Η Όλινκα Βαρβιτσιώτη έχει περάσει από μικρό παιδί από όλα τα πόστα της Τέχνης.
Το ότι την γνωρίζει εκ βαθέων φαίνεται μονομιάς, όπως και το πόσο ακόμη την παθιάζει. Τώρα, η ιστορικός Τέχνης, ως εκδότρια της The Art Newspaper Greece, μοιάζει να μπήκε στο φυσικό της καλούπι.
«Καλούμαι τώρα να αναλάβω το έντυπο και να του δώσω μια νέα πνοή. Να του δώσω παγκόσμιο χαρακτήρα ώστε να γεφυρώνει τον ελληνικό πολιτισμό με τα διεθνή τεκταινόμενα. Και αντίστοιχα να προσφέρει τεχνογνωσία από το εξωτερικό στο ελληνικό κοινό», εξηγεί η ίδια.
Το ραντεβού δόθηκε στο καφέ του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Λίγο πριν από την κυκλοφορία της εφημερίδας και με τρομερή πίεση χρόνου αλλά όπως παρατηρεί: «Ποτέ δεν ακυρώνω»…
Ο διεθνής όμιλος The Art Newspaper ιδρύθηκε στην Ιταλία ως Il Giornale D’ Arte. Ακολούθησε η αγγλική έκδοση με τη διάσημη Αμάντα Νοξ και ύστερα κατά σειρά τα έντυπα σε πολλές άλλες χώρες. Δεσπόζει παγκοσμίως ως ένα από τα πιο έγκυρα και επιδραστικά έντυπα στον ευρύτερο πολιτιστικό χώρο. Το παγκόσμιο δίκτυο βρίσκεται πίσω από τη Frieze και άλλες διεθνείς φουάρ ή βραβεία.
Στην Ελλάδα, Τα Νέα της Τέχνης ιδρύθηκαν το 1997 από τη δημοσιογράφο Άρτεμις Κονδυλάκη και απόλαυσαν τριάντα χρόνια αδιάλειπτης πορείας. Το 2017 αγοράστηκαν από τον Θανάση Μαυρίδη (Liberal, Φιλελεύθερος). Τότε το έντυπο πήρε στα χέρια της η Όλινκα ως διευθύντρια.
Πέρυσι, ο διεθνής όμιλος δήλωσε ότι παρακολουθεί την πορεία του και κάλεσε την ομάδα να συμμετέχει ως ισότιμο πια μέλος (equal partner) και όχι πλέον μόνο ως αδελφό έντυπο.
Ήταν αστραπιαία η εξέλιξη της Όλινκας Βαρβιτσιώτη από τη θέση της διευθύντριας στη θέση της εκδότριας. Όχι μόνο η ευρυμάθειά και το διεισδυτικό κριτήριό της αλλά και το ακραιφνές της όραμα την οδήγησαν εκεί: «Να εδραιωθεί μια δομημένη αγορά σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα η οποία έχει καταπληκτική καλλιτεχνική και εικαστική παραγωγή».
Αλλά όπως κάθε επιτυχημένος άνθρωπος (μέσα σε όλα αυτά, μεγαλώνει και τρία παιδιά με τον επιχειρηματία Θωμά Βαρβιτσιώτη, της γνωστής πολιτικής οικογένειας), δεν είχε δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα.
Η πρώτη επαφή της Όλινκας Βαρβιτσιώτη με την τέχνη πραγματοποιήθηκε στην πρωτοποριακή γκαλερί που είχε ιδρύσει η μητέρα στο Κολωνάκι, Drakos Art Center. Έδειχνε έργα του Τζόζεφ Μπόις, του Λίο Καστέλι, μεταξύ άλλων, και το ελληνικό κοινό δεν ήταν αρκετά ώριμο να τους δεχτεί. Έκλεισε τρία χρόνια αργότερα.
«Αλλά εγώ θυμάμαι τα απογεύματά μου να έρχονται καλλιτέχνες και να συζητάνε, να στήνουν αυτά τα έργα. Θυμίζω ότι τότε τα ταξίδια δεν ήταν κάτι τόσο απλό, ως παιδιά δεν ταξιδεύαμε κάθε μήνα… Οπότε όλο αυτό ήταν mind blowing για μένα». Μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης.
Μετά τις σπουδές της στο Λονδίνο, συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Παλαιοκρασσά (τότε υπεύθυνος συλλογών στο private banking της τράπεζας Midland). Ξεκίνησαν ως σύμβουλοι για μεγάλους συλλέκτες το 1999 και δύο χρόνια αργότερα, εκείνη συνέχισε ανεξάρτητη πορεία κάνοντας επιμέλειες εκθέσεων (που συζητήθηκαν) και συμβουλευτική συλλογών για ιδιώτες, εταιρείες, ξενοδοχεία.
Έτσι λειτούργησε για δέκα χρόνια ώσπου το 2009 αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη παύση. «Έπρεπε να αντιμετωπίσω μια αδόμητη αγορά. Ο χώρος δεν προχωρούσε δομικά. Κουραζόσουν, δεν φαινόταν το έργο σου, οι ρυθμοί παρέμεναν αργοί».
Τι σημαίνει αδόμητη αγορά; «Η τέχνη είναι ένα οικοσύστημα», παρατηρεί εκείνη. Μεγάλες, μικρές γκαλερί, δημοπρασίες, ιδρύματα, συλλέκτες, το ενεργό αλλά διακριτικό κράτος. Όπως για παράδειγμα έχει συμβεί τώρα στο εξωτερικό: Όπου «οι μεγάλες γκαλερί του εξωτερικού έχουν εξελιχθεί σε γκαλερί μουσεία. Η Pace στη Νέα Υόρκη ας πούμε. Γιατί μπαίνουν στο ρόλο των μουσείων; Για να μπορούν να ορίσουν καλύτερα ποια έργα ανεβαίνουν και την εμπορική αξία της τέχνης», επισημαίνει.
Όταν όμως εκείνη ξεκινούσε την καριέρα της στην Ελλάδα του 2000 δεν υπήρχε ακόμη οργάνωση του συστήματος αλλά κατακερματισμός και αυθαιρεσία. Αναφέρει ενδεικτικά πως, στατιστικά, το 70% των αποφοίτων στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), ύστερα από τα τρία πρώτα χρόνια μετά την αποφοίτησή τους, εγκαταλείπουν την τέχνη.
Το σύστημα δεν τους επιτρέπει να απορροφηθούν στις γκαλερί ή τα μουσεία. Δεν υπάρχουν οι γκαλερί – φυτώρια, που συναντάει κανείς στο εξωτερικό. Εκεί υπάρχει διαβάθμιση μέχρι να φτάσει ο καλλιτέχνης στους καταξιωμένους χώρους.
Αντιμετώπισε τότε το ζήτημα της κατοχύρωσης τιμών. Ένας καλλιτέχνης πουλάει σε «χ» τιμή τα έργα του, δεν έχει όμως αποκλειστική συνεργασία με κάποια γκαλερί. Κάθε συλλέκτης μπορεί να αγοράσει έργα από το ατελιέ του, σε άλλη τιμή. Άρα πόσο κοστίζει ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης;
Επιπλέον, στην ελληνική αγορά κυκλοφορούν μπόλικα πλαστά έργα. Δεν υπάρχει μηχανισμός προστασίας του αγοραστή. Όπως στη Γαλλία, όπου μόλις ο καλλιτέχνης ολοκληρώσει έργο του, ο αντίστοιχος κρατικός φορέας το σφραγίζει και του αποδίδει τον αριθμό του. Όπως γίνεται με το κτηματολόγιο. Τα υπόλοιπα έργα να καταστρέφονται από τον καλλιτέχνη.
«Όταν αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς να συνεισφέρεις με το λιθαράκι σου, απογοητεύεσαι. Έτσι, αποφάσισα να κάνω αυτό το πολύ μεγάλο διάλειμμα (σ.σ. οχτώ χρόνια). Και επέλεξα να επανέλθω σε μία πιο ακαδημαϊκή θέση».
Παράλληλα αφοσιώθηκε στο χτίσιμο της δικής της συλλογής, έργων φωτογραφίας. «Τι πρέπει να δείχνει η ιδανική συλλογή; Την προσωπικότητα του συλλέκτη. Το ταξίδι του. Τι θέλει να εξερευνήσει. Είναι σαν να με ρωτάς τι πρέπει να διαβάσεις; Μα δεν ξέρω τα ενδιαφέροντά σου. Άρα η ιδανική συλλογή αντανακλά τις ανησυχίες του συλλέκτη. Και ψάχνοντας να βρει έργα που τροφοδοτούν αυτές τις ανησυχίες, εμπλουτίζεται αυτό το ταξίδι».
Τα φωτογραφικά έργα που συλλέγει «εξετάζουν ιδεολογικά και εξερευνούν το ίδιο το μέσο και τα όριά του». Αντιθέτως «μια ωραία φωτογραφία στο ίνσταγκραμ είναι απλώς ποπ κουλτούρα».
Υπάρχει βέβαια και η επενδυτική τέχνη. «Εκεί δεν υπάρχει συναισθηματικό δέσιμο. Μπορεί να είναι blue chip ή έργα που ταιριάζουν με τη διακόσμηση ενός σπιτιού. Και αυτό θεμιτό είναι. Αποτελεί σημαντικό κομμάτι της αγοράς της τέχνης. Εξηγεί γιατί εν πολλοίς οι καλλιτέχνες επαναλαμβάνουν συχνά τα ίδια έργα. Θαμπωνόμαστε με σπίτια που διαθέτουν Γουίλεμ ντε Κούνινγκ και Πόλοκ. Αλλά δεν υπάρχει από πίσω το σκεπτικό με το οποίο χτίζει ο συλλέκτης».
Όταν πραγματοποιήθηκε το κάλεσμα από τον διεθνή όμιλο, η εγχώρια πραγματικότητα είχε πλέον αλλάξει αρκετά.
«Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που η ελληνική εικαστική σκηνή παράγει έργο καταπληκτικό», παραδέχεται. Συμπληρωματικά, «η Ελλάδα, ειδικά μετά την Ντοκουμέντα, δείχνει άλλο δυναμισμό. Με τη δημιουργία των ιδρυμάτων, με πολύ σημαντικούς συλλέκτες, με πολύ δυναμικά ιδρύματα, με καινούργια μουσεία, το Γουλανδρή, την ανανεωμένη Πινακοθήκη. Απλά δεν υπήρχε το όχημα για να επικοινωνηθεί προς τα έξω. Εμείς αυτό θέλουμε να είμαστε. Να προάγουμε τον ελληνικό πολιτισμό και αντίστοιχα να ενημερώνουμε όσους ενδιαφέρονται για τη διεθνή πραγματικότητα».
Εξηγεί επιπλέον ότι η Αθήνα έχει μεταμορφωθεί σε art hub καλλιτεχνών. «Ήρθαν πολλοί art workers μετά την Ντοκουμέντα και παρέμειναν. Η Αθήνα αποδείχθηκε πόλος έλξης για ποιητές, σεναριογράφους, μουσικούς… Έγιναν Αθηναίοι κατ’ επιλογή. Επίσης, η ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής, ανέδειξε και πάλι τη σημασία της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας».
Τέλος, «δώσαμε πολλά ερεθίσματα. Την κρίση, το μεταναστευτικό. Ήρθε ο Άι Γουέι Γουέι. Οι καλλιτέχνες σήμερα είναι και ακτιβιστές. Δεν είναι ο καλλιτέχνης μόνος με το τοπίο του. Δώσαμε τροφή για σκέψη».
Η σημασία της κοινότητας και της συνύπαρξης
Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας δεν παύει να υπογραμμίζει την αξία της κοινότητας και της ομάδας. «Εγώ είμαι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια. Η μετάβαση (σ.σ. στον διεθνή όμιλο) δεν αποτελεί έργο ενός ανθρώπου αλλά μιας ομάδας με κοινό όραμα». Και φυσικά αναφέρεται και στη νέα εποχή της μεγαλύτερης συμμετοχικότητας.
Επίσης, τιμάει το κοινό που τη στήριξε: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ που μας έπαιρναν από τη Μυτιλήνη (όπου έχουμε τους περισσότερους συνδρομητές μας) όταν βρισκόταν ακόμη σε έξαρση το μεταναστευτικό. Μας έλεγαν ότι η τέχνη είναι αυτό που απαλύνει τις σκληρές εικόνες που βλέπουμε. Και αισθανόμαστε ότι η ζωή δεν είναι μόνο αυτό το γκρι και το σκληροτράχηλο…».
Όπως και η ίδια που πάντα πίστευε «ότι η τέχνη είναι ένας τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο. Το οπτικό απευθύνεται σε όλους. Για αυτό έχει σημασία για μένα η τέχνη στους δημόσιους χώρους. Χώροι όπως το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, χώροι αναψυχής ανοιχτοί σε όλους, που αλλάζουν μια γειτονιά. Οι εκθέσεις του ΝΕΟΝ. Πολιτισμός δεν είναι μόνο τα γλυπτά. Αυτό δεν αναιρεί την πολιτιστική μας κληρονομιά. Ο Κωστής Βελώνης στην περυσινή έκθεσή του στα Σφαγεία του ΔΕΣΤΕ πήρε την αρχική του έμπνευση από τους μυκηναϊκούς τάφους. Αυτό παραμένει στα γονίδιά μας, δεν αναιρείται. Όπως και στο Κυκλαδικό, ανάμεσα στα ειδώλια, υπάρχει σύγχρονη τέχνη. Δεν χρειάζεται να διαλέξουμε. Πρέπει να υπάρχει συνύπαρξη».
Έτσι, απαριθμεί τους νέους συνεργάτες της καθώς και τις ποικίλες ζωντανές δράσεις που θα πραγματοποιήσουν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην επαρχία. «Μας ενδιαφέρει να είμαστε το όχημα που θα προβάλλει και θα στηρίξει τα νέα πράγματα που δημιουργούνται στην κοινότητά μας», επισημαίνει.
Συνέργεια με το Momus, με το Platforms πρότζεκτ και τα artists’ run spaces, συμπόσια και ομιλίες στην ΑΣΚΤ, στην αίθουσα Κεσσανλή, δράσεις στο προσφάτως ανακαινισμένο αρ ντεκό κτίριο του Τσίλερ στη Μαυροματαίων (η οικία του). Μόνο για αρχή.
«Άρα στοχεύουμε στη διεύρυνση, ένα έργο εν εξελίξει». Στις δράσεις αυτές θα παρουσιαστούν νέα έργα και θα υπάρξει διαδραστικότητα με το κοινό που θα εκφράζει την άποψή του για το πώς βιώνει την τέχνη.
Επιμένει ιδιαιτέρως στις συνέργειες και στη διεισδυτικότητά τους μέσα στην καθημερινότητα της πόλης. «Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά μοιάζουν ίσως θεωρητικά. Αλλά δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις δικτατορίες καίνε τα βιβλία διότι τα βιβλία είναι ιδέες και το πρώτο πράγμα που φοβούνται είναι οι ιδέες. Αυτή είναι η εναρκτήρια πράξη, η φλόγα μέσα μας. Και η ταύτιση ιδεών από διαφορετικούς ανθρώπους από διαφορετικές χώρες. Αυτή η ζύμωση σημαίνει ότι έχουν καταλυθεί τα σύνορα και η τέχνη δεν έχει πλέον έναν ιδεολογικό παραλήπτη. Και αισθάνεται κανείς έτσι μια απελευθέρωση».
Πληροφορίες:
Το πρώτο τεύχος της THE ART NEWSPAPER GREECE κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου. Πρόκειται για έντυπη διμηνιαία έκδοση. Παράλληλα, ενημερώνεται καθημερινά η ψηφιακή της μορφή theartnewspaper.gr με πρωτότυπο περιεχόμενο για το χώρο της τέχνης διεθνώς, άποψη και ανάλυση.
Διαβάστε επίσης:
Ιωάννα Δρέττα: Αυτό που θεωρούσα διάκριση λόγω ηλικίας, ήταν τελικά διάκριση λόγω φύλου
Μαρία Συρεγγέλα: Δεν πρέπει να υπάρχει δίλημμα για τις γυναίκες. Και καριέρα και οικογένεια
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση