Το θάρρος, η ενέργεια και η ανάγκη της να αλλάξει τον κόσμο, μεταμόρφωσαν το Λονδίνο των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Ξεκίνησε ως ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εξάλειψη του ρατσισμού, ενώ αργότερα προσπάθησε να δώσει δύναμη στις γυναίκες της Ινδίας. Ως συγγραφέας, είναι γνωστή για το βιβλίο India’s Bandit Queen: The True Story of Phoolan Devi (H Βασίλισσα των Ληστών της Ινδίας: Η Αληθινή Ιστορία της Φουλάν Ντέβι). Όταν ήρθε η ώρα για τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, το σκηνοθέτησε. Η Μάλα Σεν, έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να δώσει τέλος στην καταπίεση των αδύναμων.
Γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1947 του Ουταρανχάλ στην Ινδία. Όταν, το 1953, οι γονείς της αποφάσισαν να χωρίσουν, την ανατροφή της ανέλαβε ο στρατιωτικός πατέρας της. Εγκαταστάθηκαν, τελικά, στη Βομβάη, όπου η Μάλα έκανε μαθήματα οικοκυρικών στη Σχολή Nirmala Niketan. Έφηβη ακόμη, γνώρισε τον Φαρούχ Νοντί, τον οποίο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Η σχέση τους ξεκίνησε όπως κάθε άλλη, όμως δύο χρόνια μετά, το 1965, εκείνος πήρε υποτροφία για το Πανεπιστήμιο Cambridge. Αποφάσισαν, λοιπόν, να «κλεφτούν» κι έφυγαν μαζί.
Φτάνοντας στην Αγγλία, η Μάλα ξεκίνησε να εργάζεται ως μοδίστρα. Έπρεπε να βρει τρόπο να βγάλει χρήματα άμεσα και, σιγά σιγά, ερχόταν σε επαφή με όλο και περισσότερους Ινδούς της εργατικής τάξης. Είδε την καταπίεση που υφίσταντο και κατάλαβε πως, αν δεν αναλάμβανε κάποιος δράση άμεσα, η κατάσταση δε θα άλλαζε ποτέ. Έτσι, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
Έγραψε στην εφημερίδα Race Today, καταγγέλλοντας τις απάνθρωπες συνθήκες που υπέμειναν οι εργάτες από το Μπανγκλαντές στις βιομηχανίες υφασμάτων. Εξήγησε ότι κοιμούνταν ανά δύο ή ανά τρεις, ενώ η μέρα τους αποτελούταν μόνο από δουλειά και ύπνο. Επειδή ήταν μακριά από τις οικογένειές τους, θεωρούνταν άγαμοι και ήταν αδύνατο να δεχθεί κανείς να τους νοικιάσει ένα σπίτι. Μαζί με το σύζυγό της και άλλους ακτιβιστρές, ίσδρυσε το Bengali Housing Action Group (ΒΗΑG), έναν οργανισμό που θα πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο στην κοινότητα των Μπεγκάλι. Παράλληλα, έγινε μέλος των British Black Panthers και της κολεκτίβας Race Today.
Δεν άργησε να γίνει γνωστή. Ποια ήταν εκείνη η Ινδή που φώναζε, πάλευε για τα δικαιώματα όλων; Την καλούσαν σε εκπομπές και ζητούσαν τη γνώμη της στα ντοκιμαντέρ. Όταν βρέθηκε πίσω στην Ινδία, ξεκίνησε να διαβάζει για τη Φουλάν Ντέβι. Ήταν μία γυναίκα που προερχόταν από κατώτερη κάστα, άπορη που, στα 11 της χρόνια, παντρεύτηκε, έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού και απαγωγής. Ήθελε όσο τίποτα να εκδικηθεί και αποφάσισε να παίρνει στα χέρια της τη δικαιοσύνη, υπερασπιζόμενη άλλα θύματα βιασμού, ενώ, σαν άλλη Ρομπέν των Δασών, έκλεβε τους πλούσιους και βοηθούσε τους φτωχούς. Στα 24 της, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία των Θακούρ, ανδρών μίας ανώτερης κάστας που βίαζαν γυναίκες δίχως έλεος. Το 1983, συμφώνησε να παραδοθεί και φυλακίστηκε για 11 χρόνια.
Η Σεν ήταν εντυπωσιασμένη. Την επισκέφθηκε και η Φουλάν της ζήτησε να γράψει την ιστορία της. Έτσι λοιπόν, γεννήθηκε το βιβλίο India’s Bandit Queen (Η Βασίλισσα των Ληστών της Ινδίας), το οποίο εκδόθηκε στο Λονδίνο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αποφασίστηκε να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη κι έγινε μία από τις πιο συγκλονιστικές ινδικές ταινίες όλων των εποχών. Μετά την πρεμιέρα τους στις Κάνες, η Σεν και η ακτιβίστρια Αρουντάτι Ρόι, ζήτησαν να μην προβληθεί στην Ινδία. Κι αυτό γιατί η σκηνή του βιασμού, θα πρόσβαλε ανεπανόρθωτα τη Φουλάν. Τελικά, έπειτα από διαπραγματεύσεις και την αποζημίωση ύψους 40 χιλιάδων λιρών, οι ενστάσεις αποσύρθηκαν. Τελικά, μετά την αποφυλάκισή της, η Ντέβι έγινε βουλευτής – για μόλις δύο χρόνια. Δολοφονήθηκε το 2001.
Κάνοντας έρευνα για το παρελθόν της, η Μάλα έμαθε όσο περισσότερα μπορούσε για τη θυματοποίηση των γυναικών στη βιομηχανική Ινδία. Θεωρούνταν αδύναμες, άχρηστες, ικανές μόνο για να γεννούν και τίποτα περισσότερο. Έγραψε, έτσι, το δεύτερο βιβλίο της, Θάνατος στη Φωτιά, στο οποίο διηγείται τη ζωή τριών γυναικών.
Αρχικά ερευνά την περίπτωση μιας 18χρονης που, βαμμένη με χέννα, ντυμένη το νυφικό και τα κοσμήματά της, κάηκε ζωντανή στη νεκρική πυρά του συζύγου της το 1987. Μέχρι τότε πίστευαν ότι η αναβίωση του αρχαίου αυτού εθίμου, που είχαν θέσει εκτός νόμου οι Βρετανοί το 1829, είχε εκλείψει από την Ινδία. Αλλά η Σεν έφερε στο φως τουλάχιστον 9 αποδεδειγμένες περιπτώσεις αναβίωσης του εθίμου αυτού στην ίδια περιοχή, μολονότι καμιά δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο δίωξης για φόνο, και ότι ακόμα μια περίπτωση έχει συμβεί το 1999. Η δεύτερη, υπέφερε στα χέρια του άνδρα της, ο οποίος ήθελε την προίκα της. Εκεί, μάλιστα, η Μάλα αποδίδει το φαινόμενο των συνεχώς επαναλαμβανόμενων περίεργων «ατυχημάτων» στις κουζίνες των σπιτιών, όπου οι σύζυγοι καίγονταν ζωντανές ή –αν επιβίωναν – ζούσαν παραμορφωμένες για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η τρίτη, κατηγορείται γιαι τη δολοφονία της μικρής της κόρης. Ο φόνος των νεογέννητων κοριτσιών ήταν η τελευταία καταφυγή των φτωχών, οι οποίοι είχαν ήδη πολλά παιδιά και δεν άντεχαν να στηρίξουν ένα ακόμη, παρόλο που κινδύνευαν να υποστούν την παραδειγματική τιμωρία. Οι πλούσιοι, από την άλλη, είχαν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν το φύλο του εμβρύου και να επιλέξουν την έκτρωση.
Η Μάλα Σεν έφυγε από τη ζωή στα 63 της χρόνια, στις 21 Μαΐου 2011. Έδωσε σκληρή μάχη με τον καρκίνο, ο οποίος τη νίκησε. Εκείνη την εποχή, έγραφε ένα τρίτο βιβλίο, για τις Ινδές με HIV, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Θα μπορούσε να μην είχει πει τίποτα, να μην ενδιαφερθεί για κανέναν και να συνεχίσει τη ζωή της. Το ήθος της, όμως, δεν της επέτρεψε να αγνοήσει την αδικία. Η εξαιρετική αυτή γυναίκα, βελτίωσε τη ζωή ανδρών και γυναικών, ενώ έφερε στο φως προβλήματα για τα οποία δεν τολμούσε κανείς να μιλήσει.
Διαβάστε επίσης:
Bertha Von Suttner: Η πρώτη ακτιβίστρια που κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης
Σαρλίζ Θερόν: «Μόνο αν παλέψουμε η μία για τα δικαιώματα της άλλης, θα βελτιώσουμε τη ζωή μας»
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση