Στις 4 Ιουνίου 1963, λιγότερο από έναν χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου Silent Spring (Σιωπηλή Άνοιξη), η συγγραφέας του, Ρέιτσελ Κάρσον, κατέθεσε ενώπιον Γερουσιαστή ενάντια της χρήση εντομοκτόνων. Ήταν 56 ετών και πέθαινε από καρκίνο του μαστού, κάτι που ελάχιστοι γνώριζαν. Είχε κάνει μαστεκτομή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Παρά την αδυναμία της, εμφανίστηκε στο Δικαστήριο. Για να κρύψει την αραίωση στα μαλλιά της, είχε φορέσει καστανή περούκα.
«Στην ιστορία της ανθρωπότητας, κάθε τόσο εμφανίζεται ένα βιβλίο που αλλάζει τον κόσμο», είχε πει ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής Έρνεστ Γκρούνινγκ.
Πράγματι, το έργο που κυκλοφόρησε σχεδόν εξήντα χρόνια πριν, έκανε ακριβώς αυτό – ακόμη κι αν η Κάρσον δεν περίμενε ποτέ πως θα επηρέαζε τόσο κόσμο. Επηρέασε το οικολογικό κίνημα όσο καμία, καθώς παρουσίασε μία φύση τόσο κατεστραμμένη από τη χρήση εντομοκτόνων τα οποία, όταν εισέρχονταν στη βιόσφαιρα, σκότωναν μεν τα έντομα αλλά απειλούσαν τα πτηνά, τα ψάρια, ακόμη και τα παιδιά. Η Κάρσον δεν έκανε καμία καινούργια ανακάλυψη, τα περισσότερα επιστημονικά δεδομένα ήταν ήδη γνωστά. Έγινε, όμως, ο πρώτος άνθρωπος που τα συγκέντρωσε. Έτσι λοιπόν, ξεκίνησε μία επανάσταση.
Η Σιωπηλή Άνοιξη πούλησε 2 εκατομμύρια αντίτυπα κι έκανε τον κόσμο να αναρωτηθεί μήπως ο ίδιος ο άνθρωπος δηλητηριάζει τη φύση. «Οι απρόσεκτες και καταστροφικές πράξεις μας δημιουργούν φαύλους κύκλους στη Γη και, εν καιρώ, θα επιστρέψουν καταστρέφοντας εμάς τους ίδιους», είπε η Ρέιτσελ στο δικαστήριο. Παρουσίασε την επίδραση της ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση και κατάφερε να φέρει στο επίκεντρο τη σύγχρονη οικολογία.
Και παρότι σήμερα ο πλανήτης εκπέμπει SOS, καθώς βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη του ’60, κανένας άλλος δεν κατάφερε να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη όπως η Ρέιτσελ Κάρσον.
«Ο κόσμος νομίζει ότι εμφανίστηκε από το πουθενά για να διαδώσει το Ευαγγέλιο της Σιωπηλής Άνοιξης, όμως είχε ήδη εκδώσει τρία σημαντικά best sellers για τη θάλασσα», έχει πει για εκείνη ο περιβαλλοντολόγος Μπιλ Μακίμπεν. «Ήταν ο Ζακ Κουστώ πριν το Ζακ Κουστώ».
Η θάλασσα της άρεσε πολύ. Γεννήθηκε το 1907 περίπου 20 χιλιόμετρα μακριά από τον ποταμό Αλεγκένι του Πίτσμπεργκ, στην κωμόπολη Σπρίνγκνεηλ. Από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της μπορούσε να δει τις καμινάδες του εργοστασίου της American Glue, στο οποίο λειτουργούσε σφαγείο αλόγων που, έπειτα από επεξεργασία, χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή κόλλας. Η βιομηχανική αυτή μονάδα απείχε περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από το σπίτι της, ενώ όταν περνούσε απ’ έξω κοιτούσε με λύπη την ουρά των ανυποψίαστων ζώων που περίμεναν υπομονετικά το θάνατό τους. Η μυρωδιά των παρασιτοκτόνων και της κοπριάς ήταν τόσο έντονη που οι 1.200 κάτοικοι της περιοχής δεν άντεχαν να κάθονται στα μπαλκόνια τους.
Ο πατέρας της Ρέιτσελ, Ρόμπερτ Κάρσον, ήταν τεμπέλης και κάθε του επαγγελματική κίνηση αποτύγχανε, επειδή γρήγορα εγκατέλειπε την προσπάθεια. Η μεγαλύτερη αδελφή της, Μάριαν, εργαζόταν στην πόλη και η μητέρα της, Μαρία, είχε εναποθέσει στη μικρότερη της οικογένειας τις ελπίδες της. Ήλπιζε πως η Ρέιτσελ θα μορφωνόταν και, κάποια στιγμή, θα άφηνε για πάντα πίσω της το Σπρίνγκντεηλ. Έτσι και έγινε.
Η Κάρσον κέρδισε υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Θηλέων της Πενσιλβάνια. Όταν αποφοίτησε, μετακόμισε στη Βαλτιμόρη όπου ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins και, τελικά, έκανε το μεταπτυχιακό της. Σταμάτησε να σπουδάζει για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της, όμως, καθώς η Μεγάλη Κατάθλιψη της είχε χτυπήσει την πόρτα και η ανάγκη για χρήματα ήταν επιτακτική.
Η Ρέιτσελ ξεκίνησε να γράφει στην επιστημονική στήλη της εφημερίδας Fish and Wildlife. Ήθελε πολύ να γίνει συγγραφέας, οπότε έγινε ένα είδος freelancer της εποχής γράφοντας ανεξάρτητα και για τις The Atlantic και Reader’s Digest. Αντλώντας έμπνευση από την αγάπη της για τη θάλασσα, τα θέματά της κάλυπταν ένα τεράστιο εύρος από τους παραθαλάσσιους προορισμούς για καλοκαιρινές διακοπές, μέχρι τον κύκλο της ζωής των διάφορων πλασμάτων της θάλασσας. Πίστευε ότι όσο οι αναγνώστες μορφώνονταν για τους ωκεανούς, τόσο θα προσπαθούσαν να τους προστατεύσουν. Έχοντας αυτό στο μυαλό, έγραψε τα best sellers The Sea Around Us, The Edge of the Sea και Under the Sea Wind. Με απλά λόγια και κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα, εξέφρασε ιδιαίτερες απόψεις της.
Ποτέ δεν αντιμετώπισε τον εαυτό της σαν ερευνήτρια, αλλά ως συγγραφέα. Ήταν ήδη καταξιωμένη, άλλωστε, έχοντας λάβει το National Book Award. Όταν, πια, «γέννησε» τη Σιωπηλή Άνοιξη – ή, όπως προτιμούσε να το αποκαλεί, «βιβλίο δηλητήριο» – ήταν έτοιμη να τα βάλει με όλους. Μία γυναίκα, αντιμέτωπη με τις μεγαλύτερες βιομηχανικές δυνάμεις του κόσμου. Προσπάθησε να πείσει κι άλλους συναδέλφους της να την ακολουθήσουν. Το έκανε μόνο η E. Μ. Γουάιτ, από τους New York Times.
Η Κάρσον, γράφοντας το «βιβλίο δηλητήριο» γνώριζε πολύ καλά το κοινό στο οποίο ήθελε να στοχεύσει. Απευθυνόταν, κυρίως, στη μέση νοικοκυρά, στην οποία βασιζόταν για τη διάδοση των πληροφοριών που αποκάλυπτε. Τελικά, το Silent Spring έγινε η Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά για το περιβάλλον. Δεν ήταν μία απλή μελέτη για την επίδραση των εντομοκτόνων. Ήταν ένα μεγάλο «κατηγορώ».
Κατά την άποψη της Κάρσον, η τεχνολογική εξέλιξη εύκολα θα μπορούσε να ταράξει τη φύση. Έγινε ο πρώτος άνθρωπος που εξέφρασε αυτό που άλλοι είχαν αρχίσει μόλις να σκέφτονται.
«Κανείς», είπε στους New York Times ο ωκεανογράφος Καρλ Σαφίνα, «δεν είχε ποτέ σκεφτεί πως θα μπορούσε ποτέ ο άνθρωπος να δημιουργήσει κάτι τόσο μεγάλο, που θα έβλαπτε το περιβάλλον και θα επέστρεφε για να βλάψει το ίδιο του το σώμα».
Παρότι είχε ταχθεί ενάντια σε κάθε είδος ζιζανιοκτόνου, επικεντρώθηκε κυρίως στο DDT. Ήταν ένα είδος χημικού που ψεκαζόταν στις ΗΠΑ για την εξόντωση των κουνουπιών. Δημιουργήθηκε το 1884, όμως δεν είχε χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό μέχρι το 1939 από τον Πολ Χέρμαν Μίλερ. Κατά τη διάρκεια το Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες σαν πούδρα προκειμένου να μην κολλήσουν ψύλλους και ψείρες. Η Κάρσον, υποστήριξε ότι η ουσία αυτή συνέχισε να χρησιμοποιείται όχι εξαιτίας της αποτελεσματικότητάς της, αλλά επειδή συνέφερε. Όταν ο Πόλεμος τελείωσε και ο στρατός δεν το είχε πια ανάγκη, έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος να αξιοποιηθεί.
Την εποχή που εκδόθηκε το βιβλίο, η προσοχή του κόσμου ήταν στραμμένη στη ραδιενέργεια. Εκεί ακριβώς βασίστηκε κι η Ρέιτσελ για να περάσει το μήνυμά της. «Πώς, λοιπόν, μπορούμε να αδιαφορούμε για το ίδιο αποτέλεσμα που προκαλούν τα χημικά που εμείς ρίχνουμε ανελέητα στο περιβάλλον;» έλεγε στις ομιλίες της.
Προκαλούσε με τα λόγια της, προκαλούσε και με τα γραπτά της. Ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, να υπάρξουν αντιδράσεις. Αυτό που δεν περίμενε κανείς, ήταν οι προσωπικές επιθέσεις που θα της γίνονταν. Την κατηγόρησαν πως είναι κομμουνίστρια, την αποκάλεσαν «γεροντοκόρη με πολλές γάτες», απείλησαν τόσο την ίδια, όσο και τον εκδοτικό της οίκο. Εκείνη, όμως, είχε δυνατούς συμμάχους πλάι της – ανάμεσά τους κι ο Πρόεδρος Τζον Φ. Κέννεντι, ο οποίος συγκάλεσε ολόκληρη επιτροπή για να ερευνήσει το ζήτημα των τοξικών εκείνων ουσιών.
Η Ρέιτσελ Κάρσον έφυγε από τη ζωή το 1964. Ο καρκίνος, τελικά, τη νίκησε. Ήταν, όμως, μία από τις πρώτες ακτιβίστριες για το περιβάλλον, με το έργο της να αναγνωρίζεται καθημερινά. Οχτώ χρόνια μετά το θάνατό της, η οικιακή χρήση DDT απαγορεύθηκε. Από το 2009, μόνο η Ινδία το παράγει. Η Κίνα, σταμάτησε πίσω στο 2007.
Διαβάστε επίσης:
Γκιταντζάλι Ράο: Η 15χρονη επιστήμονας είναι το «Παιδί της Χρονιάς» στο εξώφυλλο του ΤΙΜΕ
Rosalind Franklin: Μία από τις πιο αδικημένες γυναίκες της επιστήμης
Clémence Royer: Η ιστορία της τελευταίας γυναίκας που ήξερε τα πάντα
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση