Η πολύπειρη διευθύντρια της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Μαρία Γεωργοπούλου άνοιξε τις πύλες στα άδυτα των θησαυρών της με αφορμή την έκθεση Ίων Δραγούμης: Στο Μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης αλλά και την επικείμενη επέτειο του 1821. Ενώ ο Μπόρχες είχε συλλάβει μία βιβλιοθήκη Βαβέλ με όλα τα βιβλία της ανθρωπότητας που γράφτηκαν ποτέ και όσα πρόκειται να γραφτούν, ο βιβλιόφιλος Ιωάννης Γεννάδιος οραματίστηκε μία στέγη για τη δική του ανεκτίμητη συλλογή, που είχε όμως ειδικό ενδιαφέρον: Από την αρχή του Χριστιανισμού ως τις μέρες του, με κέντρο βάρος την εθνική επέτειο που πλησιάζει.
Η έκθεση πραγματοποιείται με έναυσμα τα εκατό χρόνια που συμπληρώνονται φέτος από τη δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη στην Πτέρυγα Ι. Μακρυγιάννης, με την επιμέλεια της υπεύθυνης των αρχείων της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Ναταλίας Βογκέικωφ. Θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά υλικό από το προσωπικό του αρχείο: πρωτόφαντα τεκμήρια από την παιδική του ηλικία, την κρίσιμη δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα, τις διαχρονικές ιδέες του περί κοινοτισμού και Ανατολικής Ομοσπονδίας, την αντιπαράθεσή του στη Μεγάλη Ιδέα του statesman Ελευθέριου Βενιζέλου, την εν ψυχρώ δολοφονία του, αλλά και τη συνολική αποτίμηση του Δραγούμη στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Η περιπέτεια της συλλογής βιβλίων
H Γεννάδειος Βιβλιοθήκη αποτελεί τμήμα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα η οποία ιδρύθηκε το 1881 από Αμερικανούς φιλολόγους και αρχαιολόγους που επιθυμούσαν πρόσβαση στην Ελλάδα.
Ο πατέρας του Ιωάννη Γενναδίου ήταν ο δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος από τα Δολιανά της Ηπείρου. Διακρίθηκε ως ο πρώτος γυμνασιάρχης στο πρώτο γυμνάσιο στην Αίγινα και ύστερα στο πρώτο γυμνάσιο στην Αθήνα, στην Πλάκα. ‘Ενας άνθρωπος όχι εύπορος αλλά εξόχως ευπατρίδης και διαβασμένος. Συνεργάστηκε με τον Καποδίστρια και αργότερα τον Όθωνα ως άτυπος υπουργός πολιτισμού, που τότε κανονικά δεν προβλεπόταν. Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Εθνικής βιβλιοθήκης, της Φιλεκπαιδευτικής εταιρείας, του Νομισματικού μουσείου... Πέθανε το 1854 από πανούκλα όταν ο Ιωάννης ήταν δέκα ετών.
Η μαμά Γενναδίου καταγόταν από το γένος των Μπενιζέλων -από τις πιο αρχοντικές, βυζαντινές οικογένειες της Αθήνας με την οποία συνδέεται η Αγία Φιλοθέη (η Ρεβούλα ή Φιλοθέη Μπενιζέλου αφιερώθηκε στο μοναχισμό αναπτύσσοντας έντονη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα στο τέλος του οποίου, μετά θάνατον, αγιοποιήθηκε).
Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1844. Όταν έφτασε στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1860 είχε ήδη χάσει τον πατέρα του. Ούτε ο ίδιος απέκτησε πλούτη ή παιδιά. Αλλά είχε πάθος με τα βιβλία. Και βρέθηκε στο Λονδίνο σε μια εποχή όπου μπορούσε να τα αγοράσει.
Η περιπέτεια της συλλογής του ξεκίνησε το 1870 όταν άρχισε να συγκεντρώνει βιβλία με θέμα τη συνέχεια του Ελληνισμού από το τέλος της αρχαιότητας μέχρι τις μέρες του. Και αυτό διότι εκείνη την εποχή στην Αγγλία όλοι γνώριζαν την Αρχαία Ελλάδα αλλά όχι τη νεότερη -αντικείμενο εντούτοις που τον άγγιζε ιδιαίτερα αφού ο ίδιος τότε είχε γεννηθεί. Επειδή εργαζόταν ως διπλωμάτης και πρέσβης της Ελλάδας στην Αγγλία τον ενδιέφερε διακαώς το πώς ερμήνευαν οι ξένοι περιηγητές και διπλωμάτες την Ελλάδα. Προσπάθησε να αποδείξει ότι το ελληνικό πνεύμα δεν σταμάτησε στην αρχαιότητα. Έτσι, ο μεγάλος όγκος βιβλίων που συγκέντρωσε σχετίζονται με το Βυζάντιο, την Οθωμανική αυτοκρατορία, με το πώς μετέφρασε η Αναγέννηση την ελληνική κουλτούρα, τα ελληνικά γράμματα και τους κλασικούς συγγραφείς. Επίσης τον απασχόλησε η ιστορία της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας ως θεσμός. Η ιδέα της Ελλάδας και του Ελληνισμού δεν περιοριζόταν στα στενά όρια του ελληνικού κράτους, δεν έφτανε μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Απλωνόταν στον Καύκασο, στη Μόσχα, στη Βόρειο Αφρική, στην Ιταλία. Οπότε ουσιαστικά η συλλογή κάλυπτε την ιστορία του Ελληνισμού από το 300 μ. Χ. περίπου και την αρχή του Χριστιανισμού μέχρι τις μέρες του.
Ορισμένα από τα βιβλία που αγόρασε υπήρξαν εξαιρετικά σπάνια, πολύ ακριβά. Το ακριβότερο από το βιβλία που αγόρασε, η πρώτη τυπωμένη έκδοση του Ομήρου από τυπογραφείο στη Φλωρεντία το 1488 για την οποία έδωσε, το 1914, 425 λίρες Αγγλίας -«ένα ποσό με το οποίο μπορούσες τότε να αγοράσεις σπίτι στο Λονδίνο. Και ένα σωρό άλλα πράγματα τα οποία τώρα είναι ανεκτίμητα και δεν μπορείς να τα βρεις πλέον σε δημοπρασία. Και άλλα πολλά για τα οποία έδωσε τότε πολύ λιγότερα χρήματα, 1,5 λίρα ας πούμε», διευκρινίζει η διευθύντρια.
«Πάντοτε συμβαίνει αυτό με τις συλλογές: –έχεις κάτι το οποίο ψάχνεις συστηματικά που δεν είναι σημαντικό για άλλους. Έχουμε για παράδειγμα 3000 ιστορικούς χάρτες της Μεσογείου, του ελληνικού χώρου και της Οθωμανικής και βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τέτοιοι ιστορικοί χάρτες είναι πια απλησίαστοι. Ούτε τότε ήταν φτηνοί αλλά τώρα απλά δεν μπορείς να αγοράσεις χάρτες. Τους θέλουν όλοι», συμπληρώνει η ίδια.
Έτσι η σημασία του πρώτου πυρήνα της συλλογής έγκειται καταρχήν στο εύρος της. Κατά δεύτερον, ακριβώς επειδή παρουσιάζει τόσο συγκεκριμένο, ειδικό ενδιαφέρον, εμβαθύνει πάρα πολύ σε αυτό, πάει σε μεγάλο βάθος.
Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών
Ο Γεννάδειος αποφάσισε να δωρίσει τη συλλογή του στην Αμερικανική σχολή το 1922 και αυτό διότι οι Αμερικάνοι υποσχέθηκαν ότι θα έβρισκαν τα χρήματα ώστε να χτίσουν ξεχωριστό κτίριο για να τη στεγάσουν.
Το κτήμα παραχωρήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, όπως ο χώρος που είχε δοθεί και για την Αμερικανική Σχολή που βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Το κτίριο χτίστηκε με δωρεά ύψους 275.000 δολαρίων από το Ίδρυμα Κάρνεγκι που στήριζε τότε κοινωφελείς δράσεις στο χώρο του πολιτισμού. Αρχιτέκτονες του έργου ορίστηκαν οι Αμερικανοί Βαν Πελτ και Τόμσον (ο οποίος αργότερα έχτισε διάφορα κτίρια στην Ελλάδα). Δημιούργησαν ένα κτίριο μεγαλειώδες, στο ύφος του νεοκλασσικισμού, με τα περίφημα μάρμαρα Πάρου και Νάξου. Άνοιξε της πύλες της το 1926.
«Είμαστε η μόνη βιβλιοθήκη Κάρνεγκι της ηπειρωτικής Ευρώπης», επισημαίνει η διευθύντρια με περηφάνια. «‘Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ερχόντουσαν μόνο δυο τρεις άνθρωποι τη μέρα διότι αυτό το σημείο ήταν τότε μακριά για τους Αθηναίους, η άκρη της γης», εξηγεί η διευθύντρια. «Μετά το 1930 άρχισε να διαμορφώνεται διαφορετικά η Αθήνα και μεταπολεμικά άλλαξε τελείως η επισκεψιμότητα της Βιβλιοθήκης».
Εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα δεν φημιζόταν για την παράδοσή της στις βιβλιοθήκες. Όταν ο ίδιος ο Γεννάδειος παραχώρησε τρεις χιλιάδες γκραβούρες στην Εθνική Βιβλιοθήκη εκείνες… χάθηκαν με τρόπο ανεξήγητο για να ξαναβρεθούν ξαφνικά εκατό χρόνια αργότερα.
Η σχολαστικότητα του Γεννάδειου αποδεικνύεται και από τη ρήτρα που έθεσε να μην αποχωρεί ποτέ βιβλίο από τη Βιβλιοθήκη του, πράγμα που ισχύει ακόμη και σήμερα. «Σε μία Βιβλιοθήκη αν δεν μπορείς να βρεις ένα βιβλίο, όταν αυτό δεν βρίσκεται στη θέση του, είναι το ίδιο σαν να το έχεις χάσει, σαν να το έχουν κλέψει, ακόμη και αν δεν πρόκειται για κλοπή. Από το 1926 λοιπόν υπάρχει πάντα ένα βιβλιοθηκάριος ο οποίος φροντίζει να είναι τακτοποιημένη η Βιβλιοθήκη. Βιβλιοθηκονομία σημαίνει τάξη, οργάνωση», εξηγεί η Μαρία Γεωργοπούλου.
Η Αμερικανική Σχολή όχι μόνο δεν άφησε αυτό το ιστορικό αποθησαύρισμα να ξεχαστεί ως άνευρο μουσείο, αλλά αποφάσισε επιπλέον να εμπλουτίσει και τον τρόπο της επιστημονικής της θεώρησης. Ενώ μέχρι τότε ήταν ακριβώς μία σχολή κλασικών σπουδών, αποφάσισε τότε να διευρύνει το πλαίσιο μελέτης της από το Βυζάντιο ως τη νεότερη Ελλάδα. Υπήρχαν τότε πολύ λίγες βυζαντινές έδρες στον κόσμο ενώ κλάδος των νέων ελληνικών δεν είχε θεσπιστεί ούτε στα καθ’ ημάς ακόμη.
Μέσα στη Γεννάδειο στεγάζεται πάντα και το τμήμα αρχείων της Σχολής όπου φυλάσσονται ανεκτίμητα αρχεία τα οποία δωρήθηκαν στη Σχολή τα τελευταία πενήντα χρόνια όπως των Ελύτη, Σεφέρη, Αλή Πασά, Κωνσταντίνου Τσάτσου, Δημήτρη Μητρόπουλου, Σλίμαν και Δραγούμη μεταξύ άλλων.
Η αρχική συλλογή σταδιακά εμπλουτίστηκε. Από τους 25.000 έφτασε πλέον να φιλοξενεί 145.000 τίτλους. Το ιδρυτικός πυρήνας της Βιβλιοθήκης ακολουθεί την ιδιότυπη αρίθμηση του Γεννάδειου ενώ οι χιλιάδες τόμοι της νεοαποκτηθείσας συλλογής ακολουθούν πλέον το σύστημα της Βιβλιοθήκης του Κονγκρέσου: μόλις αγοράζεται ένας τίτλος παίρνει αυτομάτως ταξιθετικό αριθμό μειώνοντας σημαντικά το χρόνο που απαιτείται για να φτάσει ένα βιβλίο στο ράφι από τη στιγμή της αγοράς του. Η μετατροπή αυτή πραγματοποιήθηκε το 2017 με δωρεά των Ιδρυμάτων Νιάρχος, Μέλλον και Γκόλντσμιθ ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Έκτοτε υπάρχουν επίσης συστήματα ασφάλειας και πυρασφάλειας με εναέριο μηχανισμό που ρουφάει το οξυγόνο -ώστε να μην βραχούν τα βιβλία, πράγμα που ισούται με καταστροφή σχεδόν παρόμοια με της φωτιάς. Δίνει και κάποιο χρόνο στον επισκέπτη να ανοίξει την πόρτα και να φύγει…
Οι νέες αγορές πραγματοποιούνται μέσω του διαπιστεύματος της Σχολής που εδράζει στην Αμερικής -επειδή βρίσκεται στο χρηματιστήριο επηρεάζεται πάντα από τον κύκλο της αμερικανικής οικονομίας αλλά παράλληλα προσφέρει εγγυήσεις «ότι μέχρι τώρα δεν έχουμε κάνει μεγάλη βουτιά». Η έδρα βρίσκεται στο Princeton ενώ το ΔΣ και οι επίτροποι της Γενναδείου καθοδηγούν τη διεύθυνση και εγκρίνουν (ή όχι) τις προτάσεις της διευθύντριας.
«Παρόλο που μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαλέξω κάτι μέσα από τις τόσες πολλές ξεχωριστές συλλογές της Γενναδείου, όπου σημειωτέον έκανα έρευνα για τη διατριβή μου πάνω στο Βενετσιάνικο Ηράκλειο, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα από τα θαυμάσια λευκώματα ενδυμασιών του 16ου αιώνα που έχουμε μάλιστα ψηφιοποιήσει και είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα της Γενναδείου. Το χειρόγραφο αγοράστηκε από τον Ιωάννη Γεννάδιο σε δημοπρασία το 1881. Περιέχει τοπικές ενδυμασίες από την Κωνσταντινούπολη και το φιλοτέχνησε το 1574 ο Φλαμανδός ζωγράφος Lambert de Vos για την πρεσβεία των Αψβούργων. Στα πρώτα 50 φύλλα απεικονίζεται πομπή 95 ανδρών, συμπεριλαμβανομένου του Σουλτάνου, ενώ οι υπόλοιπες 60 εικόνες δείχνουν την αστική ζωή στην Κωνσταντινούπολη, μια σειρά γυναικών και φιγούρες από τις οθωμανικές επαρχίες εστιάζοντας στους μη μουσουλμάνους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει η απεικόνιση μιας Ορθόδοξης λιτανείας που δείχνει με λεπτομέρεια πρακτικές αιώνων. Η πλούσια συλλογή λευκωμάτων με κουστούμια στη Γεννάδειο, εκτός του ότι συχνά περιέχει όμορφες και άρτια ζωγραφισμένες παραστάσεις, αποτελεί εξαίρετη πηγή για τα έθιμα, τις καθημερινές ασχολίες και, γενικά, την κοινωνική ζωή στην Οθωμανική αυτοκρατορία συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας από την εποχή της Τουρκοκρατίας και αργότερα. Τα λευκώματα με ενδυμασίες είχαν τεράστια επιτυχία τον 16ο αιώνα καθώς εξοικείωναν τους Ευρωπαίους με τα εξωτικά ήθη και έθιμα των Τούρκων».
Το κοινό της Γενναδείου Βιβλιοθήκης παραμένει ερευνητικό. Διαβάζονται περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες βιβλία κάθε χρόνο ενώ φιλοξενούνται κατά μέσο όρο επτά χιλιάδες αναγνώστες. Η Βιβλιοθήκη έχει χώρο για να φιλοξενήσει νέα βιβλία μέχρι το 2037. Πολύς χώρος κερδίζεται ήδη με τα κινητά βιβλιοστάσια.
Άνοιγμα προς τα έξω με τους μεγάλους ευεργέτες
«Προσπαθούμε με εκθέσεις, διαλέξεις, εκπαιδευτικά προγράμματα και συνέδρια, να ανοιχτούμε προς τα έξω», διευκρινίζει η νυν διευθύντρια Μαρία Γεωργοπούλου.
Για παράδειγμα, η έκθεση A thousand doors του Οργανισμού NEON σε συνεργασία με τη Whitechapel Gallery που πραγματοποιήθηκε το 2014 έφερε στη Γεννάδειο δώδεκα χιλιάδες επισκέπτες για τους δύο μήνες δράσης της.
Μεγάλο μέρος της εξέλιξης της Βιβλιοθήκης σχετίζεται (κατά την αμερικανική παράδοση) με δωρεές. Επί διευθύνσεως Γεωργοπούλου υλοποιήθηκαν δύο σημαντικές επεκτάσεις στον βασικό κορμό της: Το 2018 εγκαινιάστηκε η αίθουσα Ι. Μακρυγιάννη, μουσείο και εκθεσιακός χώρος της Βιβλιοθήκης με κατάλληλες κλιματικές συνθήκες, όπου θα φιλοξενηθεί και η έκθεση Δραγούμη. Το 2005, το αμφιθέατρο Cotsen Hall.
Ο βαθύπλουτος Λόιντ Κότσεν «ήταν φύλακας άγγελος της Γενναδείου. Ήταν πρόεδρος της Neutrogena στην Αμερική, άνθρωπος με τεράστια οικονομική επιφάνεια και αρχιτέκτων, που είχε έρθει στην Τζιά στα νιάτα του για ανασκαφές με την Αμερικανική Σχολή και αγάπησε την Ελλάδα με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Του άρεσε να τρώει χταποδάκι και να πίνει ούζο. Και το 1995 ως ένας από τους Επιτρόπους της Σχολής αποφάσισε να επενδύσει ώστε η Γεννάδειος να κάνει το δικό της άνοιγμα και να βρει πόρους μόνη της γιατί είχε άλλο προφίλ από τη Σχολή, που επικεντρωνόταν στις ανασκαφές. Όλα αυτά έγιναν τα τελευταία είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια με δική του πρωτοβουλία και εν πολλοίς τη δική του τσέπη στην αρχή». Απόφοιτος του Princeston και ο ίδιος δημιούργησε στο κορυφαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο την Παιδική Βιβλιοθήκη Κότσεν η οποία στεγάζει την τεράστια ομώνυμη συλλογή παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας. Το Αμφιθέατρο Κότσεν στηρίχτηκε σε σχέδια του Βικέλλα ενώ στο εσωτερικό του κτιρίου υπάρχει επιτοίχια εγκατάσταση του Γιάννη Κουνέλη.
Το Μουσείο της πτέρυγας Μακρυγιάννη πραγματοποιήθηκε με ΕΣΠΑ και την υποστήριξη πολλών ιδιωτών δωρητών. Ο πιο μεγάλος εξ αυτών, ο ελληνοαμερικανός Ντίνο Μακρυκώστας που κατοικεί στο Κονέκτικατ, αποφάσισε να του χαρίσει το όνομα του Μακρυγιάννη καθώς η μητέρα του καταγόταν από το ίδιο χωριό με τον Αγωνιστή του ’21. Ο Ντίνο Μακρυκώστας παραμένει εκτελεστικός πρόεδρος της εταιρείας Photronics, παγκόσμιου ηγέτη στην τεχνολογία δικτύων. Ο ίδιος έλαβε την εκπαίδευση και τις ευκαιρίες που δεν μπόρεσαν να έχουν ποτέ οι γονείς του πράγμα που τον ώθησε στην υποστήριξη πολλών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Το 1821 και η επέτειος που πλησιάζει αποτελούσε για τον Γεννάδειο κάτι περισσότερο από ορόσημο. Στη Βιβλιοθήκη βρίσκει κανείς καταπληκτικά πράγματα για τον Βύρωνα, τον Κοραή, τον Μακρυγιάννη, «αυτοί ήταν οι ήρωές του», επισημαίνει χαρακτηριστικά η Μαρία Γεωργοπούλου.
Αφού έγραψε τα απομνημονεύματά του το 1836 ο Μακρυγιάννης αποφάσισε και να τα εικονογραφήσει ώστε να καταστήσει τη μελέτη τους πιο εύληπτη στους μαθητές. Ζήτησε από τον Παναγιώτη Ζωγράφο να του πραγματοποιήσει τη ζωγραφική απόδοση των μαχών. Πρόκειται για είκοσι τέσσερις πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν πρώτα σε ξύλο. Οχτώ από αυτούς υπάρχουν στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αργότερα ο Ζωγράφος δημιούργησε τέσσερις κόπιες σε χαρτί για να τις δώσει σε βασιλείς: στον Όθωνα, στον τσάρο της Ρωσίας, στη βασίλισσα της Αγγλίας Βικτώρια και στον γάλλο βασιλιά. «Και υπάρχουν δύο τέτοιες σειρές. Αυτή που έχουμε εμείς και αυτή που έχει η βασίλισσα στο κάστρο του Ουίνδσορ».
Εκθέσεις και εξωστρέφεια
Οπότε καιρού και κορονοϊού επιτρέποντος, η Βιβλιοθήκη βρίσκεται σε αναβρασμό σχεδιασμού για τη νέα χρονιά: «Έχουμε υποβάλει αίτηση για ένα μεγαλεπήβολο πρότζεκτ, τη συλλογική ανάγνωση των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη –όπως γίνεται και με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, όπου έχεις περίπου διακόσιους ανθρώπους να διαβάζουν από πέντε λεπτά ο καθένας ζωντανά και για πολλές ώρες. Σαν περφόρμανς με λίγη μουσική και κέρασμα», διευκρινίζει η διευθύντρια Μαρία Γεωργοπούλου.
Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι επί της διευθύνσεώς της, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη γνωρίζει άνθιση και απολαμβάνει ιδιαίτερη αίγλη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ελπίζει ότι θα καταφέρει να οργανώσει αφιέρωμα για τον αμερικανικό φιλελληνισμό που θα κινηθεί πάνω σε τρεις άξονες: τους φιλέλληνες που ήρθαν στην Ελλάδα την εποχή της Επανάστασης, τη δράση των αμερικανών ιεραποστόλων στην Ελλάδα (με έμφαση τη Σχολή Χιλλ που διατηρεί ενδιαφέρον αρχείο) και την επίδραση της Επανάστασης στους σκλάβους της Αμερικής και τους abolitioniosts, τους υπέρμαχους της χειραφέτησης. «Έχουμε επαφές με το ΥΠΕΞ και την Αμερικανική πρεσβεία, το Εθνικό ιστορικό μουσείο μεταξύ άλλων». Εντούτοις, παραδέχεται, «αυτή τη σχολική χρονιά είμαστε αρκετά κουμπωμένοι».
Η Μαρία Γεωργοπούλου βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη από το 2004 και βέβαια ανάμεσα στους κήπους της (τους οποίους έχει εν μέρει επιμεληθεί ο Θωμάς Δοξιάδης, δίνοντάς τους χρώμα ελληνικό) φιλοξενείται και το κτίριο της οικίας του διευθυντή. Ωστόσο για την ίδια, «αγαπημένη μου γωνιά στη Βιβλιοθήκη είναι αναμφίβολα η Αίθουσα Σταθάτου» στην οποία εισέρχεται κανείς από το Μουσείο. «Η Ελένη Σταθάτου σχεδίασε αυτό το μικρό σαλόνι τη δεκαετία του 1920 με παλαιά περίτεχνα ξυλόγλυπτα από μια εκκλησία στην Άρτα που επρόκειτο να κατεδαφιστεί. Πρόσθεσε ένα τζάκι με γαλάζια κεραμικά πλακάκια τύπου Ιζνίκ, επτά καταπληκτικές μεταβυζαντινές εικόνες από τα Ιόνια νησιά καθώς και κεραμικά από τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο. Η Ελένη Σταθάτου δώρισε την αίθουσα στη Γεννάδειο το 1969 όπου και στήθηκε ακριβώς όπως ήταν στην οικία Σταθάτου στην οδό Ηρόδοτου 22 στο Κολωνάκι. Ο χώρος αποπνέει ακόμη την ατμόσφαιρα της εποχής μέσα από την προσωπική σφραγίδα της δωρήτριας. Για μένα, ως ιστορικό τέχνης με ειδίκευση στο Βυζάντιο, η ανθρώπινη κλίμακα του χώρου και κάθε τι μέσα στο σαλόνι με γοητεύει γιατί αναδεικνύει τον κοσμοπολίτικο κόσμο της καθημερινότητας μιας αστικής κατοικίας του μεσοπολέμου αλλά και το όμορφο πάντρεμα παραδοσιακών τεχνικών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». Στις διάφορες μπουαζερί του σαλονιού η Σταθάτου έκρυβε πολύτιμα αντικείμενα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Πρόκειται για το μικρό σαλόνι της. Το μεγάλο διατηρείται στο Μουσείο Μπενάκη.
Η Αμερική της Μαρίας Γεωργοπούλου
Διόλου τυχαία υπήρξε η επιλογή της Μαρίας Γεωργοπούλου στη διεύθυνση της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά στη Σορβόννη έκανε μεταπτυχιακό στη Μεσαιωνική Ιστορία της Τέχνης. Στην Αμερική, στο σπουδαίο UCLA, ολοκλήρωσε την διατριβή της ενώ δίδαξε επί δώδεκα συναπτά έτη στο YALE (από εκεί μεταπήδησε κατευθείαν στη Γεννάδειο). Υπήρξε υπότροφος του Dumbarton Oaks, το ίδρυμα του Harvard στη Ουάσινγκτον που εξειδικεύεται στη βυζαντινολογία. Στο πρόσωπό της συναντώνται δύο παραδόσεις: της γηραιάς ηπείρου αλλά και του αμερικανικού ιδεώδους.
«Η Αμερική είναι τόπος που μου άνοιξε το μυαλό και μου έμαθε ότι μπορώ να στηρίζομαι στα πόδια μου. Η εμπειρία μου από το Παρίσι και την Ευρώπη ήταν λιγότερο σημαντική μια και πήγα στο Παρίσι 22 χρόνων. Όταν έφτασα στην Αμερική κυριαρχούσε μεγάλη δεκτικότητα. Μιλάμε στα αλήθεια για τον προηγούμενο αιώνα: έφτασα στην Αμερική το 1986. Είναι κάτι που είμαι σίγουρη ότι δεν είναι ακριβώς το ίδιο σήμερα. Στο πρώτο πάρτι γνωριμίας μεταπτυχιακών φοιτητών στο UCLA , κάποιος μου είπε “να μην χάσεις ποτέ την ξένη σου προφορά”, ήταν κάτι που έδειχνε ζεστασιά και αποδοχή. Ήταν για μένα τόσο διαφορετική εμπειρία από το Παρίσι όπου με διόρθωναν κάθε μέρα για την προφορά μου στα γαλλικά. Το οποίο ήταν μια χαρά αλλά ένιωθα ότι δεν ήμουν Γαλλίδα. Έτσι έμεινε η Αμερική στο μυαλό μου. Σε σπρώχνει χωρίς να έχεις αναγκαστικά κάποιον από πίσω σου να σε στηρίζει. Εντάξει, εμένα μου έδωσε υποτροφία το ίδρυμα Fulbright. Προφανώς είχα και δυο τρεις συστατικές αλλά κατά βάθος ήμουν μία άγνωστη ανάμεσα σε όλα τα παιδιά. Δεν ήταν ο μπαμπάς μου κάποιος, ούτε θα είχε κάτι τέτοιο και καμιά ιδιαίτερη σημασία. Βέβαια, όπου και αν πας αν προσπαθήσεις μπορείς να διαπρέψεις. Αν δουλέψεις. Δούλεψα πολύ αλλά δεν χρειάστηκε να φτιάξω σε κανέναν καφέ. Δηλαδή, μπορεί να δουλέψεις παντού αλλά μετράει το τι κάνεις μόλις φτάσεις εκεί. Κάποια στιγμή όταν έπρεπε να δουλέψω έκανα φωτοτυπίες για την καθηγήτριά μου. Δεν ήταν ίσως η πιο ενδιαφέρουσα δουλειά στα είκοσι πέντε μου αλλά αυτό είχαν να μου δώσουν στην αρχή και αυτό έκανα. Τελείως διαφορετική είναι για μένα και η επιστημονική τους θεώρηση: Περιμένουν να ακούσουν και τη δική σου γνώμη ας είσαι και νέος, κάτι που εδώ στην Ευρώπη είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εκεί το ζητάνε».
Διαβάστε επίσης:
10 βιβλία από γυναίκες για γυναίκες που αξίζει να διαβάσετε
Έλενα Παναρίτη: Αν ήμουν άντρας, θα ακουγόταν με σεβασμό η άποψή μου
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση