Η Leila Janah ήταν μία επιχειρηματίας διαφορετική από τις άλλες. Όχι γιατί ξεκίνησε από το μηδέν ως παιδί Ινδών μεταναστών στις Η.Π.Α., αλλά γιατί κατάφερε να αλλάξει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων που ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Το 2005 ήταν η χρονιά που της άλλαξε τη ζωή, με ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Βομβάη. Πηγαίνοντας σε ένα meeting με τοπικό ταξί, πέρασε μπροστά από μία τεράστια φτωχογειτονιά. Όταν έφτασε στον προορισμό της, παρατήρησε ότι όλοι οι υπάλληλοι ήταν μορφωμένοι και ανήκαν στη μεσαία τάξη. Της πέρασε, λοιπόν, από το μυαλό ότι ένας φτωχός θα μπορούσε να κάνει κάποια δουλειά εκεί μέσα – αυτή ακριβώς η σκέψη είναι που την ξεχώρισε. Θεωρούσε ότι «η μεγαλύτερη ανεκμετάλλευτη δύναμη» είναι η όρεξη των οικονομικά αδύναμων.
Αποφάσισε να ιδρύσει την εταιρεία Samasource στο Ναϊρόμπι, το 2008 – sama σημαίνει ίσος στα σανσκριτικά – με σκοπό να προσφέρει σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να κερδίσουν τα προς το ζην εργασία στον ψηφιακό τομέα. Τους ανέθετε να κάνουν tag τους εικονιζόμενους σε φωτογραφίες και να διαχειρίζονται τα σχόλια, για παράδειγμα.
«Το όραμα της Leila ήταν να παρέχει ελπίδα και έναν αξιοπρεπή μισθό στις πιο ευπαθείς ομάδες», δηλώνει η Kennedy Odede, ιδρύτρια της οργάνωσης Shining Hope for Communities, που είχε συνεργαστεί με την επιχειρηματία.
Αρκετοί από τους εργαζόμενους της Samasource υπέγραψαν συμβόλαια με τεράστια brands, όπως η Microsoft, η Google και το Facebook. Η εταιρεία βοήθησε περίπου 11 χιλιάδες υπαλλήλους και τις οικογένειές τους, δηλαδή περίπου 50 χιλιάδες στο σύνολο, ενώ ελέγχει τακτικά εάν οι μισθοί είναι αρκετά υψηλοί ώστε να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, σύμφωνα με τη γενική διευθύντρια, Wendy Gonzalez.
Μία ακόμα επιχειρηματική κίνηση της Leila Jama ήταν η ίδρυση της πολυτελούς γραμμής καλλυντικών LXMI και δημιουργήθηκε για τον ίδιο ακριβώς σκοπό με τη Samasource. Ξεκινώντας από το 2015, απασχολεί εκατοντάδες γυναίκες για να συλλέγουν ξηρούς καρπούς οι οποίοι γίνονται βούτυρο και εξάγονται στις Η.Π.Α. για να χρησιμοποιηθούν σε προϊόντα περιποίησης προσώπου.
«Είπα ‘Ας φτιάξουμε μία εταιρεία εξαγωγών αλλά μόνο για άπορες γυναίκες’», δήλωσε στο περιοδικό Fast Company το 2016. «Μπορούμε να πολεμήσουμε τη φτώχεια και ταυτόχρονα να βελτιώσουμε το δέρμα μας».
Η επιθυμία της να αλλάξει τον κόσμο γεννήθηκε όταν ήταν ακόμα μαθήτρια Γυμνασίου, που αποφάσισε να γραφτεί στο τοπικό παράρτημα της Αμερικανικής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες (American Civil Liberties Union). Στο Λύκειο πήγε στην Ghana με ένα πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών για να κάνει μάθημα σε τυφλά παιδιά και κατά την παραμονή της εκεί, έμαθε το σύστημα Braille. Το 2004 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Harvard και ξεκίνησε να εκπληρώνει τα όνειρά της.
Η Leilah Janah έφυγε από τη ζωή στις 24 Ιανουαρίου 2020. Στο blog της έγραψε, το 2018:
«Δίνουμε μάχη με ένα νέο εγχείρημα ενώ ταυτόχρονα προσπαθούμε να δείξουμε στον κόσμο ότι μπορούμε να φέρουμε οι ίδιοι τη δικαιοσύνη στις επιχειρήσεις, αντί να αποσκοπούμε μόνο στο να αυξήσουμε το κέρδος.»