Μικροκαμωμένη, υπέρκομψη, βαμμένη και χτενισμένη πάντα στην εντέλεια και ντυμένη με ρούχα υψηλής ραπτικής, μ΄έναν παριζιάνικο αέρα ούτως ή άλλως η Λήδα Βαρδινογιάννη υπήρξε η πιο φινετσάτη και αριστοκρατική φιγούρα της Αθήνας.
Άκρως κοσμική, αλλά αποδεχόμενη πάντα, μόνον καλά επιλεγμένες προσκλήσεις, έτσι που η επιτυχία μιας εκδήλωσης να κρίνεται από την παρουσία της, ξεχώριζε αμέσως μέσα στο πλήθος από το αστραφτερό της χαμόγελο αλλά και από τα εξίσου αστραφτερά κοσμήματά της, κάθε φορά διαφορετικά και κάθε φορά το ένα καλύτερο από το άλλο.
Η ίδια άλλωστε δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη της για την πολυτέλεια, όπως κι αν εκφράζεται αυτή _και γιατί να το κάνει_ το ίδιο όμως και την ουσιαστική αγάπη της στην τέχνη. Είτε επρόκειτο για υψηλής ποιότητας αντίκες είτε για ζωγραφική Ελλήνων καλλιτεχνών αλλά και μεγάλων ξένων ονομάτων, όπως αίφνης ο Πικάσο, ο Ματίς ή ο Σαγκάλ, που έργα τους κοσμούσαν το υπέροχο διαμέρισμά της στην οδό Λουκιανού στο Κολωνάκι.
Κόρη του μεγαλοεπιχειρηματία Ιωάννη Κατακουζινού, ανιψιά από την πλευρά της μητέρας της, του Ευριπίδη Κουτλίδη, του σημαντικότερου συλλέκτη ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, που κληροδότησε τη συλλογή του από 1.419 έργα στην Εθνική Πινακοθήκη και σύζυγος του πολιτικού Παύλου Βαρδινογιάννη, η Λήδα Κατακουζηνού Βαρδινογιάννη, που έφυγε από την ζωή πλήρης ημερών σε ηλικία 91 ετών, δεν χρειαζόταν, παρ΄όλ αυτά, τα φώτα των άλλων για να ξεχωρίσει.
Μια πραγματικά αρχοντική κυρία με την δική της ανατροφή και καλλιέργεια, και βέβαια την κοσμοπολίτικη αύρα δεν έμεινε μόνον, άλλωστε στην λατρεία της τέχνης, αλλά το ενδιαφέρον της είχε να κάνει πάντα και σε ευεργεσίες προς φιλανθρωπικά ιδρύματα. «Δεν έχω οικογένεια, οπότε έχω επικεντρώσει το ενδιαφέρον μου στα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Όσο μπορώ, βοηθάω», όπως έλεγε σε μία συνέντευξή της πριν από μερικά χρόνια.
Τα νεανικά χρόνια
Με πλούτη από γεννησιμιού της, όπως λέμε, είδε το πρώτο φως του κόσμου στο Ελληνικό όπου κατοικούσε η οικογένειά της. Ο πατέρας της, που καταγόταν από την Μυτιλήνη διέθετε ήδη μία επιτυχημένη επιχείρηση ξυλείας ενώ αδερφός του και θείος της ήταν ο γνωστός ψυχίατρος της εποχής Άγγελος Κατακουζηνός, το σπίτι του οποίου υπήρξε ένα από τα γνωστότερα φιλολογικά σαλόνια κι ο ίδιος άλλωστε ήταν προσωπικός φίλος του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα, του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Η μητέρα της ωστόσο πέθανε πολύ νωρίς, λίγους μήνες μετά την γέννησή της, αλλά ο πατέρας της δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Έτσι η κόρη του μεγάλωσε με την φροντίδα του ίδιου αλλά και με γκουβερνάντες, γερμανίδες κατά προτίμηση, χάρη στις οποίες έμαθε τα γερμανικά από πολύ μικρή.
Αμέσως μετά τις σπουδές της στο Κολλέγιο Αθηνών η νεαρή Λήδα εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, όπου η τελειοποίηση των γερμανικών και των αγγλικών της ήταν στο πρόγραμμα, μαζί με τα γαλλικά βεβαίως. Με δική της πρωτοβουλία μάλιστα παρέμεινε για ένα χρόνο στη Λωζάννη, προκειμένου να λάβει βασικές οικονομικές – εμπορικές γνώσεις, ώστε επιστρέφοντας στην Αθήνα να εργασθεί στην οικογενειακή επιχείρηση. Κάτι ωστόσο, που ο πατέρας της αρνήθηκε κατηγορηματικά, καθώς δεν έβλεπε την μεγαλωμένη στα πούπουλα κόρη του να ασχολείται με επιχειρήσεις.
Πέρα απ΄αυτό ωστόσο, η λεπτεπίλεπτη Λήδα, στην Αθήνα πια, ασθένησε από φυματίωση. Η αναζήτηση θεραπείας στο εξωτερικό έγινε έτσι μονόδρομος, οπότε για τρία χρόνια αναγκάστηκε να νοσηλευθεί σε σανατόρια της Ελβετίας και της Αυστρίας ώσπου να αποθεραπευθεί πλήρως.
Μακροχρόνια συνολικά έτσι, η απουσία της από την Αθήνα, στην οποία επιστρέφοντας, η συζήτηση στα σαλόνια ήταν, ότι θα μείνει …γεροντοκόρη. Όπως κάθε κοπέλα, ακόμη και η πιο πλούσια αν περνούσε τα 30, και εκείνη, στην δεκαετία του ΄60 πια, ήταν ήδη 35! Η γνωριμία της όμως με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, και ο κεραυνοβόλος έρωτας, που οδήγησε σε γάμο διέψευσε τους κακοπροαίρετους.
Ο φέρελπις πολιτικός
Τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της ο Παύλος Βαρδινογιάννης (1925 -1984) ήταν τότε βουλευτής Ρεθύμνου στις κυβερνήσεις Γεωργίου Παπανδρέου (1963 – 1965), υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως.
Εκείνος φέρελπις στην πολιτική, εκείνη πλούσια νύφη, αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι. Όμως αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε, όπως έλεγε η ίδια. Ο γάμος τους έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1964, μία εβδομάδα μετά από τους γάμους του Κωνσταντίνου με την Άννα Μαρία, καθώς μάλιστα είχε γίνει ειδικός προγραμματισμός για να μην συμπέσουν.
Κουμπάρος πάντως ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου και, όπως είναι γνωστό ο Βαρδινογιάννης κατηγορήθηκε μαζί του, ένα χρόνο αργότερα, ότι ήταν αναμεμειγμένοι στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».
Τα ταραγμένα εκείνα χρόνια γρήγορα όμως έφεραν τη δικτατορία, ο Παύλος μάλιστα κινδύνευσε να συλληφθεί, έτσι το ζευγάρι μετακόμισε στο Παρίσι, όπου βεβαίως βρισκόταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Όπως έλεγε η ίδια σε μία συνέντευξή της ο Βαρδινογιάννης τον επισκεπτόταν συχνά, παρ΄ ότι δεν ανήκαν στο ίδιο κόμμα, ενώ κι εκείνη βρισκόταν με την Αμαλία Μεγαπάνου κυρίως τα μεσημέρια για φαγητό.
Επιστρέφοντας με την Μεταπολίτευση στην Ελλάδα και με τον θάνατο του πατέρα της το 1979 αλλά και του θείου της Ευριπίδη η Λήδα Βαρδινογιάννη θα αναλάμβανε πλέον την οικογενειακή επιχείρηση, ένα όνειρο που είχε από μικρή και τότε γινόταν πραγματικότητα.
«Είχα εμπορικό ένστικτο», έχει πει με υπερηφάνεια, κάτι που αποδείχθηκε τόσο με την διαχείριση της εταιρεία ξυλείας, που ανέλαβε αλλά και με την επιτυχημένη πώλησή της μετά από τον θάνατο του Βαρδινογιάννη, όσο και από τις εύστοχες επενδύσεις της.
Η τέχνη στη ζωή της
Αν οι επιχειρήσεις όμως ήταν απαγορευμένες στα νεανικά της χρόνια, δεν συνέβαινε το ίδιο με την τέχνη. Το αντίθετο ακριβώς, αφού μία κοπέλα της τάξης της ήταν και υποχρεωμένη να ξέρει από τέχνη. Πόσο μάλλον, αν είχε θείο συλλέκτη, ο οποίος μη έχοντας δικά του παιδιά ανέλαβε να μυήσει στα εικαστικά την αγαπημένη του ανιψιά.
Το σπίτι του στην Βασιλίσσης Σοφίας ήταν γεμάτο από έργα τέχνης ενώ ο ίδιος ήταν και μέλος του ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης. Εκεί πήρε τα πρώτα μαθήματα η Λήδα ενώ σπούδασε βέβαια και στη Σχολή Βακαλό, μαθητεύοντας παράλληλα και δίπλα στον καλό ζωγράφο Ορέστη Κανέλλη.
Είναι αυτός ,που φιλοτέχνησε και το γνωστό πορτρέτο της, στην εποχή που έκαναν μαθήματα, ένα πορτρέτο που αγόρασε ο πατέρας της από τον καλλιτέχνη.
Γρήγορα άρχισε και η ίδια να συγκεντρώνει έργα, κυρίως μετά την επάνοδό της από την Ελβετία, προκειμένου να κοσμήσουν το σπίτι, που της αγόρασε ο πατέρας της στην οδό Λουκιανού.
Η συλλογή της δημιουργήθηκε σιγά σιγά με βάση ένα έργο του Βολανάκη, που της είχε χαρίσει ο Κουτλίδης και αναπτύχθηκε με έργα ζωγραφικής και χαρακτικής, που χρονολογικά επεκτείνονται από τη «Γενιά του ΄30» ως και το ΄70 , μη αποκλειομένων και άλλων καλλιτεχνών, όπως της Επτανησιακής σχολής ή του Θεόφιλου.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Παναγιώτης Τέτσης δεν ήταν μόνο φίλοι της, έργα τους κοσμούσαν τα σαλόνια του σπιτιού στο Κολωνάκι αλλά και του πατρικού στο Ελληνικό.
Στη συλλογή της όμως είχε επίσης Γιώργο Γουναρόπουλο, Δημήτρη Γαλάνη, Γιώργο Μαυροΐδη, Γιάννη Γαΐτη, Βάσω Κατράκη ενώ στο διάστημα που έζησε στο Παρίσι αποκτήθηκαν και άλλα έργα διάσημων ζωγράφων, όπως χαρακτικά από τον Ματίς, Σαγκάλ, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Μιρό, τον Μαξ Έρνστ .
Ο ορισμός της πολυτέλειας
Αν η τέχνη δείχνει την κουλτούρα των ανθρώπων, η πολυτέλεια δείχνει τον πλούτο τους φυσικά και το σπίτι της Λήδας Βαρδινογιάννη ήταν η επιτομή της. Εξαιρετικά έπιπλα αντίκες, μοναδικοί πολυέλαιοι, κινέζικα βάζα, περσικά χαλιά, απαστράπτουσες και φίνες πορσελάνες, βαρύτιμα υφάσματα, διακοσμητικά αντικείμενα υψηλής τέχνης μπορεί να παρέπεμπαν ως σύνολο σε άλλες εποχές _ στη δική της βεβαίως_ ωστόσο δεν έπαυε να αποτελούν έναν κόσμο διαχρονικά καλού γούστου.
Για το λόγο αυτό άλλωστε είχε προσλάβει γνωστό ντεκορατέρ της εποχής, τον Γαβαλά, που εργαζόταν στον διάσημο οίκο επίπλων «Σαρίδη» και ήταν εξαιρετικά κοσμογυρισμένος, ώστε να γνωρίζει τις τάσεις της μόδας από την Νέα Υόρκη ως το Παρίσι και τη Βενετία. Θεωρείται μάλιστα, ότι μια μικρή συλλογή από πορσελάνινους παπαγάλους, που είχε στο σπίτι της αντανακλούσαν με τέτοια διεθνή τάση, καθώς έχουν «εντοπισθεί» σε διάφορα αστικά σαλόνια του κόσμου.
Οι προσκλήσεις στο σπίτι της, έως πριν από μερικά χρόνια, όταν περιόρισε δραστικά την κοινωνική ζωή, ώσπου λόγω προβλημάτων υγείας να αποσυρθεί εντελώς, ήταν φυσικά περιζήτητες. Και η ίδια τις απολάμβανε, όπως και κάθε έξοδο, που θα την έφερνε κοντά σε φίλους, συναναστροφές, πολιτιστικά γεγονότα.
Κι αν της έλειψε κάτι τα τελευταία χρόνια ήταν το γεγονός, ότι ζούσε πλέον μοναχικά, αφού άλλωστε και οι περισσότεροι παλιοί φίλοι είχαν φύγει από τη ζωή.
Το 2014 πάντως στην Πινακοθήκη Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη είχε παρουσιαστεί το «Σπίτι της Λήδας Βαρδινογιάννη», μία αναπαράσταση κατά κάποιο τρόπο του σπιτιού της, με έπιπλα και πίνακες, πολλά από τα οποία έχουν δωριθεί στο μουσείο.
Δίνοντας την ευκαιρία στους επισκέπτες να θαυμάσουν τον χώρο που κατοίκησε αυτή η γυναίκα με την ιδιαίτερη προσωπικότητα, τη μυθική ζωή και το μοναδικό στυλ, μια γυναίκα που εκπροσωπούσε έναν κόσμο περασμένο αλλά πάντα ξεχωριστό.
Margaret Atwood: Γράφει για την ενδυνάμωση της γυναίκας, όμως δε θεωρεί πως είναι φεμινίστρια
Jane Austen: Η γυναίκα που έγραψε για τον έρωτα και δεν παντρεύτηκε ποτέ
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση