Έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Αυστραλίας, το 2010. Ενώ περιμέναμε πως, επιτέλους, ερχόταν η πολυπόθητη ισότητα και το χάσμα των φύλων στην πολιτική σκηνή σιγά – σιγά έκλεινε, δέχθηκε εκατοντάδες σεξιστικά σχόλια – όχι μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά κι από τα μέσα ενημέρωσης. Κι όμως, δεν πτοήθηκε καθόλου. Η Julia Gillard συνέχισε ακάθεκτη.
Από το 2013, που έχασε στην εκλογική αναμέτρηση, επικεντρώνεται στην προστασία των γυναικείων δικαιωμάτων, την εκπαίδευση και την ψυχική υγεία.
Γεννήθηκε στην Ουαλία το 1961 και μετακόμισε, μαζί με την οικογένειά της, στην Αυστραλία, πέντε χρόνια μετά. Πήγε στα δημόσια σχολεία της Αδελαΐδας και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Αποφοίτησε, μ΄ ένα πτυχίο νομικής και ξεκίνησε να εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο Slater & Gordon, το 1987. Μέχρι το 1990, είχε γίνει συνέταιρος.
Αν και δε βίωσε διακρίσεις στον επαγγελματικό τομέα, λόγω του φύλου της, και ένιωθε «σαν στο σπίτι της», πήρε μέρος σε πολλές εκστρατείες για την ενδυνάμωση των γυναικών. Ίδρυσε, μάλιστα, έναν οργανισμό αφιερωμένο σ’ αυτόν το σκοπό, τον EMILY’s List Australia.
Έκανε δυναμική είσοδο στην αυστραλιανή Βουλή το 1998 και σύντομα, το 2001, έγινε Υπουργός. Το 2007, με τη νίκη του Εργατικού Κόμματος, έγινε αναπληρώτρια πρωθυπουργός και ανέλαβε το Υπουργείο Εκπαίδευσης. Παρά τη δημοτικότητα του Πρωθυπουργού Kevin Rudd, οι αποφάσεις του προκαλούσαν εντάσεις στο εσωτερικό της παράταξης. Τελικά, τον Ιούνιο του 2010, η Gillard τον προκάλεσε σε μία από τις πιο ιστορικές αναμετρήσεις στην ιστορία της χώρας. Πήρε τη θέση του κι ανέλαβε τα καθήκοντά του, κάτι που είχε σημαντικές συνέπειες τόσο για την ίδια, όσο και για ολόκληρο το κράτος.
Η απόσυρση ενός τόσο αγαπητού πολιτικού, όπως ο Rudd, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από την αντιπολίτευση, τα μέσα ενημέρωσης και το λαό. Η Julia δέχθηκε χτυπήματα από παντού, τα οποία διήρκησαν μία ολόκληρη τριετία. Ο παρουσιαστής ειδήσεων Alan Jones, για παράδειγμα, είχε πει χαρακτηριστικά πως πρέπει να τη βάλουν «σε σακούλα απορριμμάτων» και να «την πετάξουν στη θάλασσα». Το μενού σε εκδήλωση του Φιλελεύθερου Κόμματος, περιλάμβανε πιάτο με τ΄όνομα «Ορτύκι Julia Garland – μικρό στήθος, τεράστια μπούτια κι ένα μεγάλο κόκκινο κουτί».
Αναγκάστηκε να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Ήταν, όμως, ικανή στη διαπραγμάτευση και κατάφερε να παραμείνει παραγωγική. Ανάμεσα στα επιτεύγματά της, θα βρούμε το Εθνικό Σύστημα Ασφάλισης για Αναπηρία, τη νομοθεσία για την παιδική κακοποίηση, περιβαλλοντική δράση για τον περιορισμό εκπομπών άνθρακα, άδειες μητρότητας ή πατρότητας με πλήρεις αποδοχές και χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Φυσικά, δεν ήταν σωστή σε όλα. Δε θα ξεχάσουμε τον περιβόητο «μισογύνικο λόγο», με τον οποίο ανακοίνωσε πως οι γονείς που μεγάλωναν μόνοι τα παιδιά τους, θα είχαν μείωση μισθού, κάτι που επηρέασε, κυρίως, γυναίκες. Έλαβε, όμως, αυτό το μέτρο, καθώς δεν ήθελε να αντιμετωπίζει το λαό «με δύο μέτρα και δύο σταθμά». Θεωρούσε πως ο σεξισμός είχε δύο πλευρές, με τη μία να υποβιβάζει και τους άνδρες. Έπειτα, εξέφραζε με κάθε τρόπο την αντίθεσή της στους ομόφυλους γάμους. Της άσκησαν, έτσι, σκληρή κριτική τόσο τα μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ, όσο και οι προοδευτικοί πολίτες.
Αυτό που έχει μείνει στην ιστορία, είναι μία φράση της. Μία φράση σχετικά με την υποκρισία του μεγαλύτερου πολιτικού της αντιπάλου, Tony Abbot, τον Οκτώβριο του 2012. «Δε θα καθίσω να μου κάνει αυτός ο άνδρας κήρυγμα για το σεξισμό και το μισογυνισμό», είχε πει.
Από το 2013, έχει πάψει να είναι αρχηγός του Εργατικού Κόμματος. Ο Rudd πήρε την εκδίκησή του κι επανήλθε δυναμικά. Είχε καταφέρει, όμως, να γίνει πρότυπο για τις νέες γυναίκες όχι μόνο για την καριέρα της, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τις δύσκολες και άβολες καταστάσεις.
Σήμερα, συνεχίζει να προσπαθεί για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος ψυχικής υγείας, ενώ θέλει να δει περισσότερες ηγέτιδες.