Οι Yvonne Farrell και Shelley McNamara, από την εταιρεία Grafton Architects, με έδρα το Δουβλίνο, κέρδισαν από κοινού το Pritzker Architecture Prize, γνωστό ως το βραβείο Νόμπελ της αρχιτεκτονικής. Είναι η τέταρτη και πέμπτη γυναίκα, που έλαβαν αυτό το διάσημο βραβείο, μετά τη Zaha Hadid, την Kazuyo Sejima – που κέρδισε μαζί με τον Ryue Nishizawa και την Carme Pigem. Οι δυο γυναίκες ίδρυσαν την εταιρεία τους, όταν διένυαν τη δεύτερη δεκαετία της ζωής τους, μετά τη συνάντησή τους στο University College του Δουβλίνου το 1974, και τώρα διευθύνουν προσωπικό 38 αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών.
Μιλώντας για τη νίκη τους, η Farrell χαρακτήρισε την αρχιτεκτονική ως «μία από τις πιο περίπλοκες και σημαντικές πολιτιστικές δραστηριότητες στον πλανήτη. Το να είσαι αρχιτέκτονας είναι ένα τεράστιο προνόμιο. Το να κερδίσεις αυτό το βραβείο είναι μια υπέροχη υποστήριξη της πίστης μας στην αρχιτεκτονική. Σας ευχαριστώ για αυτή τη μεγάλη τιμή.»
Σε δήλωσή της στην δημοσιογράφο των NYTimes, Robin Pogrebin, πρόσθεσε ότι το επάγγελμά της είναι για εκείνη μια σιωπηλή γλώσσα. «Όταν οι άνθρωποι χρειάζονται κάτι, δεν θέλουν μόνο ένα κτίριο που θα κρατήσει τη βροχή έξω», ενώ η McNamara πρόσθεσε ότι η αρχιτεκτονική «δεν αφορά μόνο το σχεδιασμό, την πολυπλοκότητα και τα επιτεύγματα, αλλά επίσης το πώς σε κάνει να νιώθεις ως ξένος. Δεν φοβόμαστε να κάνουμε σημαντικά πράγματα όταν είναι απαραίτητο, αλλά επίσης δεν φοβόμαστε να υποχωρήσουμε και να είμαστε στο παρασκήνιο».
Η κριτική επιτροπή του Pritzker, της οποίας προεδρεύει ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Stephen Breyer και αποτελείται από αρχιτέκτονες και ακαδημαϊκούς, δήλωσε ότι η ακεραιότητα του ζευγαριού στην προσέγγισή του, τόσο στα κτίρια, όσο και στον τρόπο που ασκούν την πρακτική τους, εξασφάλισε τη νίκη τους. Η κριτική επιτροπή σχολίασε, επίσης, «τη συνεργασία, την αδιάκοπη δέσμευση για άριστο αποτέλεσμα, την υπεύθυνη στάση απέναντι στο περιβάλλον και την ικανότητα να αγκαλιάζουν τη μοναδικότητα στον κάθε τόπο, όπου εργάζονται.»
Μετρώτας πάνω από 40 χρόνια εμπειρίας, οι Farrell και McNamara έχουν δημιουργήσει πολλά έργα, που βοήθησαν στην ενίσχυση των πόλεων και την κάλυψη τοπικών αναγκών στην Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ιταλία και το Περού.
Το αρχιτεκτονικό ντουέτο γνωρίστηκε στη Σχολή Αρχιτεκτονικής στο University College του Δουβλίνου. Μετά την αποφοίτησή τους, δόθηκε και στις δυο η ευκαιρία να διδάξουν και την άδραξαν, καθώς ανέκαθεν θεωρούσαν τη διδασκαλία αναπόσπαστο κομμάτι του επαγγέλματος, αλλά και έναν τρόπο να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στις επόμενες γενιές. Έτσι, παράλληλα με το αρχιτεκτονικό τους γραφείο, υπήρξαν λέκτορες σε πολλά παγκόσμια ιδρύματα, όπως η École Polytechnique Fédérale de Lausanne και η Academia di Architettura di Mendrisio.
Το 1978, οι Farrell και McNamara, μαζί με τρεις συναδέλφους, ίδρυσαν το γραφείο Grafton Architects. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα τους, όπως έχουν καταγραφεί στην επίσημη ιστοσελίδα του βραβείου, είναι το North King Street Housing (Δουβλίνο, Ιρλανδία 2000), Urban Institute of Ireland, University College Dublin (Δουβλίνο, Ιρλανδία 2002), Solstice Arts Center (Navan, Ιρλανδία 2007), Κοινοτικό σχολείο Loreto (Milford, Ιρλανδία 2006) και Ιατρική Σχολή στο Πανεπιστήμιο του Limerick (Limerick, Ιρλανδία 2012).
Οι δυο αρχιτέκτονες, από μικρή ηλικία είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για το επάγγελμα αυτό. Η McNamara θυμάται χαρακτηριστικά πως η αγάπη της για την αρχιτεκτονική ξεκίνησε από μια επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει με τους γονείς της, όταν ήταν παιδί, σε ένα τεράστιο σπίτι του 18ου αιώνα στον όμορφο κεντρικό δρόμο της πόλης του Limerick, όπου ζούσε η θεία της. Ο σύζυγός της είχε ένα φαρμακείο, με επένδυση από μαόνι στο ισόγειο του κτηρίου και εκείνη είχε δημιουργήσει ένα μικρό Μοντεσσοριανό σχολείο, σε ένα δωμάτιο, πάνω από την είσοδο. Όλη αυτή η κατασκευή, αλλά και η λειτουργικότητα του σπιτιού, σε τόσα πολλά επίπεδα είχε εντυπωσιάσει την McNamara. Ήταν για εκείνη, όπως είχε πει, «η απόλυτη αποκάλυψη».
Η Farrell, με τη σειρά της, είχε πει πως μια από τις πρώτες της αναμνήσεις ήταν εκείνη ξαπλωμένη σε ένα μαξιλάρι με την μητέρα της να παίζει πιάνο, σκεπτόμενη τον υπέροχο χώρο του σπιτιού της, που γέμιζε με μουσική. Μεγάλωσε στο Tullamore, Co. Offaly, στην Ιρλανδία, μια πόλη με δρόμους και πλατείες, πέτρινες αποθήκες, με ένα αρδρευτικό κανάλι και ένα υπέροχο δάσος βελανιδιάς στην άκρη της πόλης.
Συνεργάτιδες του Βασιλικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων της Ιρλανδίας και Επίτιμοι Συνεργάτες του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων, οι Farrell και McNamara είχαν τιμηθεί με το βραβείο Silver Lion Biennale di Venezia 2012 για την έκθεση, Architecture as New Geography και το 2018 διορίστηκαν ως συν-επιμελήτριες της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Αρχιτεκτονικής με το θέμα FREESPACE. Το 2019, τους απονεμήθηκε το μετάλλιο RIAI James Gandon από το Βασιλικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων της Ιρλανδίας και το χρυσό μετάλλιο από το Ινστιτούτο Βρετανών Αρχιτεκτόνων, το 2020.
Διαβάστε επίσης:
Παρίσι: Αρχιτέκτονες σχεδίασαν έναν βιοκλιματικό γυάλινο «πύργο»
Gatsby: Ένα πολυτελές ρετιρέ με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και πισίνα στην «αθηναϊκή Ριβιέρα»
Σύγχρονα και παραδοσιακά στοιχεία συνδυάζονται σε μία μοντέρνα κατοικία
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση