προχώρησε μ’ ένα MBA στο Stanford. Στο μεταξύ, εργάστηκε για λίγο στη Wall Street για τους Marrill Lynch και Goldman Sachs.

Στο Standford ήταν που γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της. Όλα ξεκίνησαν όταν οι φίλοι της την ανάγκασαν να παρευρεθεί σε μία διάλεξη, την οποία έδινε ο Steve. Δεν άργησε να τον ερωτευτεί. «Ήξερα πως ο ομιλητής ήταν ο Steve Jobs, όμως το πρόσωπο που φανταζόμουν ήταν εκείνο του Bill Gates», αποκάλυψε. «Τους μπέρδευα.»

Ολοκληρώθηκε η εκδήλωση και η Laurene ξεκίνησε να απομακρύνεται. Εκείνος, έτρεξε πίσω της στο διάδρομο και την πρόλαβε στο parking, λίγο πριν φύγει. Της ζήτησε να βγουν για φαγητό το Σάββατο εκείνης της εβδομάδας και αντάλλαξαν αριθμούς. Τα υπόλοιπα, ανήκουν στην ιστορία. Παντρεύτηκαν το 1991 και απέκτησαν τρία παιδιά.

Όταν ο Jobs έφυγε από τη ζωή, το 2011, η σύζυγός του κληρονόμησε τα πάντα, μαζί με τις μετοχές του στην Apple και τη Walt Disney Company. Έτσι, έγινε δισεκατομμυριούχος.

«Θέλουμε να χρησιμοποιούμε τις γνώσεις μας και τις διασυνδέσεις μας ώστε να προσφέρουμε στο ευρύτερο καλό», είπε στους New York Times, το 2013.

Παρότι θα μπορούσε να επαναπαυθεί στην επιτυχία και τα πλούτη του συζύγου της, δεν το έκανε. Ίδρυσε μία εταιρεία υγιεινής διατροφής Terravera, μαζί με τον αλλοτινό συμφοιτητή της, John Mullane. Πουλούσαν πιάτα με ρύζι και μπουρίτο με μαύρα φασόλια στα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων, βοηθώντας τους να τρέφονται σωστά.

Χρόνια αργότερα, αποσύρθηκε κι αποφάσισε να αφοσιωθεί στη διδασκαλία λιγότερο προνομιούχων μαθητών του ανατολικού Palo Alto.

Το 1997, ίδρυσε τη μη-κερδοσκοπική οργάνωση, College Track, ώστε να βοηθήσει τους εφήβους με χαμηλό οικονομικό υπόβαθρο να αποκτήσουν την εκπαίδευση που ονειρεύονται. Σήμερα, έχει παραρτήματα σε τρεις πολιτείες των ΗΠΑ.

Προχώρησε, έπειτα, το 2002, στην Emerson Collective. Πρόκειται για έναν «οργανισμό που θα φέρει την κοινωνική αλλαγή» και πήρε το όνομά τους από το συγγραφέα Ralph Waldo Emerson, ο οποίος είναι από τους αγαπημένους της. Ασχολείται με υποθέσεις που αφορούν στο μεταναστευτικό ζήτημα, την εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη. Θεωρείται περισσότερο ιδιωτική εταιρεία, παρά μη-κερδοσκοπική οργάνωση, ενώ έχει αναλάβει τη χρηματοδότηση αρκετών start-ups.


Το Σεπτέμβριο του 2015, η Powell Jobs δώρισε 50 εκατομμύρια μέσω της Emerson, στην καμπάνια XQ: The Super School Project. Στόχος της ήταν να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο το Λύκειο προετοιμάζει τους μαθητές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Επιπλέον, έχει περάσει από το διοικητικό συμβούλιο οργανισμών όπως οι Teach for America, Conservation International και The New American Foundation. Είναι μέλος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Stanford, ενώ βρίσκεται ανάμεσα στους συνιδρυτές του Climate Leadership Council.

Λατρεύει την τέχνη και θεωρείται μία από τους κορυφαίους συλλέκτες του κόσμου.

Παρά την τεράστια οικονομική της άνεση, προσπαθεί να κρατά χαμηλό προφίλ. «Γνωρίζω πολύ καλά πως όλοι είμαστε περαστικοί σ’ αυτόν τον κόσμο. Κάνω κι εγώ το πέρασμά μου… Στόχος μου είναι να εκμεταλλευτώ στο έπακρο τους πόρους μου. Αν δε μείνει τίποτα, όταν πεθάνω, δεν πειράζει καθόλου», εκμυστηρεύτηκε στη Washington Post.