Οι καφέ χάρτινες σακούλες που βλέπουμε σε κάθε σούπερ μάρκετ, μας περνούν απαρατήρητες τις περισσότερες φορές. Η ιστορία που κρύβεται πίσω τους όμως, ίσως αξίζει την προσοχή μας. Όλα ξεκίνησαν από μία πανέξυπνη νεαρή γυναίκα, η οποία γεννήθηκε στο Μέιν λίγο μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και μεγάλωσε στο Νιου Χάμπσαϊρ. Το όνομά της είναι Μάργκαρετ Νάιτ.
Από μικρή έδειξε πως ο τρόπος σκέψης της ήταν διαφορετικός. Σε ακαδημαϊκό άρθρο με τίτλο «Η Ανάπτυξη της Τσάντας για τα Ψώνια» που έγραψε ο ιστορικός Χένρι Πετρόσκι, αναφέρεται πως της άρεσε πολύ να δουλεύει με ξύλο. Ήταν, μάλιστα, διάσημη για τους χαρταετούς που κατασκεύαζε, ενώ τα έλκηθρά της ξεπερνούσαν με διαφορά εκείνα των αγοριών.
Έχοντας λάβει υποτυπώδη σχολική εκπαίδευση, η 12χρονη Νάιτ ξεκίνησε να εργάζεται για ένα βαμβακοκλωστήριο στο Μάντσεστερ προκειμένου να στηρίξει οικονομικά τη μητέρα της. Δούλευε για έναν μισθό που δεν κάλυπτε ούτε τις βασικές τις ανάγκες, πήγαινε πριν ξημερώσει κι έφευγε μετά τη δύση, ενώ οι συνθήκες ήταν ανθυγιεινές για ένα κορίτσι της ηλικίας της.
Πολλές συνάδελφοί της τραυματίζονταν σοβαρά, προσπαθώντας να χειριστούν ένα μεταλλικό μηχάνημα που κινούταν με τεράστια ταχύτητα, έπαιρνε τις ξεχωριστές κλωστές και τις μετέτρεπε σε κουβάρια. Ένα λάθος αρκούσε για να προκληθεί σοβαρό ατύχημα, κάτι που δεν άργησε να συμβεί. Η Μάργκαρετ, έτσι, αποφάσισε να διορθώσει την κατάσταση. Μία ανάσα πριν τα 13α της γενέθλια λοιπόν, εφηύρε ένα σύστημα ασφαλείας που άλλαξε για πάντα την κλωστοϋφαντουργία και γρήγορα χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα εργοστάσια. Εκείνη την εποχή, δεν της πέρασε από το μυαλό πως θα ήταν καλό να κατοχυρώσει την ιδέα στο όνομά της, όμως όσο ο καιρός περνούσε και οι δημιουργίες της αποδίδονταν σε άλλους που πλούτιζαν, κατάλαβε πως μπορούσε να βγάλει χρήματα χάρη στη δημιουργική της σκέψη.
Λίγο πριν ενηλικιωθεί, η Μάργκαρετ Νάιτ παραιτήθηκε. Έκανε μία σειρά από τεχνικές εργασίες για να βγάλει τα προς το ζην. Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, έμαθε να φτιάχνει ταπετσαρίες και κατάφερνε να ξεχωρίζει σε ό, τι κι αν έκανε. Η μέρα που άλλαξε για πάντα τη ζωή της, όμως, κι έγραψε – ή, θα έπρεπε να είχε γράψει – το όνομά της στα βιβλία της ιστορίας, ήταν εκείνη της πρόσληψής της στην εταιρεία παραγωγής χάρτινων τσαντών Columbia Paper Bag, η οποία είχε την έδρα της στη Μασαχουσέτη.
Όπως σε κάθε χώρο εργασίας της, έτσι και στην επιχείρηση εκείνη, η Νάιτ βρήκε ψεγάδια τα οποία θέλησε να διορθώσει. Αντί να διπλώνει κάθε χαρτοσακούλα με το χέρι – μία διαδικασία χρονοβόρα, που απαιτούσε προσοχή και έκρυβε μεγάλη πιθανότητα λάθους – αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να κατασκευάσει έναν μηχανισμό που την αυτοματοποιεί.
Ξεκίνησε να πειραματίζεται με ένα μηχάνημα που θα έπαιρνε, θα έκοβε και θα δίπλωνε το χαρτί με το πάτημα ενός κουμπιού. Έτσι, η τσάντα θα είχε επίπεδη, ορθογώνια βάση – κάτι που διευκόλυνε εξαιρετικά τον καταναλωτή και ήταν σχεδόν αδύνατο να κατασκευαστεί με ανθρώπινα χέρια. Λίγο καιρό μετά, είχε φέρει τον κόσμο τη συσκευή που μπορούσε να δημιουργήσει κομψές χαρτοσακούλες, σε μικρό χρονικό διάστημα. Αποφάσισε, μάλιστα, να διεκδικήσει την πατέντα της εφεύρεσής της και να μην την αφήσει να χαθεί, όπως συνέβη με όλες τις προηγούμενες. Αυτή ήταν μία εξαιρετικά θαρραλέα κίνηση, αν αναλογιστούμε πως οι γυναίκες του 19ου αιώνα θεωρούνταν υποδεέστερες και σχεδόν ανίκανες να σκεφτούν ανεξάρτητα.
Όχι μόνο έκανε αίτηση, αλλά πάλεψε σκληρά για να κατοχυρώσει στο όνομά της την καινοτόμο ιδέα της. Ένας άνδρας, όμως, μπήκε στο δρόμο της. Ο Τσαρλς Άναν, ο οποίος είχε δει τι προσπαθούσε να δημιουργήσει, αποφάσισε να της πάρει τη δόξα και να υποστηρίξει ότι τα σχέδια ήταν, στην πραγματικότητα, δικά του.
Όπως είναι αναμενόμενο, η Νάιτ – που, στο μεταξύ, είχε ξοδέψει χρόνο και χρήμα για να τελειοποιήσει την εφεύρεσή της και είχε προσλάβει καλό δικηγόρο – οδήγησε τον Άναν στο δικαστήριο. Μοναδικό του επιχείρημα; Οι γυναίκες ήταν αδύνατο να σκεφτούν κάτι τόσο προηγμένο και να σχεδιάσουν μία μηχανή.
Η Μάργκαρετ, από την πλευρά της, παρουσίασε όλη τη διαδικασία – από τη σύλληψη μέχρι την υλοποίηση της ιδέας – και τον γελοιοποίησε. Το 1871, λοιπόν, η πατέντα κι επίσημα της ανήκε.
Έχοντας πια τα δικαιώματα για το μηχάνημά της, ίδρυσε τη δική της εταιρεία με τσάντες, Eastern Paper Company. Ποτέ δε σταμάτησε να καινοτομεί και να σπάει τα στερεότυπα.
Μέχρι το 1914, όταν έφυγε από τη ζωή, είχε κατοχυρώσει στο όνομά της περισσότερες από 25 εφευρέσεις – ανάμεσά τους και μία που κατασκεύαζε παπούτσια.
Πολλοί άνδρες την προσπέρασαν και πήραν τα εύσημα για το έργο της, μέχρι που αποφάσισε να σηκώσει το κεφάλι και να παλέψει για όσα της άξιζαν. Πήγε κόντρα στην κοινωνία και βγήκε νικήτρια.
Διαβάστε επίσης:
Gladys West: Η αφανής ηρωίδα πίσω από το σχεδιασμό του GPS
Χέντι Λαμάρ: H ηθοποιός πίσω από την εφεύρεση του WiFi και του Bluetooth
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση