Είναι μία από τις χιλιάδες επιχειρήσεις που «γονάτισαν» εξαιτίας της πανδημίας. Κι όμως, το TopShop μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στην κορυφή. Στις μέρες της δόξας του, ήταν ό,τι πιο λαμπερό πέρασε ποτέ από τους εμπορικούς του Λονδίνου. Από το τέλος της δεκαετίας του ΄90, ήταν ο ροκ σταρ της αγοράς. Τα φορέματά του φιγούραραν στις σελίδες της Vogue ενώ, ακόμη και τις Κυριακές, το εμβληματικό του κατάστημα έκτασης 8361 τετραγωνικών μέτρων στο Oxford Circus ήταν γεμάτο πελάτες. Κι αυτό γιατί έδινε στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποκτήσει ρούχα βγαλμένα από την πασαρέλα, σε προσιτές τιμές.
Στις Εβδομάδες Μόδας του Λονδίνου από το 2005 έως το 2018, ανά διετία, το brand διοργάνωνε τεράστια επίδειξη στην πρώτη σειρά της οποίας κάθονταν οι κορυφαίοι του χώρου. Ο Φίλιπ Γκριν, Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Arcadia στον οποίο υπάγεται το Topshop, παρακολουθούσε έχοντας την Κέιτ Μος από τη μία πλευρά, την Άννα Γουίντορ από την άλλη. Ήταν ο βασιλιάς της γρήγορης μόδας και το γνώριζε.
Δεν ευθυνόταν εκείνος, όμως, για την επιτυχία του. Τη χρωστούσε σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μία γυναίκα. Το TopShop μετατράπηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο όταν ανέλαβε τη θέση της brand manager η Τζέιν Στέφερντσον. Χάρη στο δικό της γούστο, την ικανότητα να προβλέπει τις τάσεις και να ανιχνεύει τους πιο ταλαντούχους αποφοίτους σχολών μόδας, κατάφερε να δώσει στην εταιρεία αυτό ακριβώς που έλειπε από τις άλλες του είδους της: Την αίσθηση της προσιτής πολυτέλειας.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Έφηβη ακόμα, τριγυρνούσε στο Λονδίνο φορώντας Doc Marten’s αρβύλες και βελούδινα κολάν. Δεν είχε ιδέα πως από ορκισμένη πανκ θα γινόταν η σημαντικότερη γυναίκα της βρετανικής μόδας.
Ξεκίνησε να εργάζεται στο TopShop ως buyer. Παρήγγειλε ένα μπλουζάκι που, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, πούλησε μισό εκατομμύριο κομμάτια. Κι έτσι, ξεκίνησε να αφήνει το στίγμα της. Ως brand director, έδωσε νέα πνοή στην αλυσίδα που είχε συνδεθεί άρρηκτα με τις μαθήτριες Γυμνασίου.
«Πιστεύω πως πάντα μου άρεσε να ντύνομαι, από πολύ μικρή. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι ήθελα να ασχοληθώ πιο σοβαρά με αυτό. Θεωρώ ότι δεν εξεπλάγη κανένας παλιός μου συμμαθητής ή γείτονας όταν έμαθε πως θα ασχολούμουν με τη μόδα – ίσως τους εξέπλητταν αυτά που έχω καταφέρει», είπε σε συνέντευξή της για το Bristol Post το 2010.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Πήγε σε σχολείο θηλέων και δεν μπορούσε να εκφραστεί όπως ήθελε. Η μοναδική φορά που το έκανε, ήταν όταν φόρεσε ξύλινες πλατφόρμες και τιμωρήθηκε για αυτό. Αρνούταν, όμως, να συμβιβαστεί με οτιδήποτε.
Προτιμούσε την κοινωνική ζωή και είχε αφήσει τα μαθήματά της σε δεύτερη μοίρα. Περνούσε τα Σαββατοκύριακά της κάνοντας ψώνια – όπως κάθε έφηβη, άλλωστε – επιλέγοντας ανεξάρτητα, μικρά καταστήματα. Λάτρευε ένα σκοτεινό μαγαζάκι, χωμένο σε μία στοά κοντά σε κάποια στάση λεωφορείου, ενώ συχνά δημιουργούσε τα δικά της ρούχα, από το μηδέν. Δεν ήταν καλή, αλλά υπήρχε ανάγκη. Είχε στο μυαλό της αυτό που ήθελε να φορέσει, δεν το έβρισκε στην αγορά, οπότε το να το ράψει μόνη της ήταν μονόδρομος.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η μητέρα της, η Μάργκαρετ, ήταν καθηγήτρια Βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας, ενώ ο πατέρας της, Τζον, καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Εκείνη, δεν είχε ιδέα ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με τη μόδα επαγγελματικά. Κάποια μέρα, μία μαθήτρια της μητέρας της πέρασε από το σπίτι τους για να τη δει και, συζητώντας, έμαθε ότι εργαζόταν ως buyer. Έμαθε όσο περισσότερα μπορούσε και κατάλαβε ότι ήταν γεννημένη για αυτή τη δουλειά.
Σπούδασε στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και αποφάσισε, όταν πια πήρε το πτυχίο της, να περάσει λίγο καιρό ταξιδεύοντας. Μία φίλη της τής είπε πως θα ξεκινούσε να εργάζεται για την εταιρεία μόδας Burton, οπότε της πρότεινε να κάνει τη δική της αίτηση. Την άκουσε, έστειλε βιογραφικά όπου μπορούσε και τη δέχθηκε το TopShop.
«Έγινα buyer, έπειτα bying director και, το 1998, brand director. Τότε αποφάσισα να πετάξουμε από πάνω μας το οικονομικό και εφηβικό πρόσωπο για το οποίο ήμασταν γνωστοί, και να επεκταθούμε σε παγκόσμιο φαινόμενο. Ήξερα τι δυνατότητες είχαμε, πού μπορούσαμε να φτάσουμε και πόσο θα έπρεπε να προσπαθήσουμε για αυτό», έχει τονίσει.
Έχοντας το βλέμμα στο στόχο, τα κατάφερε. Έδωσε σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να ντύνεται με την πολυτέλεια που του αξίζει, χωρίς να ξοδεύει χιλιάδες σε ρούχα και άλλαξε το πρόσωπο της γρήγορης μόδας. Οι καταναλωτές ένιωθαν ισχυροί και το TopShop οδηγούσε ολόκληρη τη βιομηχανία σε μία νέα, πιο ελπιδοφόρα κατεύθυνση.
Αποχώρησε από την επιχείρηση το 2007, μία εβδομάδα αφότου ανακοινώθηκε η πρόσληψη της Κέιτ Μος στη θέση της σχεδιάστριας.
Από τότε και έως το 2016 ήταν Διευθύνουσα Σύμβουλος της βρετανικής εταιρείας ένδυσης Whistles, ενώ αυτή τη στιγμή είναι διευθύντρια της μεγαλύτερης βρετανικής πλατφόρμας ενοικίασης ρούχων, My Wardrobe HQ.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Έψαχνα ένα νέο τρόπο να δραστηριοποιηθώ», έχει πει για το τελευταίο της εγχείρημα. «Λατρεύω τη μόδα, σε μεταμορφώνει. Δε θέλουμε να τη χάσουμε – απλώς πρέπει να βρούμε νέους τρόπους να την απολαμβάνουμε».
Διαβάστε επίσης:
Elizabeth von der Goltz: Οδηγεί το Net-a-Porter στην κορυφή
Coco Chanel: H γυναίκα που άλλαξε τον κόσμο της μόδας
Vivienne Westwood: Η ανατρεπτική σχεδιάστρια που «πάντρεψε» την υψηλή ραπτική με το punk
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση