«Δεν είμαι άγγελος, ούτε προσποιούμαι ότι είμαι. Αλλά δεν είμαι ούτε και διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνις και έτσι θα ήθελα να με κρίνουν».
Στα 1959, στο απόγειο της καριέρας της, η Μαρία Κάλλας, μιλώντας στο περιοδικό Life, λέει αυτά που… κανείς δεν θέλει να ακούσει. Την έχουν χαρακτηρίσει στρίγκλα, λένε ότι είναι σαν μία τίγρης μέσα σε κλουβί, ότι παντρεύτηκε τον άντρα της από συμφέρον κι ότι χώρισε τον Ωνάση από τη γυναίκα του, ότι είναι κακομαθημένη και με ανυπόφορα καπρίτσια…
Γιατί; Για έναν λόγο.
Ότι οι μικροί και ασήμαντοι δεν μπορούσαν να αντέξουν το μεγαλείο της, έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθούν ελαττώματα, αδυναμίες και παραστρατήματα, για να ισοβαθμήσουν την μεγαλειώδη παρουσία της πάνω στη σκηνή, τον μαγνητισμό της στο κοινό, την μέθεξη και την ανάταση που μπορούσε να προσφέρει με το ταλέντο της.
Μάταια, λοιπόν, εκείνη σε όλες τις εκ βαθέων συνεντεύξεις της μιλάει σαν ένας απλός άνθρωπος, που αγαπάει με πάθος την τέχνη του, που έχει δουλέψει όσο λίγοι για να την καλλιεργήσει και που, ταυτόχρονα, θέλει να ζήσει όπως όλοι. Οι πικρόχολοι θα βρουν πάντα κάτι για να εκφράσουν το φθόνο τους. Είναι πολλοί λιγότεροι, όμως, από τους χιλιάδες θαυμαστές της, που κατακλύζουν τα θέατρα για να την χειροκροτήσουν κι άλλους που την περιμένουν υπομονετικά να βγει από την όπερα, για να την δουν έστω φευγαλέα κι αν είναι πολύ τυχεροί, να τους δώσει ένα αυτόγραφο…
Ποια, λοιπόν, ήταν στ’ αλήθεια η Μαρία Κάλλας;
Δύο νέες προσεγγίσεις στην προσωπικότητά της, που, συμπτωματικά, γίνονται και οι δύο φέτος από καλλιτέχνιδες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, επιχειρούν να δώσουν απάντηση. Είναι η Μαρία Κάλλας της Μαρίνας Αμπράμοβιτς ή της Μόνικα Μπελούτσι πιο κοντά σ ΄αυτό που πραγματικά ήταν η μεγάλη Eλληνίδα υψίφωνος; Και γιατί, ακόμη και σήμερα, 43 ακριβώς χρόνια μετά το θάνατό της, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, ο μύθος της εξακολουθεί να γοητεύει τους μουσικόφιλους όλου του κόσμου και όχι μόνον τους Έλληνες, όπως θα ήταν αναμενόμενο;
Ένας θρύλος που μιλάει στον καθένα, όποια κι αν είναι η εθνικότητα ή η κουλτούρα του.
Οι δύο όψεις
«Η ιστορία της μοιάζει πολύ με τη δική μου. Είμαστε και οι δύο έντονα συναισθηματικοί και ταυτόχρονα εύθραυστοι άνθρωποι. Συνάντησα κι εγώ μία σχεδόν παρόμοια μοίρα, αλλά η διαφορά είναι ότι η δουλειά μου με έσωσε», λέει η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, που παρουσίασε πριν από λίγες μέρες σε μία οπερατική σύνθεση τους «7 θανάτους της Μαρίας Κάλλας» στην ιστορική Βαυαρική Κρατική Όπερα του Μονάχου. «Γι΄αυτό, με το έργο μου, ήθελα να δείξω τη δύναμη και την επιμονή που μπορεί να έχει μια γυναίκα», όπως προσθέτει η διάσημη και εκκεντρική 74χρονη σήμερα performer, η οποία δούλευε το έργο εδώ και πέντε χρόνια.
«Αυτή η μεγάλη σταρ ήταν παράλληλα μια γυναίκα συναισθηματική και με απλή καρδιά. Μπορούσε να εκφράζει τα συναισθήματά της και να τα μεταδίδει στους γύρω της», είναι η άποψη της Monica Bellucci, που στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου θα βρεθεί στη σκηνή του Ηρωδείου, σ΄ένα μονόλογο με κείμενα από επιστολές και αναμνήσεις της Κάλλας.
«Αυτό που με άγγιξε περισσότερο ήταν αυτή η ευαισθησία της χωρίς όριο. Ήταν μια γυναίκα που έδινε μάχη με την καρδιά της, για την καρδιά της. Τελικά, είχε μια απλή καρδιά και αυτό ήταν ίσως εκείνο που την σκότωσε», προσθέτει. Κι αν η Αμπράμοβιτς της επιφύλαξε, όχι έναν, αλλά επτά αιματηρούς θανάτους, η Ιταλίδα ηθοποιός προτιμά, όπως λέει, να την σκέπτεται περισσότερο ως Κάρμεν που πεθαίνει για τον έρωτα, παρά ως Μήδεια…
«Για μένα υπήρξε η μοναδική μεγάλη τραγουδίστρια του bel canto, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα», είχε δηλώσει ο διάσημος αρχιμουσικός Λέοναρντ Μπερνστάιν. «Σου ράγιζε την καρδιά», ομολογούσε ο μαέστρος Κάρλο Μαρία Τζουλίνι. «Οι κινήσεις της σε έκαναν να ανατριχιάζεις», έλεγε ο Λουκίνο Βισκόντι.
Κι ο φίλος της, Πιέρ Πάολο Παζολίνι την υμνούσε ποιητικά: «Εσύ χαρίζεις, σκορπίζεις δώρα. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν κι εσύ τραγουδάς από εκεί». Είναι βέβαιο πως όταν, στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, γεννιόταν στη Νέα Υόρκη αυτό το κορίτσι, με τις μαύρες μπούκλες και τα τεράστια μάτια, όπως την θυμόταν η μητέρα της, όλες οι μοίρες ήταν παρούσες.
Τα πρώτα χρόνια
Κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας Δημητριάδου από τη Στυλίδα ήταν η Μαρία Άννα Καικιλία Σοφία, ονόματα που πήρε η μικρή τρία χρόνια αργότερα, όταν βαφτίστηκε στην ελληνορθόδοξη εκκλησία της 74ης οδού. Στο μεταξύ, ο πατέρας της, που είχε ανοίξει φαρμακείο στο Μανχάταν, άλλαξε το όνομά του, που δύσκολα μπορούσαν να προφέρουν οι Αμερικανοί, στην αρχή σε Kalos και στη συνέχεια σε Callas.
Το ζευγάρι είχε ήδη μία κόρη, την εξάχρονη Υακίνθη, που φώναζαν Τζάκι, ενώ είχε χάσει ένα αγοράκι σε ηλικία τριών χρονών. Η προτίμηση, όμως, της Λίτσας Καλογεροπούλου στην μεγάλη της κόρη φαίνεται ότι δεν ήταν κρυφή κι η ίδια άλλωστε ομολογεί ότι άργησε να αντιληφθεί την κλίση της Μαρίας, που, από τα τέσσερα χρόνια της, παρ΄όλα αυτά, προσπαθούσε να παίξει σε μια πιανόλα που υπήρχε στο σπίτι τους.
«Η Τζάκι τραγουδούσε ακατάπαυστα σε όλο το σπίτι, έτσι στην αρχή έδωσα ελάχιστη σημασία στα πρώτα τιτιβίσματα της Μαρίας. Έτσι, έφθασε δέκα ετών ώσπου να καταλάβω ότι ήταν προικισμένη με μια υπέροχη φωνή», έλεγε η ίδια. Η Μαρία, όμως, δεν είχε την ίδια γνώμη: «Η μητέρα μου δεν μου έδινε σημασία και δεν μου έλεγε ποτέ μια καλή κουβέντα. Για να την κάνω να με προσέξει, έπρεπε να τραγουδώ. Ήξερα πως είχα ωραία φωνή και μου έκανε καλό να προκαλώ θαυμασμό όταν τραγουδούσα. Έτσι, το τραγούδι έγινε προοδευτικά το φάρμακο κατά των συμπλεγμάτων μειονεξίας που ένιωθα», είχε πει το 1956 στο περιοδικό ΤΙΜΕ, που είχε κυκλοφορήσει με ένα κατακκόκινο εξώφυλλό της.
Εξώφυλλο στο περιοδικό TIME το 1956
Η σχέση με τη μητέρα
Τα πρώτα μαθήματα πιάνου και σολφέζ τα παίρνει στην Νέα Υόρκη, μετά το 1937 όμως, όταν οι γονείς της χωρίζουν, η μητέρα με τις δύο κόρες της επιστρέφουν στην Ελλάδα και η Μαρία αρχίζει να φοιτά στο Εθνικό Ωδείο. Κάνει την πρώτη της δημόσια εμφάνιση, μάλιστα, το 1938 στον Παρνασσό, σε ηλικία ούτε 15 ετών.
Δασκάλα της είναι πια η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, διάσημη στην εποχή της, που θα συμβάλλει πολύ στην καλλιέργεια του ταλέντου της. Ακολουθούν ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή, τότε ακριβώς όμως αρχίζει και η καριέρα της Μαρίας. Ήδη έχει πάρει μέρος σε μαθητικές παραστάσεις του Ωδείου και, όταν την ακούει στην «Αΐντα» του Βέρντι ο σπουδαίος βαθύφωνος Νίκος Μοσχονάς, που είχε τραγουδήσει στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου, θα πει στη μητέρα της «Κυρία Κάλλας, σε δεκατέσσερα χρόνια η κόρη σας θα είναι διάσημη και θα κολυμπάτε στο χρυσάφι».
Η Μαρία Κάλλας σε ηλικία 25 ετών
Η αρχή γίνεται στις 27 Νοεμβρίου του 1940, με το ρόλο της Βεατρίκης στην οπερέτα «Βοκκάκιος» του Σουπέ στη Λυρική Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου, ενώ το καλοκαίρι του 1941 προσλαμβάνεται ως πρωταγωνίστρια του θεάτρου. Το νεαρό της ηλικίας της φαίνεται, όμως, ότι ξάφνιασε τότε τα άλλα μέλη του θιάσου, που έγιναν πολύ επιθετικοί απέναντί της αλλά, όπως έλεγε η μητέρα της, κι εκείνη ανταπέδιδε όταν μπορούσε.
«Καμιά φορά ορμούσε επάνω τους, με τις γροθιές της προτεταμένες. Μια μέρα γύρισε στο σπίτι με μαυρισμένο μάτι: Ο σύζυγος της κυρίας Φλερύ, μιας άλλης υψιφώνου, την αποκάλεσε «πόρνη». Αμέσως, εκείνη άφησε τα βιβλία της, έβγαλε τα γυαλιά της και χίμηξε επάνω του», γράφει στο βιβλίο της, «Κάλλας, η κόρη μου».
Ο μισθός της Μαρίας εκείνη την εποχή ήταν 3000 δραχμές. Όπως αναφέρει, όμως, η μητέρα της και πάλι, με μια επικριτική διάθεση, «δεν ζούσε την οικογένειά της με τον εκπληκτικό αυτό μισθό. Το μεγαλύτερο μέρος του το ξόδευε σε καραμέλες, όταν έβρισκε, επειδή, όπως όλοι μας, είχε μια τρελή επιθυμία και μια πραγματική ανάγκη για τα ζαχαρωτά».
Δεν αναφέρει, ωστόσο, η ίδια τις πιέσεις που ασκούσε στην Μαρία, υποχρεώνοντάς την να τραγουδά μπροστά στους Γερμανούς κατακτητές, δεδομένου ότι η οικογένεια είχε πάντα οικονομικό πρόβλημα. Ούτε ότι αυτό είχε εξοργίσει τους συναδέλφους της, που συχνά γι΄αυτό το λόγο την προπηλάκιζαν. Για όλα αυτά, η Μαρία δεν θα τη συγχωρούσε ποτέ, όπως εξομολογείτο, χρόνια αργότερα, στη φίλη της, τη μεσόφωνο Τζουλιέτα Σιμιονάτο. «Ποτέ δε θα τη συγχωρήσω που μου στέρησε τη παιδική μου ηλικία. Όλα αυτά τα χρόνια, που θα έπρεπε να παίζω και να μεγαλώνω, εγώ τραγουδούσα ή έβγαζα χρήματα….», είχε πει, άλλωστε, και σε μία συνέντευξή της.
Οι σχέσεις των δύο γυναικών διακόπηκαν, εξάλλου, από το ΄50 και δεν επανασυνδέθηκαν ποτέ.
Αθήνα – Νέα Υόρκη
Ως το 1945, η Μαρία θα πρωταγωνιστήσει στην «Τόσκα» (1942, 1943), στο «Κάμπο» του Ντ’ Αλμπέρ (1944, 1945) και στην «Καβαλερία Ρουστικάνα» (1944), θα ερμηνεύσει την Σμαράγδα στον «Πρωτομάστορα» του Μανώλη Καλομοίρη (1944) και, την ίδια χρονιά, την Λεονόρα στην οριστική εκδοχή του «Φιντέλιο», τη μοναδική όπερα του Μπετόβεν, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Κι όσο για προσωπική ζωή, ελάχιστη. Ως νεανικά φλερτ της εκείνα τα χρόνια αναφέρονται ένας Ιταλός αλεξιπτωτιστής, ο Άντζιολο Ντοντόλι, με τον οποίο γνωρίστηκαν για λίγες μέρες το 1942, αλλά δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ και, λίγο αργότερα, ο Άγγλος αξιωματικός Ρέι Μόργκαν, επίσης μια γνωριμία χωρίς συνέχεια.
Ο πόλεμος τελειώνει και η Μαρία βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, όπου ζει ο πατέρας της, έχοντας μία νέα σύντροφο στο πλευρό του. Δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την κόρη του, εκείνη όμως θα συναντήσει εκεί, το 1947, τον άνθρωπο που θα της δώσει την απαραίτητη ώθηση για την καριέρα της, αλλά και θα την ξαναγυρίσει στην Ευρώπη. Είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Αρένας της Βερόνα, Τζιοβάνι Ζενατέλο, που αναζητεί την υψίφωνο για τον πρώτο ρόλο της «Τζιοκόντα» του Πονκιέλι.
Ένας ιμπρεσάριος θα τους φέρει σε επαφή, ο Έντι Μπαγκαρόζι, με τον οποίο η Μαρία είχε μια ερωτική σχέση, που κατέληξε άδοξα -ήταν άλλωστε παντρεμένος- ενώ αργότερα θα είχε και μία οικονομική διένεξη μαζί του, καθώς, σε στιγμή αδυναμίας, του είχε υπογράψει ένα χαρτί, ότι του παραχωρούσε το 10% από όλα τα μελλοντικά της συμβόλαια.
Ένας γάμος
Ο Ζενατέλο, πάντως, εντυπωσιάσθηκε από την ακρόαση της Μαρίας και την έκλεισε αμέσως για την παράσταση που δίνεται στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, με διευθυντή ορχήστρας τον διάσημο Τούλιο Σεραφίν. Τον ίδιο χρόνο, ερμηνεύει στη Βενετία την Ιζόλδη της όπερας του Βάγκνερ, πάλι με τον Τούλιο Σεραφίν, το 1949 εμφανίζεται στο Μπουένος Άιρες με τη «Νόρμα» του Μπελίνι, το 1950 ερμηνεύει στο Μεξικό τη Λεονόρα («Τροβατόρε») και μετά επιστροφή στην Ιταλία, για παραστάσεις στη Ρώμη και τη Φλωρεντία.
Ο Τούλιο Σεραφίν, στο μεταξύ, έχει αναλάβει την απογείωση του φυσικού ταλέντου της Κάλλας, δουλεύοντας ακατάπαυστα μαζί της επί τέσσερα χρόνια. Κλεισμένη εβδομάδες ολόκληρες στη βίλα του και αποκομμένη από τον κόσμο, η Κάλλας εξελίσσεται πλέον στην μεγάλη δραματική καλλιτέχνιδα, που επιβλήθηκε σε όλο το μουσικό στερέωμα της εποχής της.
Μέγας θαυμαστής της και σύζυγος από το 1949 θα είναι ο λάτρης της όπερας, βιομήχανος Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, που η Κάλλας θα γνωρίσει σε ένα δείπνο, δύο χρόνια νωρίτερα, το 1947. Ο Μενεγκίνι την ερωτεύεται κεραυνοβόλα, απλώνει στα πόδια της τον εαυτό του, το κύρος και τη δύναμή του, τα πλούτη του, βεβαίως, κι εκείνη, παρ΄ότι αυτός είναι 53 χρονών, μεγαλύτερός της δηλαδή κατά 30 χρόνια σχεδόν, θα αποδεχθεί την πρόταση γάμου.
Πολλοί απορούν με την απόφασή της και άλλοι σπεύδουν να ισχυριστούν ότι έχει παντρευτεί από υπολογισμό, καθώς με τον Μενεγκίνι στο πλευρό της, όχι απλώς δεν έχει να φοβηθεί τίποτε για το μέλλον, αλλά αντίθετα θα έχει την απόλυτη προστασία και ασφάλεια που ζητά. Η αλήθεια φαίνεται ότι είναι κάπου στο ενδιάμεσο, καθώς είναι σαφές ότι η Κάλλας αναζητεί την πατρική φιγούρα που της έχει λείψει, οι μνήμες των δύσκολων παιδικών και εφηβικών χρόνων είναι έντονες για να τις ξεχάσει, ενώ παράλληλα δίπλα στον Μενεγκίνι μπορεί να ασχολείται μόνο με την τέχνη της, που είναι το πάθος και η προτεραιότητά της.
Ο Μενεγκίνι πράγματι θα αφοσιωθεί ολοκληρωτικά, θα την καθοδηγήσει σωστά, τόσο καλλιτεχνικά, όσο και σε προσωπικό επίπεδο, έτσι που η Μαρία θα αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που της λείπει. Σ΄αυτό θα παίξει ρόλο και η απώλεια 36 κιλών, με αποτέλεσμα να αναδυθεί πλέον η νέα Μαρία Κάλλας, αυτή που θα μάθει όλος ο κόσμος: Πανέμορφη και γοητευτική σαν προσωπικότητα, σαρωτική, παράφορη, μεγαλειώδης πάνω στη σκηνή.
Στην κορυφή
Από το 1951, η Μαρία Κάλλας κυριαρχεί πλέον στο διεθνές στερέωμα και το κοινό της αποθεώνει αυτή τη δραματική κολορατούρα, που δεν μοιάζει με καμιάν άλλη: Σκάλα του Μιλάνο με τους «Σικελικούς Εσπερινούς» του Βέρντι και «Τραβιάτα» σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης με «Νόρμα» του Μπελλίνι, Όπερα των Παρισίων επίσης με «Νόρμα», Κόβεν Γκάρντεν με «Τόσκα» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι, για να αναφερθούν μερικοί μόνον από τους θριάμβους της.
Θα εμφανιστεί, όμως, και στο Ηρώδειο στις 5 Αυγούστου του 1957 με «Νόρμα», που θα επαναλάβει στην Επίδαυρο το 1960 ενώ το 1961, στην Επίδαυρο και πάλι, θα ερμηνεύσει «Μήδεια». Το ελληνικό κοινό, συρρέοντας στα αρχαία θέατρα, επευφημεί και καμαρώνει τη θεά, που έχει επιστρέψει στον τόπο της, κάνοντάς τους όλους υπερήφανους.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1969 θα υποδυθεί την ηρωίδα του Ευριπίδη και στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία του φίλου της, Πιερ Πάολο Παζολίνι. «Η όπερα είναι κάτι που δεν θα μπορέσεις ποτέ να γνωρίσεις απόλυτα. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και η μεγάλη αίσθηση του ανικανοποίητου», είχε πει η ίδια.
Η Μαρία Κάλλας στα γυρίσματα της ταινίας «Μήδεια»
Ο Ωνάσης
Η γνωριμία της Μαρίας Κάλλας με τον Αριστοτέλη Ωνάση είχε γίνει από το 1958, με τον Έλληνα κροίσο να την πολιορκεί ευθύς εξ αρχής, παρ΄ότι και οι δύο ήταν παντρεμένοι. Σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί για την παθιασμένη και εκρηκτική σχέση τους, που άρχισε μπροστά στα μάτια των δύο συζύγων τους, του Μενεγκίνι και της Τίνας Λιβανού και έληξε, όμως, με τον γάμο του Ωνάση με την Τζάκι και την καταρράκωση της Μαρίας.
Ως ένα «τολμηρό» παραμύθι διαβάζεται, εξάλλου, εκείνη η κρουαζιέρα των τεσσάρων με το κότερο του Ωνάση, την «Χριστίνα», που, όταν κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, που ανέβηκε στο σκάφος, ευλόγησε τον Αρίστο και τη Μαρία, νομίζοντας ότι είναι ζευγάρι…
Μπορεί να φανταστεί κανείς τη σκηνή, αλλά κι ό,τι ακολούθησε μετά την αναχώρηση του Πατριάρχη, καθώς η μεν Τίνα Λιβανού προσπάθησε αμέσως να φύγει από το σκάφος, ο δε Μενεγκίνι άκουγε τη Μαρία να του λέει ότι τον εγκαταλείπει, γιατί ήταν ερωτευμένη με τον Ωνάση. Όπως είναι γνωστό, άλλωστε, ο Μενεγκίνι αρνήθηκε να της δώσει διαζύγιο, που θα το έπαιρνε αρκετά χρόνια μετά, το 1966 και αφού είχε αφήσει την αμερικανική της υπηκοότητα και είχε πάρει την ελληνική, μόνο που πλέον ήταν αργά.
Από την ευτυχία στη θλίψη
Όμως, αυτά τα χρόνια και ως το 1967, ήταν τα πιο ευτυχισμένα στη ζωή της Μαρίας. «Ήμουν τόσο καιρό κλεισμένη στο κλουβί, ώστε τη μέρα που συνάντησα τον Ωνάση και τους φίλους του, γεμάτους χάρη και ζωή, ένιωσα διαφορετική γυναίκα», έγραφε η ίδια. «Ζώντας με έναν άντρα πολύ πιο ηλικιωμένο από μένα, είχα πάθει κατάθλιψη κι είχα γεράσει πριν από την ώρα μου. Ευημερούσα με τον Μπατίστα και δεν είχα άλλη σκέψη από τα χρήματα και την κοινωνική θέση μας. Σήμερα, είμαι επιτέλους φυσιολογική γυναίκα, ευτυχισμένη».
Ο έρωτας είχε έρθει και για εκείνην, δυνατά και απόλυτα. Παρ΄ότι μόνον ανέφελη δεν ήταν η σχέση τους, καθώς οι καυγάδες τους ήταν σχεδόν καθημερινοί, με τον Ωνάση να της μιλάει άσχημα, ακόμη και μπροστά σε κόσμο. Η Κάλλας, ωστόσο, του δόθηκε ολοκληρωτικά και ως το θάνατο, όπως οι ηρωίδες της όπερας. Μόνο που, στον πραγματικό κόσμο, ο πόνος είναι αβάσταχτος και διαρκεί πολύ περισσότερο από μία παράσταση.
Μετά το διαζύγιό της και ενώ περιμένει να της κάνει ο Ωνάσης την πολυπόθητη πρόταση γάμου, εκείνος έχει αρχίσει να ερωτοτροπεί με την πέραν του Ατλαντικού διασημότερη χήρα του κόσμου. Ο γάμος του με τη Τζάκι, το 1968, θα βυθίσει την Μαρία σε κατάθλιψη. Και δεν είναι το μόνο πρόβλημα πλέον. Γιατί ήδη ξέρει ότι η φωνή της έχει υποστεί κάμψη είτε, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, εξ αιτίας της διαρκούς και εξαντλητικής δίαιτας, προκειμένου να διατηρείται λεπτή, είτε γιατί η ίδια, με τις εξαντλητικές πρόβες και τις φωνητικές ακρότητες, είχε προκαλέσει μία κόπωση των φωνητικών χορδών της.
Μαρία Κάλλας και Αριστοτέλης Ωνάσης
Ένα άδικο τέλος
Στις 25 Μαΐου του 1970, ο κόσμος μαθαίνει ότι η Μαρία Κάλλας έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο, γιατί έχει επιχειρήσει να αυτοκτονήσει με βαρβιτουρικά. Μερικά χρόνια μετά, όμως, θα εμφανισθεί και πάλι στη σκηνή, κλείνοντας οριστικά πλέον την καριέρα της. Οι τελευταίες εμφανίσεις της ήταν η μία τον Δεκέμβρη του 1973 στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή δέκα φορές και η δεύτερη στις 11 Δεκεμβρίου του 1974, στο Σαππόρο της Ιαπωνίας.
Μαρία Κάλλας και Αριστοτέλης Ωνάσης
Έκτοτε, κλείνεται οριστικά στο σπίτι της, εγκαταλείπει τον εαυτό της και -τι περίεργο- εκείνος που την επισκέπτεται από καιρού εις καιρόν είναι ο Ωνάσης. Θα πεθάνει πρώτα από εκείνη, το 1975, ενώ ο δικός της, ξαφνικός θάνατος, σε ηλικία μόλις 53 ετών, θα θεωρηθεί ότι οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Θα υπάρξουν πάλι κάποιοι, ωστόσο, που θα μιλήσουν για αυτοκτονία, ενώ σκότος περιβάλλει την γέννηση ενός νεκρού αγοριού της Κάλλας και του Ωνάση το 1960.
Σύμφωνα με τον Τύπο εκείνης της εποχής, το βρέφος δηλώθηκε με το όνομα Όμηρος και τάφηκε στο νεκροταφείο Μπρέσο στο Μιλάνο, ενώ άλλη θεωρία θέλει την Κάλλας να είχε υποβληθεί σε άμβλωση, ύστερα από επιμονή του Ωνάση. «Πάντοτε αγωνίστηκα για να ζήσω σαν μια κανονική ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά είχα την ατυχία να περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους που έκαναν τα πάντα για να με εμποδίσουν», είχε πει η Μαρία Κάλλας, που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της με μελέτη, αφοσίωση και στρατιωτική πειθαρχία, στερούμενη πολλά, αλλά και απολαμβάνοντας τους καρπούς των κόπων της, μέσα από την αγάπη του κόσμου, το χειροκρότημα και τη δόξα.
Διαβάστε επίσης:
Η πρώτη οπερατική ελεγεία της Μαρίνας Αμπράμοβιτς για την Μαρία Κάλας
Οι νότες της Μαρία Κάλλας – Παρτιτούρες με σημειώσεις της σε δημοπρασία
Μικροί θησαυροί, μεγάλα ονόματα: Αναμνηστικά του Hollywood σε δημοπρασία
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση