Βρισκόμαστε στα 1911, λίγα χρόνια πριν την Οκτωβριανή επανάσταση στην Αγία Πετρούπολη, όπου ένας τραπεζίτης δίνει ένα χορό μεταμφιεσμένων. Ανάμεσα τους και η δεκατετράχρονη ανιψιά του Tamara, μια πανέμορφη κοπέλα, που η παρουσία της κάνει αίσθηση στους καλεσμένους. Είναι ντυμένη ως πολωνή χωριατοπούλα και δείχνει μεγαλύτερη από τη ηλικία της, λόγω του ερωτισμού που αποπνέει. Οι άνδρες μαγεύονται από την παρουσία της αλλά αυτός που θα την ερωτευθεί παράφορα είναι ο πιο δύσκολος απ΄ όλους. Ο πλούσιος πολωνός δικηγόρος και εργένης, περιζήτητος στην κοσμική κοινωνία της εποχής ο Tadeusz Lempicki, που θα περιμένει ωστόσο πέντε χρόνια ώσπου να την παντρευτεί.
Έτσι θέλει ο μύθος την αρχή της ιστορίας της Tamara de Lempicka (1894 ή 1902 – 1980), της ζωγράφου του Μεσοπολέμου, που υπήρξε ένας θρύλος όχι μόνο για τον βαθιά γυναικείο αισθησιασμό των έργων της – μοντέλα της ήταν συνήθως γυναίκες – αλλά και γιατί η ίδια έζησε μία ακραία ερωτική – και όχι μόνον – ζωή δοκιμάζοντας και υιοθετώντας τα πάντα, χωρίς περιορισμούς και χωρίς αναστολές. Ένα πραγματικά «κακό κορίτσι» ή όπως θα μπορούσε επιεικέστερα να ειπωθεί, μία γυναίκα με αντισυμβατική συμπεριφορά, που θέλησε να ρουφήξει τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Άλλωστε ήταν πάντα υπερήφανη για τις πράξεις της, όσο προκλητικές ή παράνομες κι αν ήταν, αφού όπως έλεγε αυτό οφείλει να κάνει κάθε καλλιτέχνης.
Από την άλλη όμως, ίσως αυτός να ήταν ο λόγος, που παρ΄ότι διάσημη, της στοίχισε όσο ήταν εν ζωή, την καλλιτεχνική αναγνώριση, την οποία παθιασμένα επιθυμούσε. Γιατί στην εποχή της η ζωγραφική της θεωρούνταν επιφανειακή, ένα είδος σοφτ πορνό, έτσι δεν πρόφθασε να διαβάσει τις κριτικές, που σήμερα την αποθεώνουν ούτε να δει τα έργα της να πουλιούνται εκατομμύρια σε δημοπρασίες. Παράδειγμα το «Πορτρέτο της Marjorie Ferry» (1932), μιας παριζιάνας τραγουδίστριας καμπαρέ, που πουλήθηκε από τους Christie’s του Λονδίνου στις 5 Φεβρουαρίου για 21,2 εκατ. δολάρια καταρρίπτοντας και το προηγούμενο ρεκόρ του «La Tunique Rose» (1927), που είχε πουληθεί μόλις τον περασμένο Νοέμβριο στους Sotheby’s της Νέας Υόρκης για13,3 εκατομμύρια δολάρια. Μια πραγματική ξέφρενη κούρσα ανόδου, όταν πίσω στα 1995 το «Πορτρέτο της Marjorie Ferry» είχε φθάσει μόνον στα 552.500 δολάρια.
Η ζωή της Tamara de Lempicka όμως (1898-1980) ήταν πάντα έτσι εντυπωσιακή, ανατρεπτική, προκλητική και με πολύ μυστήριο. Γιατί άλλοι θεωρούν ότι ήταν Πολωνή και ότι σπούδασε σε οικοτροφείο στη Λωζάνη, άλλοι ότι στην πραγματικότητα γνώρισε τον σύζυγό της στην όπερα ενώ ακόμη και η χρονολογία της γέννησής της αμφισβητείται. Βέβαιο είναι ωστόσο, ότι προερχόταν από πλούσια οικογένεια, που με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό, όπως όλη η τσαρική αριστοκρατία. Ο άντρας της άλλωστε είχε συλληφθεί και φυλακισθεί, έτσι μόλις κατόρθωσε να τον βγάλει από την φυλακή έφυγαν πρώτα για την Κοπεγχάγη και μετά για το Παρίσι όπου και εγκαταστάθηκαν.
Χωρίς χρήματα όμως και πουλώντας τα χρυσαφικά της για να ζήσουν _ είχε ήδη και ένα κοριτσάκι_ η ζωή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Έτσι κι αλλιώς η Tamara αναζητούσε κάτι πιο λαμπερό, που αρχικά πίστεψε, ότι βρήκε στο χώρο της μόδας. Μέγα λάθος, γιατί παρ΄ ότι όμορφη και με ιδιαίτερη προσωπικότητα δεν ταίριαζε καθόλου στο λεπτεπίλεπτο στυλ των μοντέλων της Σανέλ, όπου πήγε για να ζητήσει δουλειά.
Η απόρριψη την θύμωσε και τότε θυμήθηκε το ταλέντο της στη ζωγραφική, έτσι με προτροπή και της αδερφής της αποφάσισε να σπουδάσει. Παρακολούθησε μαθήματα στα ατελιέ Maurice Denis και του André Lhote και «εγκαταστάθηκε» κυριολεκτικά στο Λούβρο μελετώντας τους μεγάλους ζωγράφους, κυρίως τη χρήση του φωτός από τους Ολλανδούς, το χρώμα των Ιταλών αλλά και τους συγχρόνούς της κυβιστές, μοντερνιστές και φυσικά τον Picasso. Το μεγαλύτερο ταλέντο της όμως, όπως έχει επισημανθεί ήταν η βαθιά της γνώση της ιταλικής τέχνης, αναγεννησιακής και μοντέρνας. Γρήγορα έτσι, διαμόρφωσε το δικό της στυλ, που σίγουρα δεν αντέγραφε κανένα, παρ΄ότι αντλούσε έμπνευση απ΄όλα. Η Tamara de Lempicka (το «de» ήταν δική της προσθήκη) μόλις είχε γεννηθεί.
Η πρώτη της εμφάνιση ως ζωγράφος έγινε το 1922 στις μεγάλες παριζιάνικες εκθέσεις του Salon d’Automne και του Salon des Tuileries κι όπως φαίνεται έκανε αμέσως εντύπωση στην υψηλή κοινωνία της εποχής χάρη στο αρτ ντεκό ύφος της, στην κομψότητα των εικόνων της αλλά και στον αισθησιασμό τους. Τα έργα της, αποκλειστικά προσωπογραφίες, χαρακτηρίζονταν για τα στυλιζαρισμένα τους θέματα και τις σαγηνευτικές υφές αλλά και για το κολακευτικό φως, που τα έλουζε. Για μερικά από αυτά μάλιστα είχε χρησιμοποιήσει τον εαυτό της ως μοντέλο φορώντας ρούχα της Coco Chanel, γεγονός που έκανε καμιά φορά τον κόσμο να την μπερδεύει με την Greta Garbo. Όπως είχε πει άλλωστε ο Jean Cocteau «Η Λεμπίτσκα αγάπησε την τέχνη και την υψηλή κοινωνία εξίσου».
Βασικός της στόχος σε κάθε περίπτωση ήταν η αποθέωση του προσώπου – μοντέλου του πίνακα. «Τεχνικά, η Tamara de Lempicka ήταν μία εξαιρετικός ζωγράφος», όπως λέει ο Keith Gill του οίκου Christie’s στο Λονδίνο, που έχει δημοπρατήσει συχνά έργα της. «Η εντυπωσιακή χρήση του φωτός και της σκιάς, ο τρόπος με τον οποίο το φόντο πλαισιώνει τα πανέμορφα υφάσματα που φορούσαν τα μοντέλα της, η προσοχή που έδινε η ίδια στα χείλη, τα χέρια και τα μαλλιά… Με αυτόν τον τρόπο τα έργα της είναι σαν να δίνουν μια αίσθηση από τις φωτογραφίες μόδας εκείνης της εποχής», προσθέτει.
Και πράγματι, πίνακές της υιοθετήθηκαν από μεγάλα περιοδικά μόδας, όπως το αμερικανικό Harper’s Bazaar και το γερμανικό Die Dame. Συγκεκριμένα «Η μουσικός», με μοντέλο την ερωμένη της Ira Perrot να παίζει μαντολίνο φορώντας ένα μακρύ μπλε φόρεμα φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του Die Dame τον Απρίλιο του 1930 ενώ τον προηγούμενο χρόνο η εκδότρια του ίδιου περιοδικού είχε επιλέξει μια «Αυτοπροσωπογραφία» της ή αλλιώς «Η Tamara στην πράσινη Bugatti», όπου όντως η ζωγράφος είχε απεικονίσει τον εαυτό της να οδηγεί με αγέρωχο ύφος ένα ανοιχτό αυτοκίνητο, φορώντας αγωνιστικό σκούφο και γάντια οδήγησης. Ο στόχος ήταν να παρουσιαστεί η μοντέρνα, χειραφετημένη γυναίκα της νέας εποχής, που καταρρίπτει τα ανδρικά ταμπού, αλλά μέσα απ΄αυτόν έγινε διάσημη και η ίδια η ζωγράφος, που την αποκάλεσαν «Θεά του αυτοκινήτου με το ατσαλένιο βλέμμα»!
«Ένα από τα σπουδαία πράγματα για την Lempicka είναι ότι ζωγράφιζε με ένα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο ύφος. Μπορούμε αμέσως να ξεχωρίσουμε τα έργα της», λέει ο Keith Gill. Το ίδιο άλλωστε έλεγε και η ίδια: «Μεταξύ εκατό έργων ζωγραφικής, πάντα θα μπορείτε να αναγνωρίζετε τη δική μου»! Λίγοι καλλιτέχνες εξάλλου μπορούν να συνοψίζουν στο έργο τους μια ολόκληρη εποχή – στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτήν του Μεσοπολέμου – όσο η Tamara de Lempicka. Μια ζωγράφος με πολυτελείς εικόνες για πολυτελείς χρόνους.
Το βέβαιο εξάλλου είναι, ότι στο Παρίσι του Μεσοπολέμου με τα ξέφρενα πάρτι, τα θέατρα και τα καμπαρέ η Tamara είχε ταιριάξει απόλυτα. Οι εραστές και οι ερωμένες εναλλάσσονταν αδιακρίτως στο κρεβάτι της, έπαιρνε μέρος στα όργια των καλλιτεχνικών κύκλων που ήταν για λίγους, ενώ συχνά συνδύαζε το σεξ με κοκαΐνη. Τα μοντέλα της τα εύρισκε στο δρόμο ή στα καφέ και τα επέλεγε με μεγάλη σχολαστικότητα ενώ πάντα κοιμόνταν μαζί τους. Απαραίτητη προϋπόθεση να είναι γυναίκες όμορφες, ερωτικές, αψεγάδιαστες από την κορφή ως τα νύχια και πρόθυμες να προσφέρουν ηδονή.
Όπως γράφει όμως η βιογράφος της Laura Claridge στο βιβλίο «Α Life of Deco and Decadence», «Ηταν υπερβολικά φιλάρεσκη και αυτό συμβάδιζε με το σεξουαλικό της ένστικτο. Στην πραγματικότητα δεν την αφορούσε η ανθρώπινη επαφή και η ερωτική αίσθηση, αλλά το να ερωτοτροπεί με τον εαυτό της». Ουδέποτε άλλωστε είχε ταυτίσει το σεξ με την αγάπη, απόδειξη, ότι όταν ο Ταντέους Λεμπίνσκι την εγκατέλειψε τελικώς το 1931, εκείνη έκανε τα πάντα για να τον μεταπείσει. Αφορμή πάντως ήταν ο Gabriele D’Annunzio, διάσημος ιταλός ποιητής, που την ερωτεύθηκε παράφορα εκδηλώνοντας τόσο φανερά τα αισθήματά του, που ακόμη και ο υπομονετικός σύζυγός της εξανέστη.
Στο Παρίσι η de Lempicka είχε καλλιεργήσει εξαιρετικά την εικόνα του εξωτικού αριστοκράτη –μετανάστη, που έδινε πλούσια πάρτι στο τριώροφο διαμέρισμα της στην οδό Méchain, όπου τα έπιπλα έφερναν το μονόγραμμά της. Το στυλ της άλλωστε μόνο απαρατήρητο δεν περνούσε, με την μακριά πίπα της από ελεφαντόδοντο, το τέλειο ντύσιμο και το μακιγιάζ της, τα πλούσια κοσμήματα. Στην πραγματικότητα μάλιστα είχε καλλιεργήσει μια εικόνα για τον εαυτό της, τόσο άψογη όσο και σαν την επιφάνεια των έργων της.
Ένα από τα δυνατά σημεία της ήταν εξάλλου, η ικανότητά της να συγχωνεύει κλασσικά και σύγχρονα στοιχεία στη ζωγραφική της. Όπως λένε μάλιστα σήμερα οι κριτικοί τέχνης πολλές από τις φιγούρες της έχουν μια ογκομετρία, που ανακαλεί στο μυαλό αρχαιοελληνικό αρχιτεκτονικό σκηνικό. Άλλο χαρακτηριστικό της, το φινίρισμα που τα κάνει να φαίνονται σαν να έχουν γίνει σε γυαλισμένο, πολυχρωματικό ατσάλι.
Τα πιο περιζήτητα από τα έργα της πάντως σήμερα είναι τα γυναικεία πορτρέτα, ιδίως αυτά στα οποία αναγνωρίζονται τα πρόσωπα, που έπαιξαν ρόλο στη ζωή της. Όπως η Ira Perrot και η Rafaela Fano. Με την πρώτη η σχέση τους άρχισε το 1922 κι ήταν «Μια απερίσκεπτη, περιπετειώδης, συναρπαστική στιγμή γι΄ αυτήν», όπως θα έλεγε αργότερα η κόρη της, Kizette. Ενώ η για την δεύτερη η ίδια η Lempicka έλεγε, ότι ήταν «η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ». Την είχε γνωρίσει μια μέρα στο Bois de Boulogne, έγινε αμέσως μοντέλο της και σύντομα έγιναν και εραστές.
Στους πίνακές της αυτό που κυρίως την ενδιέφερε ήταν να υμνήσει το θέμα της, με μόνη εξαίρεση, όπως σημειώνεται απ΄ όλους τους βιογράφους της το πορτρέτο της Nana de Herrera, ερωμένης του βαρόνου Raoul Kuffner, που την ζωγράφισε διόλου κολακευτικά. Ίσως γιατί ήθελε να πάρει τη θέση της, έλεγαν οι κακές γλώσσες και πράγματι αυτό συνέβη, γιατί η Lempickaτον παντρεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Ο βαρόνος άλλωστε ήταν μεγάλος θαυμαστής της αλλά και συλλέκτης, με σπουδαία προσωπική συλλογή έργων τέχνης. Σύντομα εξάλλου, το 1939 κι επειδή τόσο ο βαρόνος όσο και η ίδια είχαν εβραϊκές ρίζες εγκατέλειψαν την Ευρώπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, και εγκαταστάθηκαν στο Hollywood.
Μακριά από την avant-garde του Παρισιού όμως, η Lempicka δεν μπόρεσε να ξαναφθάσει στο επίπεδο της ζωγραφικής των προηγούμενων χρόνων. Από το 1950 θα ζει πλέον στην Νέα Υόρκη προσπαθώντας μάταια να κατακτήσει το αμερικανικό κοινό ενώ μετά το θάνατο του άντρα της, το 1961, θα κάνει έκθεση στην γκαλερί του διάσημου πλέον Iolas, χωρίς ωστόσο, επιτυχία. Γιατί οι κριτικοί αδιαφορούν για τη ζωγραφική της ενώ ο Τύπος ασχολείται μόνον με την προσωπική της ζωή.
Όσο για την κόρη της, την λάτρευε μεν αλλά δεν ήθελε να της υπενθυμίζει τα χρόνια που περνούσαν. «Αγαπιόμασταν πολύ, παρά τους καυγάδες μας», όπως λέει σήμερα η Kizette. «Δεν τη ζήλευα ποτέ, αν και πάντα ερχόμουν δεύτερη στη ζωή της. Για τους άλλους ήταν πάντα γοητευτική, επιτυχημένη, όμορφη. Για μας όμως ήταν πολύ δύσκολη. Νομίζω μάλιστα ότι λυπόταν, που δεν της έμοιαζα. Εμένα μου έφτανε ένας καλός σύζυγος και οι δύο κόρες μου. Εκείνης δεν θα της έφτανε ποτέ».
Στα χρόνια που ακολούθησαν το ενδιαφέρον για τη Λέμπιτσκα αναβίωσε για λίγο και πάλι, μετά από μια έκθεση στο Παλάτι του Λουξεμβούργου το 1973. Αλλά σίγουρα «Η περίοδος της ακμής της ήταν αναμφισβήτητα η δεκαετία από τα μέσα του 1920 έως τα μέσα του 1930, τότε, που έκανε το ένα αριστούργημα μετά το άλλο», όπως λέει ο Gill.
Το 1980 η Tamara de Lempicka, μια γυναίκα με εξαιρετικό ταλέντο, που έζησε τη ζωή της όπως την ήθελε, χωρίς να υπολογίζει τίποτε και κανέναν πεθαίνει στον ύπνο της. Και η κόρη της, ακολουθώντας την επιθυμία της σκορπίζει την τέφρα της πάνω από τον κρατήρα του ηφαιστείου Ποποκατέπετλ στο Μεξικό.
Μετά το θάνατό της, υπήρξε ένα άλλο κύμα ενθουσιασμού για το έργο της, με την Barbara Streisand και τη Madonna να γίνονται μεγάλες συλλέκτριές της. Η τελευταία μάλιστα είχε συμπεριλάβει ένα γιγαντιαίο έργο της ως βασικό σκηνικό στο βίντεοκλίπ «Open Your Heart» το 1987.
Σήμερα η Lempicka είναι πάλι στην πρώτη γραμμή. «Η βαρόνη με ένα πινέλο», όπως επίσης την αποκαλούσαν σαρώνει στις δημοπρασίες , γιατί, όπως εξηγεί και ο Keith Gill του Christie’s «Τα έργα της αποπνέουν μια γοητεία που είναι πραγματικά διαχρονική».