«Σ’ αυτά τα χρόνια άλλαξε του τραγουδιού η μορφή. Ο έρωτας ξεχάστηκε, μπήκε ξανά στην μπάντα. Και μες σε πόλεις και χωριά και σε κάθε κορφή νέα τραγούδια ακούστηκαν: τραγούδια του σαράντα». Με αυτό το τετράστιχο προλόγιζε τα πολεμικά της τραγούδια η Σοφία Βέμπο.
Έχει μείνει στην ιστορία ως η «Τραγουδίστρια της Νίκης». Καμία καλλιτέχνιδα δεν ταυτίστηκε με το έπος του ’40 όσο εκείνη. Έγινε σύμβολο του έθνους και η φωνή της έδωσε δύναμη στους Έλληνες που αγωνίζονταν.
«Τη φωνή μου και τα τραγούδια μου τα γνωρίζουν πολλοί. Τη ζωή μου όμως ελάχιστοι», ανέφερε στην αυτοβιογραφία της. Και είχε απόλυτο δίκιο.
Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της ανατολικής Θράκης με το όνομα Σοφία Μπέμπου – το Βέμπο ήρθε αργότερα – στις 10 Φεβρουαρίου 1910. Στα δύο της χρόνια μετακόμισε με την οικογένειά της στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο μετά, το 1914, λόγω της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στο Βόλο.
Πάντα αγαπούσε τη μουσική, και λάτρευε το θέατρο. Όταν, όμως, μικρή, σχεδίαζε το μέλλον, περίμενε πως θα ακολουθούσε άλλο μονοπάτι. Ονειρευόταν να παντρευτεί και να αποκτήσει μία μεγάλη οικογένεια. «Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα εθύμωνα πολύ και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου επίστευαν και με εδίδασκαν ότι έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική μητέρα», εκμυστηρεύτηκε η ίδια.
Κι όμως, ο καλλιτεχνικός χώρος τη μάγευε. Μαζί με μια φίλη της, το είχε σκάσει από το σχολείο για να παρακολουθήσει στα κρυφά έργα του θιάσου Πρόζας της Αλίκης και του Μουσούρη. Βγαίνοντας από το θέατρο, είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους. «Αν το μάθαιναν οι δικοί μου, θα είχα φάει το ξύλο της ζωής μου.»
Μία καριέρα βγαλμένη από ταινία
Το Σεπτέμβριο του 1933, η Σοφία Βέμπο έκανε το ταξίδι που έμελλε να της αλλάξει τη ζωή. Αποφάσισε να επισκεφθεί τον αδελφό της, Τζώρτζη, που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Με την κιθάρα της, λοιπόν, επιβιβάστηκε στο πλοίο και, για να περάσει η ώρα, άρχισε το τραγούδι. Σχεδόν αμέσως, πλήρωμα και επιβάτες την περικύκλωσαν κι άρχισαν να χειροκροτούν, συγκινημένοι από τη φωνή της. Ανάμεσά τους, βρισκόταν κι ο μεγαλύτερος καλλιτεχνικός παραγωγός Κωνσταντίνος Τσίμπας. Σίγουρος για την επιτυχία της, της πρότεινε να ξεκινήσει εμφανίσεις στο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Εκείνη, όταν πια έφτασε και συνάντησε τον Τζώρτζη, συζήτησε μαζί του. Έδωσε τη συγκατάθεσή του και την επομένη έγινε η αρχή μίας τεράστιας καριέρας.
Μέσα σε μία μόλις εβδομάδα, η φήμη της έφτασε στην Αθήνα. Αμέσως της έγινε πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή και η Σοφία, ενημερώνοντας τους γονείς της που δεν έφεραν αντίρρηση, είπε το μεγάλο «ναι». Στις 25 Οκτωβρίου του ’33, πάτησε το πόδι της στη σκηνή του Κεντρικόν, στην πλατεία Κολοκοτρώνη, για την επιθεώρηση Παπαγάλος 33 με το θίασο Σαμαρτζή – Μηλιάδη. Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής.
Μέχρι το 1939, έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Το Πόσο Λυπάμαι είχε αγγίξει τις καρδιές ανδρών και γυναικών ενώ το υπέροχο βαλς Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά, που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά για την επιθεώρηση Βραδινές τρέλες, την οδήγησε στην κορυφή.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 και ώρα 10:00, το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ζαππείου θα συνεχιζόταν με αναμετάδοση τραγουδιών της Σοφίας Βέμπο. Ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος, όμως, διέκοψε τη ροή του προγράμματος και έκανε την ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει και η έκρηξη στην καριέρα της δεν θα αργούσε να έρθει.
Οι επιθεωρήσεις προσάρμοσαν τη θεματική τους στην επικαιρότητα και οι στίχοι των τραγουδιών γίνονταν πατριωτικοί. Η καλλιτέχνιδα έγινε η εθνική φωνή που εμψύχωνε τους στρατιώτες στο μέτωπο και έδινε δύναμη σε όσους περίμεναν καρτερικά τις εξελίξεις.
Ελάχιστο καιρό πριν μπουν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα, κατάλαβε τη σημασία του έργου της. Ήταν βράδυ κι έβγαινε από το θέατρο «Μοντιάλ» όπου εμφανιζόταν. Σκόπευε να πάει στο «Αλάμπρα» όπου έπαιζε η αδελφή της, όμως δεν τα κατάφερε. «Ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο. Ηταν σαν σιδερένια γροθιά. Σωριάστηκα αμέσως. Επρόλαβα να φωνάξω: “Με σκότωσες, παλιάνθρωπε”. Τίποτα άλλο, λιποθύμησα». Το πρωί της άλλης ημέρας το τηλέφωνο του σπιτιού της χτύπησε και αμέσως μια βαριά φωνή τής είπε:«Σ’ τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνης στο θέατρο και να λες αυτά που λες. Μην στεναχωριέστε, τους απάντησα, θα τα πω από το ραδιόφωνο. Ηταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο», ανέφερε στην αυτοβιογραφία της.
Τότε ήταν που ξεκίνησαν να κυκλοφορούν φήμες των κατακτητών για το θάνατό της.
Κάποια μέρα, μόλις ξεκίνησε μία απογευματινή της παράσταση, δύο λοχαγοί της Γκεστάπο της είπαν να ντυθεί και να τους ακολουθήσει. Οδηγήθηκε στα ανακριτικά της Γκεστάπο. Ακολούθησαν οι φυλακές Αβέρωφ. Τη μετέφεραν πίσω στην Γκεστάπο και την απελευθέρωσαν αφού υπέγραψε χαρτί όπου διαβεβαίωνε ότι δεν θα ξανατραγουδήσει πατριωτικά τραγούδια. Και το έκανε πράξη. Οι Ιταλοί, έπειτα, την ανάγκασαν να αφήσει το επάγγελμά της – μόνο για λίγο, όμως. Επέστρεψε στη σκηνή και, ανήμερα την 28η Οκτωβρίου, με τους Ιταλούς και Γερμανούς λογοκριτές δίπλα της, έδωσε παράσταση ντυμένη στα γαλανόλευκα. «Οι Ιταλοί ελύσσαξαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν πια τίποτα».
Ο πόλεμος τελείωσε και η Βέμπο είχε ολόκληρο τον κόσμο στα πόδια της. Το 1949 απέκτησε τη δική της καλλιτεχνική στέγη στο Μεταξουργείο – το Θέατρον Βέμπο.
Παρέμεινε επαναστάτρια. Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, άνοιξε την πόρτα της στους φοιτητές, προσφέροντάς τους καταφύγιο. Η ασφάλεια δεν άργησε να εμφανιστεί.
«Εγώ δε φοβήθηκα τον Ντούτσε, δε φοβήθηκα τον Hitler. Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς; Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου;», είπε στον επικεφαλής.
Η θυελλώδης σχέση με το Μίμη Τραϊφόρο
Ο Μίμης Τραϊφόρος μπήκε στη ζωή της λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου, τον Αύγουστο του 1940. Εκείνος, μεγαλουργούσε στην Όασις του Ζαππείου. Εκείνη, πήγε να δει το πρόγραμμά του. Ο έρωτας δε γεννήθηκε αμέσως – μάλιστα, το κλίμα μεταξύ τους ήταν εχθρικό. Κανένας από τους δύο, όμως, δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει την καλλιτεχνική αξία του άλλου. Ο Τραϊφόρος, λοιπόν, της έγραφε τραγούδια κι εκείνη τα ερμήνευε.
Σιγά – σιγά δέθηκαν, η Βέμπο τον ερωτεύτηκε παράφορα κι έγιναν ζευγάρι. Μαζί, κατέφυγαν στην Αίγυπτο για να γλιτώσουν. Επέστρεψαν αρραβωνιασμένοι το 1946.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, η σχέση τους βρισκόταν στο απόγειό της. «Ένας έρωτας που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή μου και δεν άφησε όρθιες ούτε τις αναμνήσεις μου. Ήμουν γεμάτος δέος απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί το μόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου να την κοιτάξω», έλεγε ο Μίμης. Παντρεύτηκαν, τελικά, το 1957.
Τη λάτρευε, όμως δεν της ήταν απόλυτα πιστός. Υπήρχαν φήμες για περιπέτειές του με μέλη του θιάσου και η ζήλια γινόταν αγκάθι στην καρδιά της Βέμπο. Αντιμετώπιζε ανταγωνιστικά όποια γυναίκα τολμούσε να τον πλησιάσει. Είχε, μάλιστα, «μυστικούς πράκτορες» στα θέατρα, για να την ενημερώνουν για κάθε του κίνηση. Μία από αυτούς, η αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου.
Το αποκορύφωμα ήρθε όταν η πληθωρική Σπεράντζα Βρανά πήρε μέρος στην επιθεώρηση του θιάσου της σταρ, για την επιθεώρηση Έχετε γεια βρυσούλες. Ένας μηχανικός του θεάτρου την είχε αγαπήσει παράφορα – τόσο που έκανε δυο απόπειρες αυτοκτονίας για χάρη της. Το γεγονός ότι η όμορφη ηθοποιός δεν ενέδιδε είχε πείσει τη Βέμπο πως «κάτι τρέχει με τον Μίμη».
Μία μέρα, είχε την ατυχία να αναζητήσει τον Τραϊφόρο στο καμαρίνι του. Η Σοφία που ήταν ήδη μέσα, έγινε έξω φρενών. Την έβρισε, της φώναξε, την υποτίμησε. Η Βρανά, αντιμίλησε. Λίγες μέρες μετά, λογομάχησαν. Και το ποτήρι ξεχείλισε. Η πρώτη την άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να την χτυπάει. Η δεύτερη μάτωσε. Χωρίστηκαν χάρη στο Νίκο Σταυρίδη.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο θίασος πήγε για κάποιες παραστάσεις στην Κύπρο. Εκεί η Βρανά δέχθηκε πρόταση για να συμμετάσχει σε μια άλλη παράσταση και έτσι έφυγε από το θίασο της Βέμπο. Το τελευταίο βράδυ όλοι οι συντελεστές έφαγαν μαζί και η καλλιτέχνιδα, εμφανώς μετανιωμένη για τη συμπεριφορά της, ζήτησε να κάνει πρόποση. «Πίνω στην υγειά της Βρανά που είναι το καλύτερο κορίτσι του θιάσου και της εύχομαι «Καλή επιτυχία» τώρα που θα γυρίσει και καλή καριέρα γιατί της αξίζει», είπε και οι δυο γυναίκες έμειναν καλές φίλες.
Κι όμως, η συμπεριφορά του Μίμη δεν άλλαξε. Λέγεται, μάλιστα, ότι εξαιτίας του κλονίστηκαν τα νεύρα της θρυλικής ερμηνεύτριας και αποσύρθηκε από το χώρο του θεάματος. Εμφανίστηκε μία τελευταία φορά, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, / και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά…», τραγούδησε στο Καλλιμάρμαρο.
Η Σοφία Βέμπο έφυγε από τη ζωή το πρωί της 11ης Μαρτίου του 1978, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ήταν μόλις 68 ετών. Η Τραγουδίστρια της Νίκης έκλεισε τα μάτια της έχοντας σημαδέψει μία ολόκληρη χώρα.
Διαβάστε επίσης:
Μαρία Κάλλας: Η λάμψη που δεν έσβησε ποτέ, ο μύθος που ζει για πάντα
Édith Piaf: Η τραγική ζωή της θρυλικής τραγουδίστριας
Aretha Franklin: Η «Βασίλισσα της Soul» με την πολυτάραχη ζωή
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση