«Τραγωδία». Έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την τροπή που πήρε η εξαιρετική καριέρα του Τζον Γκαλιάνο στη βιομηχανία της μόδας. Η αξιοσημείωτη συμβολή του στην ιστορία αυτού του χώρου έχει επισκιαστεί, ή πιο συγκεκριμένα «μολυνθεί» -δικαίως- από την καταστροφική τοποθέτηση του σε ένα φλέγον ιστορικό θέμα. Το όνομά του βρέθηκε σε κάθε ειδησεογραφικό τίτλο λόγω των αντισημιτικών του σχολίων το 2011, κάτι που του κόστισε τη θέση του στον οίκο Dior. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του είναι τόσο μεγάλο, πρωτότυπο και ιδιαίτερο, που ακόμα και σήμερα παραμένει επίκαιρο, σε τέτοιο βαθμό που έχει διαμορφώσει τη γενιά «Z».
Χαρτογραφώντας την άνοδο και την πτώση του Γκαλιάνο
Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1960 στο Γιβραλτάρ, από Βρετανό πατέρα και Ισπανίδα μητέρα. Όταν ήταν έξι ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο νότιο Λονδίνο. Αφού φοίτησε στο σχολείο Wilson’s Grammar School, όπου η τολμηρή δημιουργικότητα του άρχισε να ξεδιπλώνεται ντροπαλά, ο Γκαλιάνο συνέχισε τις σπουδές στη διάσημη Σχολή Τεχνών και Σχεδίου Σεντ Μάρτινς στο Λονδίνο -μία σχολή που έχει «γεννήσει» πραγματικά σχεδιαστικά θαύματα μόδας όπως οι Αλεξάντερ ΜακΚουίν, Μαίρη Κατράντζου και Κρίστοφερ Κέιν. Ο ίδιος αποφοίτησε με αριστεία από εκεί, ενώ η «πτυχιακή» συλλογή του, με τον τίτλο Les Incroyables (Οι Απίστευτοι), εμπνευσμένη από τη Γαλλική Επανάσταση, έλαβε διθυραμβικές κριτικές και αγοράστηκε απευθείας από το Browns -μια ανεξάρτητη μπουτίκ με πολυτελείς δημιουργίες στο Mayfair.
Η δουλειά του είχε στοιχεία ενός «διεστραμμένου ρομαντισμού», ήταν περίπλοκη, άκρως θηλυκή, αναμφισβήτητα όμορφη αλλά πολλές φορές και φρικιαστική ή ελαφρώς τρομακτική. Όπως και να είχε, ήταν υπερβολική και γεμάτη ιστορικές αναφορές, που εκμοντερνίζονταν στα χέρια του. Τα πρώτα σχέδια του γοήτευσαν κάθε σχεδιαστή, λατρεύτηκαν από τον Τύπο, του έδωσαν φήμη, θαυμασμό και σημαντικές διακρίσεις όπως επίσης και συνεργασίες. Ωστόσο, δεν είχαν την ίδια ανταπόκριση στο καταναλωτικό κοινό. Εκείνο έβρισκε τις συλλογές του… «άσχετες». Τα σχέδια του δεν είχαν εμπορική βιωσιμότητα ούτε και ανταγωνιστικότητα. Όσο η φήμη του μεγάλωνε στο χώρο της μόδας, τόσο οι επενδυτές του Γκαλιάνο αποσύρονταν… Έτσι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, κατέληξε σχεδόν απένταρος να μετακομίζει στο Παρίσι, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη.
Στην «Πόλη των Φωτών» ο Γκαλιάνο έμενε σε σπίτια φίλων του και συνέχιζε παθιασμένος να σχεδιάζει και να φτιάχνει τα ρούχα του με ό,τι υλικά είχε στη διάθεση του. Η «σωτηρία» του ήρθε όταν τα σχέδια του βρήκαν την αποδοχή της Άννα Γουίντουρ, μίας προσωπικότητας που συνεχίζει μέχρι σήμερα να έχει πρωτεύοντα ρόλο στη βιομηχανία της μόδας. Η ίδια τον έφερε σε επαφή με επιφανείς προσωπικότητες. Όπως επίσης και με επιχειρηματικά πρόσωπα που θα του έδιναν αργότερα το κεφάλαιο για να πάρει σάρκα και οστά η δημιουργικότητα του Γκαλιάνο, να εκτυλιχθεί σε όλο το μεγαλείο της. Δεν άργησε, λοιπόν, να έρθει η πρώτη σημαντική θέση στην καριέρα του. Ο Γκαλιάνο αναλαμβάνει το πηδάλιο του εμβληματικού γαλλικού οίκου Givenchy το 1995 και ένα χρόνο μετά βρίσκεται στον Dior.
Ο Γκαλιάνο παρέμεινε στον οίκο Dior για πάνω από μια δεκαετία. Εκεί δημιούργησε πραγματικά την «κληρονομιά» του, ενώ έβαλε τον όνομα του οίκου ανάμεσα στους πιο ισχυρούς, επιτυχημένους και διάσημους.
Ο Γκαλιάνο του Dior διαμόρφωσε τη γενιά «Z»
Η εποχή του Γκαλιάνο στον Dior έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τόσο το νεανικό καταναλωτικό κοινό και τους fashion lovers όσο και τους ίδιους τους σχεδιαστές διάφορων brands και οίκων. Κάθε συλλογή του ήταν πιο εκθαμβωτική από την προηγούμενη. Τα ρούχα του έμοιαζαν περισσότερο με έργα τέχνης, καθώς η θεατρικότητα τους δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Ο Γκαλιάνο συνδύαζε στοιχεία από κουλτούρες και πολιτισμούς, τόσο σύγχρονους όσο και από άλλους αιώνες, τα οποία εκφραζόντουσαν από την ριζοσπαστική αίσθηση του μοντερνισμού του, που αναδύονταν από την pop κουλτούρα και το streetwear.
Ο κριτικός μόδας Κολίν Μακντάουελ στο βιβλίο «John Galliano for Dior» περιγράφει ως εξής τις συλλογές του Γκαλιάνο στον Dior: «Ένα από τα υπέροχα πράγματα που έκανε ο Γκαλιάνο στον Dior ήταν να συνδυάσει τη ζωντάνια των δρόμων με τον ενθουσιασμό της pop κουλτούρας, μαζί με μία πινελιά Υψηλής Ραπτικής». Από την άλλη η Οριόλ Κάλλεν, επικεφαλής των σύγχρονων υφασμάτων και μόδας στο μουσείο Victoria & Albert Museum, στο ίδιο βιβλίο, γράφει για αυτές: «Η αχαλίνωτη φαντασία και η ατελείωτη δημιουργικότητα, σε συνδυασμό με την ασυναγώνιστη τεχνική των ατελιέ Υψηλής Ραπτικής του Dior, δημιούργησαν φανταστικά ενδύματα και επιδείξεις σε μία κλίμακα, που συνεχώς ξεπερνούσε ό,τι γνωρίζαμε έως τότε για τη μόδα».
Οι επιδείξεις του Γκαλιάνο δεν είχαν budget. Ο ίδιος γύρναγε όλο τον κόσμο για να βρει την επόμενη πηγή έμπνευσης του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ταξίδι του με αερόστατο πάνω από τον Νείλο ή η επίσκεψη του στους Βουδιστές μοναχούς της Κίνας. Οι εμπειρίες αυτών των ταξιδιών αποτυπώθηκαν στις τολμηρές συλλογές του, με έντονες αναφορές σε ξένες κουλτούρες. Έπαιρνε διαφορετικές ιδέες και τις ένωνε μεταξύ τους, με σκοπό να δημιουργήσει κάτι συναρπαστικό και φρέσκο. Χάρη σε εκείνον ο οίκος πέρασε από την old-shcool θηλυκότητα στην μοντέρνα και επίκαιρη εικόνα της. «Kάποιος έπρεπε να φέρει τον Dior στον 21ο αιώνα – ακόμα και με κλωτσιές και φωνές», είχε πει ο Γκαλιάνο στην εκπομπή «The South Bank Show» το 1996.
Ο ίδιος συνεργάστηκε με χαρακτηριστικούς και άκρως δημιουργικούς καλλιτέχνες του 2000, ενώ «μούσες» του έγιναν γυναίκες όπως η ράπερ Φόξυ Μπράουν, η Λιλ Κιμ, η Τζένιφερ Λόπεζ, η Κριστίνα Αγκιλέρα και η Μπρίτνεϊ Σπίαρς. Στον μαγικό κόσμο του Γκαλιάνο, στοιχεία από την ταινία Matrix (1999) αναμειγνύονταν με στρατιωτικές αναφορές από την εποχή του Ναπολέοντα και η χαρακτηριστική φιγούρα της Έντι Σέντζγουικ από τα 60s γινόταν ένα με την Αυτοκράτειρα Ζοζεφίνα. Η συλλογή Άνοιξη/Καλοκαίρι 2000 ήταν εμπνευσμένη από το άλμπουμ The Miseducation of Lauryn Hill (1998), με τη μισή συλλογή να απαρτίζεται από denim κομμάτια με το μονόγραμμα του οίκου Dior, λαμπερά κοσμήματα και την πρώτη εμφάνιση της θρυλικής Saddle τσάντας.
[pinterst url=https://gr.pinterest.com/pin/815081232536472145/]
Σήμερα οι σχεδιαστές κοιτούν όλο και περισσότερο στο παρελθόν, ανατρέχοντας σε παλαιότερα trends και icons για να προχωρήσουν στο μέλλον και να δημιουργήσουν κομμάτια με χαρακτήρα. Αρκετοί, λοιπόν, ανατρέχουν στις δημιουργίες του Γκαλιάνο από την εποχή του στο Dior, καθώς σχέδια του όπως οι Saddle τσάντες και τα φορέματα με το print εφημερίδας αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη φήμη. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι οι λογαριασμοί μόδας στα social media που εξυμνούν τα σχέδια του, ενώ οι σύγχρονες fashionistas προσπαθούν να αναδημιουργήσουν σύνολα του. Ακόμα και οι τωρινοί καλλιτεχνικοί διευθυντές του Dior, Μαρία Γκράτσια Κιουρί και Κιμ Τζόουνς, χρησιμοποιούν τα σχέδια του Γκαλιάνο ως αναφορά. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως οι δημοπρασίες με ιστορικά κομμάτια του Γκαλιάνο γίνονται «πεδία μάχης» – κυρίως από μουσεία, συλλέκτες αλλά και σχεδιαστές από άλλους οίκους.
Σε μία εποχή όπου οι νέοι αναζητούν την πρωτοτυπία, την εφευρετικότητα και την ιδιαιτερότητα, ο Γκαλιάνο του Dior γίνεται πιο επίκαιρος από ποτέ και οι σχεδιαστές αποσυναρμολογούν τη δημιουργικότητα για να την εντάξουν στη δική τους. Ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει;
Διαβάστε επίσης:
Fringe Obesession: Τα κρόσσια κατακτούν πρώτη θέση στις τάσεις για αυτή τη season
4 χρυσοί στιλιστικοί κανόνες από την εμβληματική Όντρεϊ Χέπμπορν
Chanel Metiers d’ Art 2020/21: Η συλλογή που ανέδειξε τον συνεχή διάλογο του οίκου με την ιστορία
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση