Success stories

Ruth Bader Ginsburg: Η γυναίκα που κατέκτησε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ

πηγή: wikipedia.org

Kορυφαία δικηγόρος και δικαστής, η δεύτερη γυναίκα που κατέκτησε μία θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και μία από τις πιο φιλελεύθερες του χώρου. Ο λόγος για τη Ruth Bader Ginsburg.

Γεννήθηκε στο Brooklyn στις 15 Μαρτίου 1933, με το όνομα Joan Ruth Bader. Έχασε τη μεγαλύτερη αδελφή της όταν ήταν ακόμη μωρό και μεγάλωσε σ’ ένα αυστηρά θρησκευόμενο περιβάλλον. Συμμετείχε ενεργά στις εβραϊκές παραδόσεις και πάντα έδινε το παρών στη Συναγωγή. Λάτρευε το σχολείο και ήταν εξαιρετική μαθήτρια, με αποτέλεσμα να δέχεται διαρκώς επαίνους και βραβεία.

Όταν πήγε Λύκειο, η μητέρα της, Celia, έμαθε πως πάσχει από καρκίνο. Έφυγε από τη ζωή τέσσερα χρόνια μετά, μόλις ελάχιστες μέρες πριν από την τελετή αποφοίτησης. Όπως είναι επόμενο, δεν πήγε να παραλάβει το απολυτήριό της – ήταν πολύ λυπημένη.

Πέρασε στο Πανεπιστήμιο Cornell με πλήρη υποτροφία. Στο πρώτο της εξάμηνο, ακόμα, ήταν που γνώρισε τον επίσης φοιτητή και μελλοντικό της σύζυγο, Martin Ginsburg. Εκείνος, λόγω της τεράστιας καλλιέργειάς του και της διαρκούς προσπάθειας να βελτιώνεται, την επηρέασε ιδιαίτερα. Οι δυο τους παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 1954. Εννέα, δηλαδή, χρόνια αφότου η Ruth πήρε το πτυχίο της.

Ο Martin αποφάσισε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό, κι έτσι μαζί μετακόμισαν στην Oklahoma όπου μετατέθηκε. Όταν γεννήθηκε η κόρη τους, Jane, εγκαταστάθηκαν στη Μασσαχουσέττη και η Ginsburg αποφάσισε να σπουδάσει νομική. Προσπάθησε πολύ να γίνει δεκτή στο Harvard και το κατάφερε. Μελέτησε σκληρά, έγινε η πρώτη γυναίκα που εργάστηκε ως συντάκτρια στην πανεπιστημιακή εφημερίδα Harvard Law Review, ολοκλήρωσε τις σπουδές της και ταυτόχρονα φρόντιζε τόσο το μικρό παιδί της, όσο και το σύζυγό της που διαγνώστηκε με καρκίνο. Στάθηκε στο πλευρό του μέχρι να αναρρώσει και τότε αποφάσισε να ασχοληθεί με την καριέρα της.

Παρά τη μόρφωση και τις συστατικές επιστολές, δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά ως δικηγόρος για δύο λόγους. Πρώτον, ήταν γυναίκα. Και δεύτερον, είχε παιδί. Εκείνη την εποχή, ο χώρος που την ενδιέφερε να δραστηριοποιηθεί ήταν καθαρά ανδροκρατούμενος. Ένας από τους καθηγητές της στο Columbia, όμως, έχοντας δει τις δυνατότητές της, μίλησε στο Δικαστή Edmund Palimieri και τον έπεισε να την προσλάβει. Συνεργάστηκαν από το 1959 έως το 1961. Στη συνέχεια, η Ruth μελέτησε το σουηδικό Δίκαιο.

Το 1963 έγινε επίκουρη καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Rutgers. Όταν έμεινε έγκυος για δεύτερη φορά, ντυνόταν με φαρδιά ρούχα γιατί φοβόταν πως, αν γινόταν γνωστό στο διοικητικό συμβούλιο, το συμβόλαιό της δε θα ανανεωνόταν. Τελικά, πέντε χρόνια μετά, μονιμοποιήθηκε.

Το 1970 της ζητήθηκε να μιλήσει σ’ ένα debate με θέμα «Η απελευθέρωση των γυναικών». Υπερασπίστηκε με πάθος το φύλο της και, το 1971, δημοσίευσε δύο σχετικά άρθρα ενώ διοργάνωσε σεμινάριο σχετικά με τις φυλετικές διακρίσεις. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, είχε γίνει ένα από τα πρόσωπα του φεμινιστικού κινήματος.

Μέσα σ’ ένα χρόνο, εγινε η πρώτη γυναίκα που μονιμοποιήθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Columbia, ιδρυτικό μέλος του Προγράμματος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας του ACLU και έγραψε βιβλίο για δικαστικές υποθέσεις που αφορούσαν σε θέματα ανισότητας. Συνέχισε με σχετικά άρθρα τα οποία ήταν τόσο ισχυρά, που κατάφεραν να επηρεάσουν ή ακόμη και να αλλάξουν αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Το 1980, της ανατέθηκε το Εφετείο της Columbia. Εργάστηκε εκεί έως το 1993, όταν ο Bill Clinton τη διάλεξε για να αντικαταστήσει τον Byron White στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος αναζητούσε έναν άνθρωπο μορφωμένο, με καλλιέργεια και απόψεις τέτοιες που θα του επέτρεπαν να «δαμάσει» τους πιο συντηρητικούς. Και η επιλογή του τον δικαίωσε.

Στην αρχή, υπήρξαν αντιδράσεις. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν πως έφτασε τόσο ψηλά, σε τόσο λίγο χρόνο. Τελικά, τους «κέρδισε». Κατέκτησε τη θέση της στη Γερουσία με 96 θετικές ψήφους, έναντι τριών αρνητικών.

Η Ginsburg έμεινε στην ιστορία για μία κάπως εκκεντρική της συνήθεια. Φορούσε επιβλητικά κολιέ ή δαντελένια κολάρα επάνω από τη δικαστική της ρόμπα. Επιπλέον, εξέφραζε την άποψή της δυναμικά και γι’ αυτό τραβούσε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Μάλιστα, στην εκδίκαση της υπόθεσης Gonzales εναντίον Carhart που, για μία μόλις ψήφο, απαγόρευε την έκτρωση, εκείνη πήρε θέση. Βρήκε την απόφαση «ανησυχητική» καθώς αυτό που έβγαζε προς τα έξω ήταν «μία προσπάθεια για την αφαίρεση του δικαιώματος επιλογής στην άμβλωση, η οποία γίνεται ξανά και ξανά σ’ αυτό το Δικαστήριο.»

Όπως μιλούσε ανοιχτά για τις δικαστικές υποθέσεις, έτσι έκανε και με την πολιτική. Από το 2016, εξέφραζε τη δυσφορία της για τον Αμερικανό Πρόεδρο Donald Trump ενώ το 2018, όταν εκείνος οργάνωσε τη λίστα με τους Δικαστές που έπρεπε να συνταξιοδοτηθούν, εκείνη δήλωσε πως δε θα πήγαινε πουθενά. Ήθελε να παραμείνει ενεργή, όπως και έκανε μέχρι φέτος.

Η Ruth Bader Ginsburg είναι ένα είδωλο της ποπ κουλτούρας, μία γυναίκα που διαρκώς παλεύει για το καλύτερο. Σήμερα, στα 90 της χρόνια, γυμνάζεται καθημερινά από το σπίτι, απολαμβάνει τα αποτελέσματα των κόπων της και μας εμπνέει να βελτιωθούμε.